Βέβαια, ο λόγος τους είναι ωραία γραμμένος , οι φράσεις είναι κοφτές, παίζουν με την άνω τελεία, μας παρακινούν να μάθουμε για αυτούς και να καταλάβουμε το «δια ταύτα» τους κι επειδή αυτό κάπως καθυστερεί είναι αλήθεια πως κουράζει…Στην Τρίτη πράξη, ας το πούμε έτσι, είναι που παίρνει φωτιά, καθυστερημένα κάπως αλλά εκεί πραγματικά ανεβάζει θερμοκρασίες κι είναι ενδιαφέρον ότι αυτό επιτυγχάνεται ενώ ο διάλογος παραμένει ελλειπτικός. Άρα μέσω της γραφής του διαλόγου επιτεύχθηκε το σασπένς.
Οι τρεις αυτοί φίλοι λοιπόν ενέχονται σε μια μπερδεμένη κατάσταση που μας αφήνει με πολλές υποψίες.
Καταρχάς στο ξεκίνημα και στη γνωριμία των χαρακτήρων έχουμε κοινωνική αναφορά: Είναι τρεις άνεργοι , εδώ και καιρό. Κι ετοιμάζονται να πάνε κάποια εκδρομή ή κάτι τέτοιο, όμως το αυτοκίνητο με το οποίο θα πήγαιναν αυτή την «εκδρομή» χαλάει και περιμένουν την οδική βοήθεια κι αυτή αργεί και ψάχνουν εναλλακτική λύση στο «τέλειο σχέδιο» του τίτλου.
Όλα αυτά τυλίγονται μέσα σε ασάφειες περί του προορισμού, των αιτίων αλλά και όλης αυτής της φιλύποπτης κατάστασης που δείχνει να τους διέπει. Για να οδηγηθεί στο θέμα «φιλία».
Δεν είναι έργο που ξεσηκώνει, δεν είναι έργο που ενθουσιάζει κι έχω την υποψία πως κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και στη Σκηνή.
Στην οθόνη, το μόνο που έχω να του εκτιμήσω είναι ότι ο σκηνοθέτης ΠΟΛΟ ΜΕΝΑΡΓΚΕΘ επιχείρησε να κρατήσει το στοίχημα με το έργο δωματίου, να κάνει το ντεκουπάζ που θα χρειαζόταν προκειμένου να αποκτήσει κινηματογραφικότητα η στατικότητα του περιβάλλοντος, να σπάσει δηλαδή τις σκηνές σε εικόνες με κινηματογραφική αντίληψη κάμερας και βέβαια να του κάνει εκπληκτική δουλειά με την κάμερα ο διευθυντής φωτογραφίας, η φωτογραφία να αναλάβει χρέη συν-σκηνοθεσίας. Επίσης, θα ήθελα να προσθέσω στα θετικά το κομμάτι που λέγεται ΗΧΟΣ κι είναι δύσκολη δουλειά αυτός ο Ηχος,, ο ήχος πλατό, που έχει να δουλέψει με τις φωνές των ηθοποιών , ένας ήχος που «δεν φαίνεται», που αναλαμβάνει να πετύχει τις λεπτομέρειες ενός κλειστού χώρου, ενός μονοσάλονου θεατρικού, ενός περιβάλλοντος κι ενός σκηνικού, τριών ηθοποιών κι όλα αυτά σε συνθήκες μεγάλης οθόνης.
Τα διδάγματα του ΜΑΙΚ ΝΙΚΟΛΣ στο «ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;»» και το πως κρατάς τη θεατρική δομή και την κατατεμαχίζεις έτσι ώστε να γίνει κινηματογραφική, είναι προϊόν μελέτης και διδασκαλίας στις Μεγάλες Πανεπιστημιακές Κινηματογραφικές Σχολές την τελευταία 55ετία.
Μιλάω ως προς τη μετατροπή του θεατρικού. Διότι ως προς τον Ηχο Πλατό και τα επιτεύγματα του είναι πολλά τα έργα για διδασκαλία , ειδικά στο πολύ παλιό σινεμά με κορυφαίο το «ALL ABOUT EVE» όπου εκεί βέβαια δεν είχαμε μονοσάλονο θεατρικό, είχαμε ήχο πλατό με συνύπαρξη πολλών προσώπων, εκεί είχαμε Σκηνοθεσία ΚΑΙ στον Ηχο! Και ΓΙΑ τον Ηχο!! Από τον ΤΖΟΤΖΕΦ Λ.ΜΑΝΚΙΕΒΙΤΣ
Τέλος πάντων, μακρηγόρησα αλλά είμαι οπαδός των παραδειγμάτων.
Υπάρχει το θεατρικό έργο που το μετατρέπεις ριζικά σε κινηματογραφικό, φτιάχνοντας ένα έργο «δράσης» μέσα από το θεατρικό λόγο, ξαναγράφεις τις σκηνές, το ξαναπλάθεις όλο με κινηματογραφική σπουδή κι αντίληψη, το μεταβάλεις σε κινηματογράφο.
Κι υπάρχει κι η άλλη πλευρά περί μεταφοράς θεατρικού έργου στην οθόνη, με κύριο παράδειγμα το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» που ανέφερα προηγουμένως , που πάνω του στηρίχτηκαν στη συνέχεια πολλά έργα, όπου εκεί στόχος είναι η διατήρηση του θεατρικού σκηνικού και των θυμελικών καταστάσεων κι η πρωτοβουλία του κοντινού πλάνου και της κίνησης της κάμερας να το μεταβάλει σε σινεμά, να του δίνει κινηματογραφικότητα.
Σε αυτή την περίπτωση μετρά πολύ περισσότερο το κύριο υλικό, το θεατρικό έργο ως αξία και περιεχόμενο.
Οπότε, για να πετύχεις ανάλογο αποτέλεσμα, δεν φτάνει μόνο να έχεις διδαχτεί τα του Μάικ Νίκολς και των επιγόνων ή μαθητών αλλά πρέπει να έχεις κι ένα έργο ανάλογης δύναμης ώστε όλα αυτά να αποκτούν σημαντικότητα.
Εδώ, υπάρχουν τα επί μέρους επιτεύγματα που ανέφερα πιο πάνω με πρώτιστη τη φωτογραφία και δεύτερο τον ήχο, όμως, δεν γίνονται για να προβάλουν κάτι σημαντικό. Το θεατρικό εργάκι είναι μέτριο κι έχει λογική.. μονόπρακτου, έτσι όπως το βλέπω.
Οι ηθοποιοί είναι κι οι τρεις εξοχοι, με πιο κινηματογραφικό όλων τον ΡΑΟΥΛ ΑΡ΄ΕΒΑΛΟ, τον νεότερο των τριών, ο οποίος δείχνει μεγαλύτερη κινηματογραφική αντίληψη στην ερμηνεία του και στον τρόπο που κινείται και με τον μοντέρ να το έχει αντιληφθεί όλο αυτό και να του προβάλει και τις παύσεις αλλά και τις κινήσεις, κυρίως τη στάση του σώματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άλλοι δύο υστερούν στο μέρος του ο καθένας. Απλώς ο Αρέβαλο έχει κι ένα ακόμα προσόν, τον ίδιο τον ρόλο που του δίνει πιο στέρεα πατήματα, ο χαρακτήρας του είναι πιο ξεκάθαρος, άρα γίνεται και πιο οικείος σε σύγκριση με τους άλλους δύο χαρακτήρες.