Γι αυτό το «ΟΜΩΣ..» είναι που θέλω να γράψω και για τα στοιχεία που το συναποτελούν.
Ναι, πράγματι ως ταινία ληστείας δεν έχει τίποτε καινούργιο να μας πει ούτε ως είδος ούτε ως σενάριο.
ΟΜΩΣ.. είναι εξαίρετα γυρισμένο, εξαίρετα φωτισμένο (οι φωτισμοί εντός νυχτερινών πλάνων δίνουν μια άλλη αίσθηση στην ταινία, και μεταφέρονται κι ενίοτε στα εσωτερικά) (δεν είναι ο λόγος βέβαια που θα παρότρυνα θεατή για να φάει δύο ώρες επειδή έχουν ωραίες φωτιστικές πηγές μέσα στα νυχτερινά πλάνα εκτός αν απευθυνόμουν αποκλειστικά σε εκείνους που εξειδικεύονται), εξαίρετα μονταρισμένο ώστε να μας ανεβάζει την αγωνία στο ζενίθ , εκεί που χρειάζεται , και ταυτοχρόνως, να μη χάνει και το χιούμορ, εκείνο το υπολανθάνον στοιχείο κωμωδίας που όρισε ο σκηνοθέτης κι ο μοντέρ το αναδεικνύει και μας γίνονται οικείοι κι οι άνθρωποι- οι ήρωες, οι χαρακτήρες .
Ας μου επιτραπεί εδώ μια Παρένθεση περί της λέξης «ήρωας» κι επειδή διαβάζω πάμπολλες ανοησίες που στον αναγνώστη περνούν ημιμάθεια κι αμορφωσιά περί «ήρωα» κι «αντιήρωα» και διάφορα συναφή. Στη ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ, ΗΡΩΑΣ αποκαλείται ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ, όχι όποιος κάνει ηρωικές πράξεις. Οσο δε για το «αντιήρωας» , που το κοπανάνε όπου βρουν,είναι σαν και την άλλη ανοησία που κάθε τι πολεμικό, όταν θέλουν να το επαινέσουν , το χαρακτηρίζουν «αντιπολεμικό» λες και το αντιπολεμικό» είναι είδος. Για αυτό και στην καθομιλουμένη λέμε ή ακούμε πολλές φορές για κάποιο γεγονός στις Ειδήσεις «Οι ήρωες του δράματος» και φυσικά εννοούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν.
Κλείνει η παρένθεση, προχωράμε
ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ, λοιπόν, περί φωτογραφίας, μοντάζ, συμπαθών ηρώων ως αναγνώριση καλής δουλειάς, θα ήταν στοιχείο για να ξεχωρίσω το φιλμ. Είναι όμως μέσα στο «ΟΜΩΣ». Κι αυτό έχει να κάνει με το ότι περνάς ευχάριστα με το ότι είναι καλά δουλεμένες και οι τρεις ενότητες της ταινίας-ληστείας : Η προετοιμασία, η εκτέλεση, η διαφυγή. Ετσι ώστε η σωστή και βασανιστικά δουλεμένη υπόθεση των τριών ενοτήτων καταλήγει να έχει καλό σενάριο κι ας του λείπει η πρωτοτυπία. Είναι τέλεια δουλεμένες κι οι τρεις ενότητες.
Το «ΟΜΩΣ…» που την ταινία την κάνει πιο οικεία είναι κάτι που ο υπογράφων απεχθάνεται: Ότι βασίζεται σε αληθινό γεγονός.Το ότι βασίζεται σε αληθινή ληστεία που είτε συντάραξε είτε δεν συντάραξε την Αργεντινή, καλλιτεχνικά δεν λέει απολύτως τίποτα. Οι ταινίες με ληστείες τραπεζών η μουσείων που έγραψαν ιστορία στο Σινεμά ΔΕΝ ΒΑΣΙΖΟΝΤΑΝ ΣΕ ΑΛΗΘΙΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ αλλά σε συγγραφείς, σεναριογράφους, με αυξημένη φαντασία. Και σε σκηνοθέτες που ήξεραν τι θέλουν και τι ζητούν από μια ταινία ληστείας. Εδώ, όμως, συμβαίνει κάτι που το θεατή μπορεί να μην τον νοιάζει άμεσα, με ένοιαξε όμως εμένα: Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ!!
Για σπάνια φορά, ο επίλογος μιας ταινίας που βασίζεται σε αληθινό γεγονός , έμοιαζε να γίνεται φινάλε σεναρίου, να έχει δουλευτεί δηλαδή το σενάριο με βάση αυτό τον επίλογο. Στον Επίλογο κατάλαβα πολλά. Και για το χιούμορ της ταινίας και για το σκάλισμα των χαρακτήρων και για την μπρεχτική ρήση περί ίδρυσης και ληστείας μιας Τράπεζας και για το πως βγήκαν έτσι οι χαρακτήρες κι η δομή του σεναρίου κι η κατεύθυνση της σκηνοθεσίας η οποία φυσικά ήταν ανώτερη από το Σενάριο, αν ως Σενάριο δεχτούμε μόνο την κύρια υπόθεση.. Σενάριο για την Σκηνοθεσία ήταν προφανώς το αληθινό γεγονός κι η κατάληξη του.
Η ταινία δεν έχει κανένα χάσμα, κανένα κενό, κι οι ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι, και βασικά εκείνοι που είχαν σεναριακή περιποίηση άρα ρόλους. Αναφέρομαι πρωτίστως στον ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΦΡΑΝΣΕΛΑ, που πραγματικά του έχουν γράψει τρεις -τέσσερις πολύ ωραίες σκηνές μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται συναίσθημα αλλά κι οικογενειακή ζωή κι ανώριμη πατρότητα κλπ κλπ μα και τα «χούγια» του, και στον ΝΤΙΕΓΚΟ ΠΕΡΕΤΙ, τον οποίο περιποιείται ο σκηνοθέτης αξιοποιώντας στο έπακρο την κινηματογραφικότατη μορφή του. Η σκηνοθεσία του ΑΡΙΕΛ ΒΙΝΟΓΚΡΑΝΤ δείχνει γνώση, φαντασία, ικανότητα.