Διατυπώνω αυτή την απορία επειδή, για να εκθειάσεις τα επιτεύγματα, πρέπει και να τα εξηγήσεις, σε κάποιον που δεν τα γνωρίζει. Ειδάλλως, ο θεατής θα αρχίσει πάλι να λέει «μα τι του βρήκαν οι κριτικοί;», «δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι», «βαρετό», «αργό αλλά ευτυχώς σύντομο», «γιατί εδώ δεν τους πείραξε το «Ολοκαύτωμα» ενώ σε άλλα έργα μόλις δουν Εβραίο αμέσως μιλούν για προπαγάνδα» κλπ
Μόνο, άμα δει το φιλμ, στα πλαίσια του κινηματογράφου που αντιπροσωπεύει, του σινεμά από το οποίο γεννήθηκε, κι αυτό που αναβιώνει, θα μπορέσει να καταλάβει, ποιες είναι οι κύριες αρετές.
Αν μείνει στενά κολλημένος στην υπόθεση, δεν θα έχει άδικο να ισχυριστεί ότι έχει δει πιο δυνατά έργα με παρόμοιο θέμα. Κι αν σταθεί στο γενικό κινηματογραφικό πλαίσιο πάλι απορημένος θα μείνει.
Αν όμως του πεις δυό πράγματα για τον ανατολικο-ευρωπαικό κινηματογράφο της δεκαετίας ’60, τον κινηματογράφο των χωρών του κομμουνιστικού μπλοκ, που σε εκείνη τη δεκαετία είχαν ξεκινήσει την αμφισβήτηση πάνω σε ένα θέσφατο, την αμφισβήτηση που ξεκίναγε από το καθεστώς και τις παραδεκτές ίσαμε τότε αξίες κι εκδηλωνόταν η αμφισβήτηση στο πεδίο της Τέχνης με μια άλλη έκφραση που γύριζε την πλάτη στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Διότι η δεκαετία του ’60 ήταν η δεύτερη δεκαετία μετά τον πόλεμο για ΟΛΕΣ τις χώρες, είτε είχαν παραμείνει καπιταλιστικές είτε είχαν μετατραπεί σε κομμουνιστικές. Όπως στη Δύση γεννιούνταν νέα ρεύματα, συνέβαινε το ίδιο και στους από εκεί. Στον κινηματογράφο η Πολωνία κι η Τσεχοσλοβακία ήταν κατά βάση οι χώρες που σήκωσαν αυτή την παντιέρα κι εισηγήθηκαν καινούργιους. Πιο χαρακτηριστικές για μένα περιπτώσεις ήταν στη μεν πρώτη ο Αντρέι Βάιντα (που είχε ξεκινήσει από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας με θέματα πιο «ηρωικά» και σιγά σιγά «αποκαλύφθηκε») κι ο Ρομάν Πολάνσκι, αυτός πιο «ειδικά», που με το «μαχαίρι στο νερό» (ή… «Γυμνός πειρασμός» ελληνιστί τότε) άφησε άναυδους με ένα έργο που περιέγραφε μέσα από σιωπές, ημιτελείς καταστάσεις, κι άπειρη ελλειπτικότητα , ένα ερωτικό τρίγωνο. Και στην Τσεχοσλοβακία ήταν ο Μίλος Φόρμαν με εκείνους τους «Ερωτες μιάς ξανθιάς» που σε ανάλογο σκηνοθετικό ύφος, μαυρόασπρης εικόνας κι αφηγηματικής ελλειπτικότητας, είχε άλλα πράγματα να πει. Κι ο Γίρι Μέντζελ που τον συνόδευσε παράλληλα… κι άλλοι… κι άλλοι..
Η «Ida» του Πάβελ Παβλικόφσκι , για να μη μακρηγορήσω περισσότερο, έρχεται από εκείνο τον κινηματογράφο. Η αίσθηση που αφήνει είναι μια επιστροφή σε εκείνες τις κινηματογραφικές ρίζες. Και σαν να ρίχνει, κι από πλευράς περιεχομένου, και τώρα μια ματιά αμφισβήτησης όπου πίσω από τη συγκεκριμένη ιστορία, αποκαλύπτεται μια τεράστια καθολικότητα, για κρυμμένα μυστικά κι ένοχες συνειδήσεις, γύρω από το θέμα των Εβραίων της Πολωνίας και πως στήθηκε εκεί το σκηνικό.
Η υπόθεση τοποθετείται στο 1962, και μας αφήνει αμέσως την αίσθηση ότι ξαναζούμε εκείνο το σινεμά, σαν να βγήκε η «Ida» τότε και να έμεινε κλασική. Σαν να την είχε κάνει ένας νεαρός Μίλος Φόρμαν ή ένας Πολάνσκι ανάστατος εκείνου του καιρού.
Ο Παβλικόφσκι δίνει την εντύπωση ενός εξαιρετικού μαθητή που κουβαλά μέσα του ρίζες από εκείνους τους μεγάλους κι υποσχόμενους ΜΑΥΡΟΑΣΠΡΟΥΣ κινηματογραφικούς καιρούς.
Η «Ida» του (που συν-συγγράφει και σκηνοθετεί) είναι ένα κορίτσι που βγαίνει από Καθολικό ορφανοτροφείο και μόλις τότε πληροφορείται από μια θειά, που είναι κι ο μόνος συγγενής που της απέμεινε, ότι είναι Εβραία, κάτι που δεν γνώριζε κι ότι οι γονείς της σφαγιάστηκαν κι ότι οι τάφοι τους αγνοούνται. Από εκείνη τη στιγμή , οι δυο γυναίκες ξεκινούν ένα οδοιπορικό με προορισμό το χωριό από το οποίο προέρχονται και στις φάσεις της διαδρομής ξετυλίγονται πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, γύρω από την ίδια τη θεία, γύρω από την ίδια τη χώρα του 1962, τα μοτέλ στα οποία σταθμεύουν, τη γνωριμία με ένα νεαρό, την ανακάλυψη της ίδιας της «γυναίκας» από μεριάς ηρωίδας, το μυστικό της θείας, το τι έγινε στο χωριό, τι συνέβη στην οικογένεια, τη σύγκρουση γυναικείας φύσης και καθολικής ανατροφής κλπ, κλπ ως τα καλά κρυμμένα μυστικά των εχθρικών προς τους Εβραίους Πολωνών.
Στο έργο ,επαναλαμβάνω, απόλαυσα την ελλειπτικότητα, τη μαυρόασπρη αισθητική, την ηθοποιία, προπάντων της Αγκάτα Κούλεστζα που παίζει τη θεία, την αναπαράσταση της πολωνικής επαρχίας εκείνης της περιόδου και –δεν θα το κρύψω- και τη σύντομη διάρκεια που δεν ξεπερνούσε τα 80’ κι είναι σημαντικό για να μην αγανακτήσει ο αμύητος θεατής
ΥΓ. Η “Ida” είναι η επίσημη υποβολή της Πολωνίας για τα Οσκαρ κι έχω την περιέργεια και για την Ευρωπαική Ακαδημία λίγο πριν ανακοινώσει τις φετινές υποψηφιότητες της.