Ξεκινώ από αυτή την ταινία, η οποία συμμετείχε στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου κι είναι η επίσημη εκπροσώπηση της ΕΛΒΕΤΙΑΣ στο Διεθνές (πρώην Ξενόγλωσσο) Οσκαρ, όταν κι όποτε δοθούν- ημερομηνία ανακοινωθείσα η 25η Απριλίου 2021 και…βλέπουμε
Αν ήξερα εξ αρχής περί τίνος πρόκειται, θα είχα αποφύγει να το δω. ΕΥΤΥΧΩΣ, έχω τη συνήθεια να αποφεύγω να διαβάζω για τις ταινίες πριν τις δω, πέραν των τυπικών προσόντων (συμμετοχή σε Φεστιβάλ, υποβολή για Οσκαρ, ταμειακή επιτυχία στην πατρίδα τους κλπ). Αποφεύγω, επειδή επιδιώκω όσο γίνεται, την πρωτογενή σχέση με τις ταινίες. Να τις βλέπω, χωρίς να ξέρω προηγουμένως πολλά για αυτές. Σαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ (κατά μαρτυρίαν του Ρίτσαρντ Μπάρτον) πως «δεν διαβάζω ποτέ έργα αν δεν πρόκειται να τα παίξω διότι η προσέγγιση μου είναι ενστικτώδης, όταν διαβάζω επηρεάζομαι κι αν δεν πρόκειται να τα παίξω, αποσυντονίζομαι»
Στη δική μου περίπτωση, αν είχα διαβάσει για το θέμα, μπορεί και να το είχα αποφύγει διότι δεν αντέχω να βλέπω έργα με καρκινοπαθείς και με ανθρώπους σε κατάσταση πρώιμου θανάτου, διότι τα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί και μου δημιουργούν δυσάρεστα κι απωθητικά συναισθήματα. Αν δεν είναι υποχρεωτικός, επαγγελματικός ο λόγος, κοιτάω να τα αποφύγω.
Για το συγκεκριμένο, ευτυχώς που δεν ήξερα, ευτυχώς που δεν το απέφυγα.
Διότι αυτό για το οποίο θα το απέφευγα ήταν αυτό για το οποίο το θαύμασα, το παρακολούθησα, το ευχαριστήθηκα κι ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση στο χειρισμό του θέματος από τις δύο σκηνοθέτες θηλυκού γένους, την ΣΤΕΦΑΝΙ ΤΣΟΥΑΤ και την ΒΕΡΟΝΙΚ ΡΕΫΜΟΝ.
Το δεύτερο στοιχείο για το οποίο άξιζε ο κόπος ήταν για την πρωταγωνίστρια, την γνωστή Γερμανίδα ηθοποιό ΝΙΝΑ XΟΣ, η οποία είναι όντως καλή ηθοποιός.
Την ομορφιά στο έργο τη δίνει η σκηνοθεσία.
Η οποία σκηνοθεσία έχει διαλέξει τρόπο αφήγησης μέσω τέλειου ντεκουπάζ ώστε να τρέχουν όλα γρήγορα, έχει φτιάξει πανέμορφη μοντέρνα ευρωπαϊκή αισθητική πλαισίωσης της ιστορίας, με την κάμερα και την κίνηση της, με τη χρήση των χρωμάτων, με τη φοβερή επιμέλεια σε ντεκόρ τα οποία έχουν να κάνουν με καλαίσθητους ανθρώπους.. Με ανθρώπους της Τέχνης.. Αρα, οι χώροι τους και τα ντεκόρ τους είναι ανάλογα με αυτούς, ακόμα κι όταν βρισκόμαστε σε μποέμικες, ανέμελες καταστάσεις…Σε Γερμανία κι Ελβετία.
Παραλλήλως, το σενάριο έχει τον τρόπο να κινείται πάνω στις σχέσεις κι ας υπάρχει η αρρώστια ενός εκ των βασικών προσώπων, με μόνη τη διαφορά ότι το πρόσωπο που πάσχει είναι και το πιο ανέμελο και την ανεμελιά του την κουβαλά και στην αρρώστια, στον τρόπο αντιμετώπισης, ακόμα κι όταν τα πράγματα αγριεύουν και τα περιθώρια στενεύουν.
