Από το γεγονός, έχουν εμπνευστεί δύο ομότιτλες ταινίες. Η μία ήταν του Πολ Γκρίνγκρας η οποία έφτιαχνε κανονικό πολιτικό θρίλερ με τα πριν, τα μετά, τα κατά τη διάρκεια, έφτιαχνε το πορτραίτο του έξαλλου εθνικιστή και την φασιστική του τοποθέτηση, έκανε ένα έργο αγωνίας , πλούσιο σε υπόθεση.
Οι του auter-ισμού το απέκρουσαν.
Προτίμησαν ετούτο. Ως πιο φεστιβαλοειδές.
Μεταξύ των δύο ταινιών , ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ μιλώντας και με κινηματογραφικό ζητούμενο, σύγκριση δεν υπάρχει.
Το τωρινό σίγουρα έχει «αυθεντικότητα» αλλά στερείται μυθοπλασίας. Δεν έχει ίχνος μυθοπλασίας, για να το πούμε πιο συγκεκριμένα.
Ολο το έργο στήνεται μέσα στην κατασκήνωση, επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη παρέα με αφορμή την αγωνιώδη αναζήτηση μιας κοπέλας από την αδελφή της.
Κι αυτό είναι όλο το έργο.
Βεβαίως, και βγάζει την ένταση και την αγωνία της αναζήτησης ενώ γύρω σκορπά ο θάνατος τα τοξικά του.
Όμως, είναι αυτό και τίποτε άλλο.
Επί μιάμιση σχεδόν ώρα ( δεν είναι έργο μεγάλης διάρκειας) βλέπουμε το ίδιο πράγμα. Θέλουμε λίγο ως θεατές να ξεφύγουμε από εκεί, να δούμε γενικότερα τι συνέβη αλλά η ταινία δεν μας το επιτρέπει, μας θέλει εκεί καθηλωμένους, να παρακολουθούμε αυτό και τίποτε άλλο.
Φυσικά κι είναι δικαίωμα της κι έχω τονίσει επανειλημμένως ότι δεν κάνει από ένα έργο να ζητάμε να ήταν κάτι άλλο από εκείνο που το ίδιο θέλησε να είναι.
Όμως…Σε μας όλο αυτό δίνει κάτι; Αυτή η επαναληπτικότητα κι η αέναη ανακύκλωση, προσφέρουν κάτι στην κινηματογραφική μας έξοδο;
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ μιλά για «Σινεμά Βεριτέ», για το «Σινεμά Αλήθεια», κι επειδή υπάρχει κι αυτό το είδος «σινεμά» δεν μπορώ να το αποκλείσω και να μην σταθώ σε αυτό. Όμως, αυτό είναι! Να βιώσουμε δηλαδή την ΑΛΗΘΕΙΑ, εντός ή εκτός εισαγωγικών, μιας κατάστασης. Την αναπαράσταση δηλαδή της Αλήθειας. Τώρα μεταξύ «βεριτέ» κι αναπαράστασης μεσολαβούν κενά αλλά δεν είναι της παρούσης για να τα λύσουμε, δηλαδή από τη στιγμή που μπαίνει το αναπαραστατικό στη μέση, για τι «βεριτέ» μιλάμε;
Διότι δεν παύει να είναι και σινεμά. Και το συγκεκριμένο «βεριτέ» πολύ μας περιορίζει. Και γεωγραφικά κι ανθρωποκεντρικά.
Το όλο εγχείρημα επιτυγχάνεται κι αυτό είναι το κύριο κινηματογραφικό του επίτευγμα με τη δουλειά της κάμερας. Η οποία πιστώνεται στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Βεβαίως κι ο σκηνοθέτης ΕΡΙΚ ΠΟΠ μέσω της κάμερας επέλεξε να πετύχει αυτό που ήθελε αλλά τη δουλειά την ανέλαβε η Φωτογραφία. Ανέλαβε με την κίνηση της και με την αποτύπωση του συγκεκριμένου περιβάλλοντος και με το φυσικό φως να αποδώσει το ζητούμενο. Η υπεράσπιση μιλά και για ταύτιση φιλμικού και πραγματικού χρόνου. Στην έκδοση της «απόφασης» το τελευταίο δεν είναι καθοριστικό διότι με τον Εργοκεντρισμό ως ζητούμενο, δεν μας απασχολεί , τουλάχιστον καθοριστικά, αυτή η λεπτομέρεια. Από τη στιγμή που το έργο στα μάτια μας δείχνει περιορισμένο κι ελλιπές. Πάντως το λαμβάνουμε υπόψη , δεν το αποκρύπτουμε ως στοιχείο, δεν το προσπερνάμε. Αλλά δεν θα πιέσουμε και τους εαυτούς μας σε ένα υποχρεωτικό «μας άρεσε» επειδή έτσι μας είπαν για την ταύτιση φιλμικού και πραγματικού χρόνου.
Το «Ελλιπές», κυρίως από πλευράς μυθοπλασίας κι αφήγησης, μετράει περισσότερο. Μένει η αίσθηση του πανικού στην Κατασκήνωση και το πως μας την μετέδωσε η κάμερα.