Τα λέω όλα αυτά ως πρόλογο επειδή ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ που βλέπω και κρίνω ταινίες, ασχολούμαι με το έργο κι όχι με τoν auteur.
Κι επειδή η ταινία «ΑΛΥΤΗ» του ΜΙΝΩΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗ είναι έργο ΕΙΔΟΥΣ αλλά βρίσκεται και στο μεταίχμιο του auteur-ισμού. ΚΙ επειδή ο σκηνοθέτης δείχνει γνώστης του είδους κι επειδή καταπιάνεται και με κάτι δύσκολο το οποίο το φέρει εις πέρας σε σημαντικό βαθμό (όχι στο 100 ο/ο και θα εξηγήσω γιατί όχι στο 100 ο/ο) εύχομαι να μην πέσει στην παγίδα αυτών που θα τον πάνε να τον προσεταιριστούν και να τον κατευθύνουν στο σινεμά του auteur, μην κολακευθεί, κι αισθανθεί «ασφαλής» ενώ στην ουσία θα είναι εξαρτώμενος και κάποια ώρα που θα τον βαρεθούν, μετά από δυο -τρία auter-ίστικα, θα του δώσουν μια κλωτσιά και θα τον στείλουν στο απέναντι τέρμα. Όπως το έχουν κάνει με πολλούς.
Την ταινία , και κατεπέκταση τη δουλειά του Νικολακάκη, τη θαύμασα, ναι, τη θαύμασα, στο 70 ο/ο
Καταρχάς ξέρει σενάριο. ‘η Μάλλον, ξέρει αφήγηση. Ξέρει πως ο κεντρικός ήρωας πρέπει να έχει ηλικία πριν αρχίσει το έργο. Όχι σαν κάτι άλλους που δεν μαθαίνουμε ποτέ ποιος ήταν και γιατί πήγε σε ένα μέρος…Οι ανεπαρκείς όμως υμνούν την ανεπάρκεια και βρίσκουν διάφορα κατασκευαστικά επίθετα.
Πάμε στην «Αλυτη».
Ο ήρωας λοιπόν, έχει ηλικία πριν αρχίσει το έργο, όχι όμως τόση όση θα χρειαζόταν ώστε στο δεύτερο μέρος ή και κατά τη διάρκεια, η ηλικία που έχει προηγηθεί του έργου και τον έχει κάνει χαρακτήρα να μπαίνει στην υπόθεση με δικά του πράγματα πιο έντονα. Ωστόσο, τη συστατική του την έχει. Κανένα παράπονο.
Ο ήρωας λοιπόν είναι γιατρός, πηγαίνει στην επαρχία να κάνει το αγροτικό του, σε ένα κεφαλοχώρι στο οποίο σαν να έχει σταματήσει ο Χρόνος κι η ιατρική βρίσκεται στα επίπεδα της εποχής του «Η κυρά μας η μαμμή».
Με το ξεκίνημα, το έργο μας βάζει σε ατμόσφαιρα, σε έργο μυστηρίου, με το που φτάνει ο γιατρός στο χωριό, με ένα ατύχημα που συμβαίνει στο δρόμο κι ως γιατρός, νέος και ιδεαλιστής, ψάχνει να βρεί το θύμα για να το περιποιηθεί αλλά το θύμα, που ήταν κοπέλλα, έχει εξαφανιστεί. Μια προκατάληψη απλώνεται παντού, και για την Ιατρική και για τον ίδιο, και μεταβάλλεται σε φόβο και σε κάτι σαν συνωμοσία της σιωπής, όταν ρωτά για την κοπέλλα. Την οποία ψάχνει και βρίσκει σε ένα σπιτάκι στο δάσος, το οποίο βρίσκεται σε άλλους καιρούς, είναι σαν στοιχειωμένο και το νεαρό όμορφο κορίτσι που δείχνει «αλλούτερο», ζει παράξενη ζωή με ένα ασκητικό, σχεδόν «σπηλαιώδη» υπερήλικα.. Και σιγά σιγά προκύπτει έρωτας με αφετηρία τον ιδεαλισμό του γιατρού αλλά κατεπέκταση με την αφύπνιση των ενστίκτων.
Σκηνοθετικά, ο ΜΙΝΩΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ έχει κάνει θαυμάσια δουλειά, πάνω στο σινεμά των ειδών, στο έργο μυστηρίου, στην ατμόσφαιρα απειλής αλλά και στη ΣΥΝΥΦΑΝΣΗ με το παραμύθι, με τις λαϊκές δοξασίες, με τις λαϊκές αφηγήσεις, για ξωτικά, νεράιδες κλπ…
Ο τρόπος με τον οποίο στήνει την ταινία και μας μπάζει σε όλα αυτά, είναι εξαιρετικός. Δεν έχει χάσμα, δεν έχει καθυστέρηση, κι αυτό που αποδεικνύει σε αυτή την ταινία είναι πως η κατάρτιση του στο σινεμά των ειδών είναι περισσότερο σκηνοθετική και λιγότερο, δυστυχώς για μένα, σεναριακή.
