Σε μια τσέχικη, ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ παραγωγή, που είναι όπως λένε η πρώτη τσέχικη παραγωγή του NETFLIX, μπορεί να δει ο θεατής την ιστορία της Μπααρόβα, να μάθει για αυτήν αλλά και να δει και το επίπεδο της τσέχικης παραγωγής γενικότερα.
Διότι το έργο, κινηματογραφικά μιλώντας, είναι μια αξιοζήλευτη παραγωγή, με σκηνικά, κοστούμια, χώρους κι αναπαραστάσεις εποχής που δείχνουν το υψηλό επίπεδο των στούντιο ΜΠΑΡΑΝΤΟΦ της Πράγας, τα οποία έχουν παράδοση υψηλών προδιαγραφών και μη ξεχνάμε ότι σε αυτά τα στούντιο πήγαιναν κι οι Αμερικάνοι και γύριζαν ταινίες, πριν ακόμα πέσει το Τείχος του Βερολίνου, όταν ακόμα υπήρχε διαχωρισμός Ανατολικού και Δυτικού Μπλοκ. Ταινίες όπως το «YENTL» της Μπάρμπρα Στρέιζαντ και το «ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ» του Μίλος Φόρμαν έχουν γυριστεί ΕΚΕΙ! Και φυσικά, μετά την Πτώση του Τείχους, τα στούντιο Μπαραντοφ, όπως και τα γερμανικά στούντιο Μπαμπελσμπεργκ, που βρίσκονταν στον Ανατολικό Τομέα του Βερολίνου, ξαναπήραν τα πάνω τους, στα δε Μπάραντοφ, γυρίζονται του κόσμου οι αμερικανικές ταινίες αλλά όχι μόνο αμερικάνικες μα και λοιπές. Διότι όπως μου είχε εξηγήσει η ΡΑΦΑΕΛΑ ΝΤΕ ΛΑΟΥΡΕΝΤΙΙΣ, η κόρη του μπαρμπα Ντίνο, του γίγαντα της παραγωγής ΝΤΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑΟΥΡΕΝΤΙΙΣ η υποδομή τους είναι τρομακτική τόσο σε τεχνικό όσο και σε έμψυχο υλικό. Εξού κι η Οικογένεια Ντε Λαουρέντιις είχαν μεταφέρει τις δραστηριότητες τους εκεί.
Τα λέω όλα αυτά επειδή η ποιότητα της παραγωγής της τσέχικης αυτής ταινίας είναι πόλος έλξης για το ίδιο το φιλμ.
Το οποίο φιλμ, παρακολουθείται με πολύ ενδιαφέρον, όπως όλες αυτές οι βιογραφίες αμφιλεγόμενων προσώπων, πόσο μάλλον εκείνες που διαδραματίζονται σε περιόδους όπου κινηματογραφικά μπορείς να προβάλεις τη γοητεία των καιρών τους.
Η ταινία μας ταξιδεύει στα στούντιο της Πράγας του Μεσοπολέμου, μας πάει στη συνέχεια στα στούντιο Μπάμπελσμπεργκ τη Γερμανίας όπου καλείται η πρωταγωνίστρια για το διεθνές άνοιγμα της, τότε που το Βερολίνο ήταν κέντρο της κινηματογραφικής Ευρώπης και συγχρόνως ζωντανεύουν και το ιστορικό πλαίσιο όπου στην περίπτωση της Μπααρόβα, για αυτό άλλωστε και την έκαναν ταινία, εμπλέκονται Χίτλερ και Γκαίμπελς και για τους αληθινούς κινηματογραφόφιλους κι ο πρωταγωνιστής Γκούσταβ Φρέλιχ , σταρ της προπολεμικής Γερμανίας , που υπήρξε εραστής της πριν εκείνη πέσει στην αγκαλιά του Γκαίμπελς.
Η ταινία λειτουργεί με τους κανόνες του αφηγηματικού μυθιστορήματος κι όχι με τα μέτρα ενός ψυχολογικού δράματος, ψυχολογικής εμβάθυνσης. Με τους όρους δηλαδή της Επιφάνειας κι όχι του Βάθους.