Η αδελφή του νοσούντος είναι η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, μία θεατρική συγγραφέας, , η οποία ζει παντρεμένη στην Ελβετία με τον άνδρα της και τα δυο μικρά παιδιά τους κι επιστρέφει μετά από χρόνια στο Βερολίνο όταν χτυπούν τα τύμπανα για την υγεία του αδελφού της. Ο οποίος είναι ηθοποιός του θεάτρου, πετυχημένος, άκρως μποέμ, ομοφυλόφιλος κι εκείνη έρχεται να συνδράμει μια και το θέατρο στο οποίο έπαιζε ο αδελφός θέλει να προχωρήσει χωρίς αυτόν. Ωστόσο στη Γερμανία, στο Βερολίνο, την περιμένουν και δικοί της ανοιχτοί λογαριασμοί, ένας πρώην που είναι και σκηνοθέτης της παράστασης του αδελφού, κι η μητέρα, με καλλιτεχνικό παρελθόν κι αυτή αλλά που σήμερα έχει χάσει τον μπούσουλα γενικώς και στο ρόλο της ξανασυναντάμε την ΜΑΡΘΑ ΚΕΛΕΡ, μια ηθοποιό υπέροχη, που πήγε κάποτε να κάνει μια καλή είσοδο στο σινεμά αλλά δεν είχε ανάλογη εξέλιξη.. Κάποιοι την χαρακτήριζαν «παγερή». Δεν συμμεριζόμουν τη θέση αυτή , όχι ότι δεν ήταν αλλά δεν έβγαζε παγερότητα στους ρόλους. Ωστόσο, έκανε καριέρα και στο θέατρο, έπαιξε στη Γαλλία πολλά χρόνια, στο σινεμά είναι που δεν πολυπροχώρησε παρόλο ότι ξεκινούσε για να γίνει διεθνής πρωταγωνίστρια του Χολυγουντ με Μπίλυ Γουάιλντερ, Σύντνεϋ Πολακ κλπ. Ενπάση περιπτώσει, στο ρόλο της συγκεκριμένης μητέρας , είναι ένα πολύ πρόσθετο στοιχείο.
Η αδελφή λοιπόν θα πάρει τον άρρωστο ανέμελο αδελφό μαζί της στην Ελβετία κι εκεί θα κριθούν σχέσεις μα πάνω από όλα η διαδρομή της ίδιας της ηρωίδας, υπό το συναισθηματικό βάρος της κατάστασης του αδελφού αλλά και σε σχέση με την καλλιτεχνική της πορεία, σε σχέση με τον άνδρα της και τη συζυγική ζωή, μια σχέση πολύ σύνθετη από την οποία δεν λείπουν ούτε η αγάπη ούτε κι η ερωτική επιθυμία, υπάρχει όμως κι αρκετή ασυνεννοησία..
Το ότι οι δύο σκηνοθέτες καταφέρνουν και όλο αυτό το παρουσιάζουν με ένα απίστευτα γοητευτικό τρόπο, χωρίς να αποκρύβουν τίποτε, είναι ό,τι πιο αξιοσημείωτο. Οι καλαίσθητοι φωτισμοί, ο ρυθμός κι ο ευρηματικός τρόπος απεικόνισης των καταστάσεων μέσω των σκηνών, χωρίς να αποστρέφουν το πρόσωπο αλλά και χωρίς να σε φέρνουν σε δυσάρεστη κατάσταση, είναι κάτι στο οποίο θα επιμείνω.
Όπως και στη ΝΙΝΑ XΟΣ, στο πως ερμηνεύει εκφραστικά τα συναισθήματα μπροστά στο φακό, με πλήρη άνεση και με έντονη παρουσία.
Όπως εκπληκτικός είναι κι ο ηθοποιός που παίζει τον αδελφό, ο ΛΑΡΣ ΑΪΝΤΙΝΓΚΕΡ, καλοσπουδαγμένος σύμφωνα με το βιογραφικό του, απρόβλεπτα τα σημεία από τα οποία πιάνει το ρόλο, απρόβλεπτος κι ο τρόπος με τον οποίο ως ηθοποιός τα διαχειρίζεται, και δημιουργεί κάτι εξαιρετικά σύνθετο.