Το σενάριο το έχει στήσει με την ιδιότητα του σκηνοθέτη (υπάρχει και συν-σεναριογράφος που δεν ξέρω σε τι ποσοστό αλλά ως Εργοκεντρικός δεν ενδιαφέρομαι για την παρασκηνιακή ποσόστωση αλλά για το αποτέλεσμα)με τη ματιά του σκηνοθέτη. Οι χρόνοι το, το ντεκουπάζ του , οι ρυθμοί του είναι πρώτης γραμμής, η σχέση με τη διεύθυνση φωτογραφίας (ΘΕΌΔΩΡΟΣ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΣ) άψογη, ο διευθυντής φωτογραφίας του έχει πετύχει υποβλητικότατους φωτισμούς, η σχέση με την ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ εξίσου σπουδαία(ΧΡΥΣΑ ΔΑΠΟΝΤΕ- δύσκολα αλλά πετυχημένα και τα κοστούμια της, δύσκολο το να βρεις πως θα ντύσεις τέτοιους χαρακτήρες και θα του εντάξεις σε ατμόσφαιρα) διότι όλα ξεκινούν από το να βρεις αυτό το δάσος και να στήσεις αυτό το σπιτάκι αλλά και τις αντιθέσεις με το υπόλοιπο κεφαλοχώρι όπου εκείνο φωτίζεται κατά βάση με ημερήσιους φωτισμούς…. Το μοντάζ(ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ) στήνει ταμείο αλληλοβοηθείας με το ντεκουπάζ και το αποτέλεσμα τους είναι αρμονικό, έχει ρυθμό…Συγχρόνως, σκηνοθετικά εναρμονίζει το μυστήριο της ρεαλιστικής ιστορίας με τα στοιχεία των παραμυθιών και των θρύλων κι όλα έχουν πάει κατευχήν.
Επίσης και για τον πρωταγωνιστή ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΑΛΕΙΦΕΡΟΠΟΥΛΟ έχω εύσημα για το πως δίνει συναίσθημα στον ιδεαλισμό του, στο πως μετατρέπεται σε ερωτευμένο νεαρό (έχει σημασία το «νεαρό», σαν να του είναι κάτι πρωτόγνωρο),άντρα , πως παγιδεύεται, και με τι εκφραστικό τρόπο, με τι κινηματογραφικό παίξιμο δηλαδή το προβάλει όλο αυτό. Τον συμπαθούν οι θεατές. Κάνει τον ήρωα ταυτίσιμο .Η κοπέλα , η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΡΑΦΑΕΛΑ ΚΟΝΙΔΗ, έχει την άγρια ομορφιά, με το νεύρο της πετυχαίνει το γήινο ξωτικό, όμως από την άλλη φαίνεται η απειρία της, κυρίως κατά τη στίξη.
Που μπάζει; Στο σενάριο! Οχι, όμως, στο 100 ο/ο- να εξηγούμαστε! Στην απουσία μιας παράλληλης πλοκής, στην ανάπτυξη με κάτι που να κουβαλά ο ήρωας από το παρελθόν του, από το χαρακτήρα του παρόλο ότι υπάρχουν ψήγματα- ας πούμε, στη σχέση με τον αδελφό. Αν μπορούσε να τον έβαζε πιο παρεμβατικά στην ιστορία.. Όπως επίσης, εδώ είναι πιό έντονο, με όλη αυτή τη συνωμοτικότητα της σιωπής του χωριού που έμεινε μάλλον αναξιοποίητη.. Κυρίως σε κάτι που ενώ μας το επισήμανε, δεν μας το ανέπτυξε: Στη σχέση της γριάς , αινιγματικής γειτόνισσας με το νεαρό ένστολο του κάδρου στο τραπεζάκι του σπιτιού της. Αυτά είναι στοιχεία προς σεναριακή επεξεργασία ώστε το έργο να βγει πλουσιότερο σεναριακά χωρίς να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του. Κάποια πράγματα, περισσότερο τα μαντεύουμε ή τα υποπτευόμαστε, παρά τα βλέπουμε.
Κινηματογραφικότατη η μουσική του ΣΩΤΗΡΗ ΔΕΜΠΟΝΟΥ που συνοδεύει υπόγεια .Ο ήχος (ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΥΠΑΣ) είχε καθαρότητα αλλά του έλειψαν οι ήχοι του δάσους ώστε να πυκνώσουν και ηχητικά την ατμόσφαιρα. To μακιγιάζ (ΙΩΑΝΝΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ) παρεμβαίνει διακριτικά, χωρίς να φαίνεται.