Από πλευράς Επιφάνειας, το έργο είναι σκέτη απόλαυση. Κι ως παραγωγή κι ως δράμα. Ως ερωτική ιστορική δυσκολεύεται να λειτουργήσει για τον απλούστατο λόγο πως όσο και να θέλει, δεν μπορεί να κάνει τον Γκαίμπελς συμπαθητικό χαρακτήρα ώστε να ενδιαφέρει το ερωτικό του, παρα μόνο το κατακτητικό του. Τουλάχιστον με τον τρόπο της συγκεκριμένης μεταχείρισης. Αρα, από πλευράς σεναρίου, το ερωτικό της κομμάτι με τον Γκαίμπελς δεν γίνεται πόλος ερωτικής ταινίας παρά μόνο δραματικής ιστορίας με δυσάρεστα επακόλουθα. Το ότι αφήνει αξεκαθάριστο, όμως, και το ερωτικό ενδιαφέρον της Μπααρόβα για τον Μάστορα της Προπαγάνδας του Χίτλερ, κατά πόσο ήταν έρωτας από τη μεριά της ή καθαρός καιροσκοπισμός, είναι από τα στοιχεία του έργου που τελικά κρατούν την ταινία στην επιφάνεια και ποτέ σε βάθος.
Ως επιφάνεια, όμως, έχει θαυμάσια περιγραφή, σε αυτό που μας δείχνει, σε αυτό που βλέπουμε , και στη δραματική τροπή των γεγονότων, με την ηρωίδα εκτεθειμένη πιά απέναντι στην Ιστορία που άλλαξε, καταφέρνει να δείξει το δραματικό της μέρος, να τη συμπονέσουμε για το διασυρμό της και για τις επιπτώσεις αυτού του διασυρμού στην οικογένεια της αλλά την ίδια ώρα, ταυτοχρόνως δηλαδή, να έχουμε και σώας τας φρένας στο ότι ο Ανθρωπος πληρώνει πάντα τις επιλογές του. Είτε μιλάμε για την Μπααρόβα στην Τσεχοσλοβακία, είτε για την Αρλετύ στη Γαλλία, είτε και για την Παπαδάκη στην Ελλάδα όπου η τελευταία πλήρωσε δυσανάλογο τίμημα.
Με μυθιστορηματικούς, σεναριακούς όρους, ο θεατής την απολαμβάνει την ταινία. Κι έχει και μπόλικο κινηματογραφικό παρασκήνιο και χάρη στην εκπληκτική Σκηνογραφική Διεύθυνση τον κάνει να συναισθανθεί το ιστορικό, γεωγραφικό πλαίσιο που φιλοξενεί την ιστορία. Μεταξύ Πράγας και Βερολίνου. Και με όλη την ξεχωριστή γοητεία εκείνου του κινηματογραφικού παρασκηνίου.
Αντιρρήσεις έχω μόνο για την πρωταγωνίστρια. Η Σλοβάκα ΤΑΤΙΑΝΑ ΠΑΟΥΧΟΦΟΒΑ δεν έχει το εκτόπισμα ώστε να μας μεταφέρει το μέγεθος της Λίντα Μπααρόβα κι αυτού που αντιπροσώπευε. Αντιθέτως, ο ηθοποιός που παίζει τον Γκαίμπελς, ο Αυστριακός ΚΑΡΛ ΜΑΡΚΟΒΙΤΣ, που τον είχαμε δει να πρωταγωνιστεί στους «ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ» του ΣΤΕΦΑΝ ΡΟΥΖΟΒΙΤΣΚΥ που ήταν το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ του 2008 για την ΑΥΣΤΡΙΑ, όπου έπαιζε τον Εβραίο κατάδικο που σαμποτάρει τους Ναζί με πλαστά νομίσματα, και τον είχα προσέξει πολλά χρόνια νωρίτερα, στην παιδική αστυνομική σειρά «Ρεξ» σε κωμικό ρόλο, έπαιξε με αξιοθαύμαστη ισορροπία τον Γκαίμπελς. Μπόρεσε και διαχειρίστηκε τα στοιχεία που του παραδίδει το σενάριο για τον ερωτευμένο Γκαίμπελς αλλά ο ίδιος ποτέ δεν ξεχνά ποιος είναι ο Γκαίμπελς . Και χωρίς να προδίδει το σενάριο , μας τον δίνει απειλητικό ακόμα και τις στιγμές που ο έρωτας τον κάνει ευάλωτο. Και μόνο οι εντελώς αντίθετοι μεταξύ τους ρόλοι που προανέφερα, μαρτυρούν ότι πρόκειται για ηθοποιό αξίας, για αυτό που λέμε ΡΟΛΙΣΤΑΣ. Κυριολεκτικά «ΥΠΟΔΥΕΤΑΙ»- από τη λέξη «Υπόδημα», μπαίνει μέσα στα «παπούτσια», στα μέτρα του ρόλου, και γίνεται ένας με αυτά.