Δεν έχει σχέση με τις γαλλικές κωμωδίες κρεββατοκάμαρας κλπ, είναι όμως μια κωμωδία, μια «κομεντί» , όπως διαιρείται ο γαλλικός όρος στην ελληνική γλώσσα (στη δική μας γλώσσα η «κομεντί» προϋποθέτει κάτι πιό συγκρατημένο και …λεπτεπίλεπτο, η «κωμωδία» κάτι πιο ξεκαρδιστικό ίσως και πιο χοντροκομμένο) που είναι μεν γαλλική παραγωγή αλλά το θέμα της τοποθετείται στην Τυνησία κι η ηρωίδα είναι Τυνήσια, που ζούσε δέκα χρόνια στη Γαλλία.
Κι η ηρωίδα αυτή αποφασίζει να εγκαταλείψει το Παρίσι και τη χαρισάμενη ζωή για να έλθει στον τόπο της και να προσφέρει εκεί τις υπηρεσίες της ως ψυχαναλύτρια..
Όμως, ψυχαναλύτρια στην Τυνησία και μάλιστα σε κάποια μικρότερη πόλη, ούτε καν στην Τύνιδα, την πρωτεύουσα, με όλες τις προκαταλήψεις τόσο για τις γυναίκες, όσο και για την ψυχανάλυση, με το Ισλάμ ολόγυρα κι αυτή με τον παριζιάνικο αέρα και την ελεύθερη , μοναχική προσωπικότητα αλλά κι όλες τις παγίδες, από κοινωνικές, προσωπικές, ακόμα κι αισθηματικές μα κυρίως τυπολατρικές, φοβικές συνάμα και τις γραφειοκρατικές, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως μπορεί να αντλήσει κανείς, υλικό για κωμωδία .Όπως και για δράμα , άλλωστε. Ετσι κι αλλιώς, όπως έχω επανειλημμένως τονίσει κι επισημάνει και το είπα κι αυτές τις μέρες στο δημόσιο βίο όταν ανακοινώθηκε ότι θα ελέγχονται τα πάρτυ στις βίλλες της Μυκόνου για τον κορονοϊό, η κωμωδία δεν είναι παρά η διόγκωση της πραγματικότητας. Και το δράμα από τη διόγκωση θρέφεται αλλά με άλλου τύπου χειρισμό…
Κι η κωμωδία με τη σειρά της, ως είδος, διαθέτει τις διαβαθμίσεις της κι η ελληνική γλώσσα μπορεί και τα συγκεκριμενοποιεί καλύτερα. Αν όχι η ίδια η γλώσσα, αλλά η «απόφαση» των Ελλήνων να μεταχειριζόμαστε για άλλου είδους κωμωδίες τον όρο «κωμωδία» και για διαφορετικού τύπου τον χαρακτηρισμό «κομεντί».
Από το πάρτυ της Μυκόνου μπορείς να εμπνευστείς μια ξέφρενη κωμωδία σαν το «Πάρτυ» του Μπλέηκ Εντουαρντς, από την περίπτωση της Τυνήσιας εκ Παρισίων που έρχεται να εργαστεί ως ψυχαναλύτρια στην τυνησιακή επαρχία, κάτι σαν κι αυτό εδώ το φιλμ
Η διακωμώδηση των καταστάσεων είναι λεπτά διαχειρισμένη, το κοινωνικό κομμάτι δίνει διαρκώς το παρόν, η ηρωίδα εκπροσωπεί μια φιλελεύθερη αντίληψη, ο ρόλος δεν είναι κωμικός, είναι όμως διδαγμένος και γραμμένος ανάλογα ώστε να σηκώνει ανάλαφρη κωμική «σουρντίνα» στο παίξιμο . Η «σουρντίνα» είναι ένας όρος που διδάχτηκα και δανείστηκα από την Μέγιστη «ΑΛΚΗ ΘΡΥΛΟ», έχει μουσική προέλευση, είναι ένα εξάρτημα που βάζουν σε μουσικά όργανα όταν θέλουν να μειώσουν την ένταση, όχι των ντεσιμπέλ αλλά των συναισθημάτων, όταν θέλουν κάτι να απαλύνουν. (όλα αυτά «χοντρικά, ώστε να καταλαβαίνει ο αναγνώστης και να μην του πουλάμε «εξυπνάδες» για …. «σφιχτά κάδρα» που εκείνος δεν θα καταλαβαίνει τίποτα αλλά θα χαιρόμαστε νομίζοντας πως οι έξυπνοι είμαστε εμείς επειδή αντιγράψαμε και κακομεταφράσαμε κι από πάνω, χωρίς να εξηγήσουμε……)
Η «σουρντίνα» λοιπόν περνά από την ηθοποιό αλλά κι από τον ίδιο το ρόλο ώστε περισσότερο να λειτουργεί σε κατάσταση πελαγώματος, που μπορεί να βγάλει και γέλιο ή έστω χιούμορ κι όχι σε δραματική εκδοχή, να τη λιθοβολίσουν ως αιρετική
Η ΜΑΝΕΛ ΛΑΜΠΙΝΤ ,Τυνήσια γεννημένη και μεγαλωμένη στο Παρίσι, που το σκηνοθέτησε και το έγραψε , σε συνεργασία στο σενάριο με την έμπειρη ΜΩΝΤ ΑΜΕΛΙΝ, δείχνει βιωματικό χειρισμό των καταστάσεων αλλά και γνώση του είδους μέσα από το οποίο θέλει να περάσει το θέμα της. Τα επεισόδια μέσα από τα οποία «κτίζεται» η ηρωίδα είναι διασκεδαστικά δοσμένα παρόλο ότι το καθένα κρύβει και το τραύμα του ,αλλά σε όλα υπάρχει το σωστό φρενάρισμα στην κατάλληλη στιγμή ώστε να μην ξεφύγει ποτέ από εκεί που δείχνει ότι θέλησε να ταξιδέψει
Κι εδώ παίρνει ένα ακόμα άριστα ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ, ο Ελληνας μοντέρ του Γαλλικού Σινεμά, βραβευμένος με ΣΕΖΑΡ για το «Μετά τον χωρισμό», ο οποίος της παραδίδει τα φρένα σε αρίστη κατάσταση, σχεδόν αυτόματου πιλότου. Ετσι, το φιλμ δεν χάνει ποτέ τον στόχο του, τη διασκεδαστικότητα του, προπαντός τα όρια του και δεν χάνει και το περιεχόμενο του . Το οποίο περιεχόμενο δεν καταλήγει σε κάποιο κήρυγμα ή σε κάποιο δίδαγμα αλλά στο να είναι μια κωμωδία που να πατά σε κοινωνική βάση. Κι εδώ είναι πάλι σημαίνουσα η συμβολή του Λαμπρινού διότι το μοντάζ του «που δεν φαίνεται» έχει κάνει την ταινία να κυλά σαν νεράκι.
Εξαιρετική η διανομή, ισχύει για όλους τους ρόλους σε σχέση με το τι απαιτείται από τον καθένα, η δε πρωταγωνίστρια ΓΚΟΛΣΙΦΤΕΧ ΦΑΡΑΧΑΝΙ έχει αυτή την ομορφιά του Μαγκρέμπ , της Μεσογειακής Αφρικής και μια απλότητα στην έκθεση των συναισθημάτων που της δίνει επι πλέον εύσημα