Το «ΚΥΝΗΓΙ» είναι μια αλληγορία της σημερινής εποχής, κυρίως προς το που βρίσκεται και που βαδίζει η Αμερική αλλά κατεπέκταση κι ο υπόλοιπος κόσμος. Κυρίως μέσα από την οικονομική κρίση και τα διάφορα ιερατεία και τις λέσχες οικονομικών αποφάσεων κι όλους αυτούς τους υπόγειους ,αφανείς σκοτεινούς μηχανισμούς αλλά επεκτείνεται και σε άλλα ζητήματα, όπως της οπλοχρησίας που στην Αμερική είναι θέμα άλυτο κι έχει χωρίσει τον κόσμο εκεί σε δύο στρατόπεδα.
Το ότι επιλέγει τη «σπλατεριά» για να πει αυτό που θέλει να πει είναι δικαίωμα του και κανείς δεν δικαιούται να του προσάψει τα περί επιλογής.
Το έχω πει πολλές φορές και θα το επαναλαμβάνω και θα το τονίζω όσο γράφω κι έχω φωνή, απευθυνόμενος τόσο σε κριτικούς, εντός ή εκτός εισαγωγικών, όσο και σε θεατές, πως δεν έχουμε δικαίωμα, απαγορεύεται- πως να το πω;, να ζητάμε από μια ταινία, από ένα έργο εν γένει, να ήταν κάτι άλλο από εκείνο που θέλησαν οι δημιουργοί του. Οσο κι αν θα θέλαμε εμείς να ήταν αλλιώς, αυτό δεν αλλάζει και το έργο πρέπει να κρίνεται ή να παρακολουθείται με τα δεδομένα που θέλησε.
Το λέω αυτό επειδή , ως προς την συγκεκριμένη ταινία, κάποιοι που δεν γουστάρουν το «σπλάτερ» ως είδος αλλά θα επικοινωνήσουν με το περιεχόμενο του έργου, να πουν ότι ήταν κρίμα που ένα τέτοιο θέμα το μετέτρεψαν σε σπλάτερ.
Από την άλλη, αυτοί που θα αντιδράσουν με τον παραπάνω τρόπο, δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι κάποιοι κινηματογραφιστές που συνεργάστηκαν κι εννοώ σκηνοθέτης, σεναριογράφος και λοιποί συντελεστές θέλησαν να κάνουν ένα σπλάτερ στο οποίο αντι για ζόμπι, νεκρούς και φαντάσματα και παράφρονες ψαλιδοχέρηδες, επέλεξαν ως θέμα την κοινωνική κατάσταση.
Στο συγκεκριμένο έργο, το σενάριο γράφεται από τους ΝΙΚ ΚΙΟΥΖ και ΝΤΕΪΜΟΝ ΛΙΝΤΕΛΟΦ, με βάση τους κανόνες του αστυνομικού ως αφηγηματική γραμμή, με σωστή χρήση των στοιχείων του «σπλάτερ» με το οποίο θα εμπλουτίζει τις σκηνές και θα δηλώνει το είδος και με διαλόγους, σε σωστή κι αραιή δόση όπως τους χρειάζεται ένα σπλάτερ, που θα δηλώνουν κοινωνικό περιεχόμενο.
Η σεναρική τους σύνθεση είναι σύνθεση γνώσης, η ύφανση των στοιχείων που προανέφερα είναι πολύ υπολογισμένη κι εδώ μπαίνει κι ο σκηνοθέτης ΚΡΑΙΓΚ ΖΟΜΠΕΛ, ο οποίος δίνει ζωή, πνοή, αγωνία σε αυτά που περιέχει το σενάριο, το «ντεκουπάρει» αναλόγως και το μοντάζ του τα ολοκληρώνει εξίσου αποτελεσματικά Κυρίως, όμως, βοηθά μέσα από τον τρόπο παιξίματος των ηθοποιών που υιοθετεί, στο να φωτιστεί από πλευράς περιεχομένου το αλληγορικό στοιχείο, το συμβολικό στοιχείο κι όχι ένα άμεσα κοινωνικό, ρεαλιστικό δράμα στο οποίο παρεμβαίνουν οι σπλατεριές, το οποίο και θα χαλούσε το αποτέλεσμα.
Ετσι, μπορεί και φιλοξενεί άνετα τις υπερβολές που αξιώνει το σπλάτερ κι όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ως υπερ-κόσμιοι …Δεν είναι υπερβολές, είναι στοιχεία του είδους.
Η διανομή και πάλι έχει κάνει το θαύμα της με την εισήγηση των διευθυντών διανομής, των casting directors…Στο πρώτο μέρος που είναι περισσότερο ενδιαφέρον επειδή μας βάζει σε κλίμα αινίγματος να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, βλέπουμε εξαιρετικές φυσιογνωμίες που συμβάλουν στην ατμόσφαιρα, βλέπουμε και την ΕΪΜΥ ΜΑΝΤΙΓΚΑΝ σε ένα ρόλο διαφορετικού είδους στο μαγαζί στο Αρκανσο όπου εκβράζονται οι πρώτοι απαχθέντες-θύματα, στο δεύτερο μέρος βλέπουμε την ΧΙΛΑΡΥ ΣΟΥΑΝΚ σε ημι-ταραντινέικο ρόλο να παίζει με δικό της ρεαλιστικό τρόπο τη σπλατεριά κι εκεί που πλακώνεται με την κεντρική ηρωίδα καταλαβαίνεις τι σημαίνει επαγγελματισμός..
Ενδιαφέρουσα κι η φερόμενη ως πρωταγωνίστρια ΜΠΕΤΥ ΤΖΙΛΠΙΝ, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο έχει σκηνοθετηθεί και παίζει το ρόλο με μια αμυδρά υποψία σαν να ήταν ..ζόμπι…
Χοντρικά η υπόθεση έχει να κάνει με απαγωγές ασχέτων ατόμων σε διαφορετικά σημεία της Αμερικής κυρίως ,αφού πρώτα τους ναρκώσουν, εκεί που τους πέτυχαν, είτε σε εστιατόριο είτε σε club είτε στη δουλειά τους, για να τους χρησιμοποιήσουν για ένα πείραμα. Θριλερικό αλλά και κοινωνικό συνάμα. Τόσο το πείραμα όσο και το φιλμ