Η μάλλον από Γερμανούς.
Στη σχολή του Μονάχου της μεγάλης κατάρτισης, όπου η έδρα ΠΑΡΑΓΩΓΗ έχει πρώτιστη σημασία στις σπουδές, όπως φυσικά και του ΣΕΝΑΡΙΟΥ, όλα ξεκινούν από την παραγωγή που επέλεξε το βιβλίο του ΦΕΡΝΤΙΝΑΝ ΦΟΝ ΣΙΡΑΧ. Ένα βιβλίο στο οποίος ο επίσης Γερμανός κι επίσης Βαυαρός, όπως κι ο σκηνοθέτης, συγγραφέας, ασχολήθηκε μυθιστορηματικά με μια υπόθεση συνταρακτική.
Ενας μεσόκοπος Ιταλός, ο Φαμπρίτσιο Κολίνι, που ζούσε στη Γερμανία τα τελευταία 35 χρόνια, και δούλευε ως εργάτης, μπήκε μια μέρα στο γραφείο ενός βιομήχανου, πασίγνωστου κι αγαπητότατου στη Γερμανία, με πολλές αγαθοεργίες, και τον δολοφόνησε εν ψυχρώ.
Το έγκλημα θεωρήθηκε τόσο ειδεχθές ώστε κανείς δεν αναλάμβανε την υπεράσπιση του δολοφόνου. Κι επιπλέον, και να ήθελε να την αναλάβει κάποιος, προσέκρουε στον ίδιο το δολοφόνο ο οποίος έχει κλειστεί στο κελί του κι αρνείται πεισματικά να μιλήσει για την ενέργεια του, να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Συνεπώς η Πολιτεία του ορίζει εκείνη συνήγορο.
Προσέξτε τώρα τι σημαίνει δράμα, τι σημαίνει δραματουργία και πως αρχίζει και στήνεται το story και το ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας καταρχάς, και τι εμπόδια θα του βάλει μέχρι να φτάσει στο σκοπό του, τον οποίο οι θεατές ξέρουμε μόνο ως ότι θέλει να σταθεί στο ύψος αυτού που του ανέθεσε η Πολιτεία.
Διότι ο κεντρικός ήρωας του ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΚΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ, όπως θα διαμορφωθεί πιο κάτω κι όπως το ορίζει ο τίτλος , δεν είναι ο Κολίνι, αλλά ο νεαρός δικηγόρος που διορίζεται από την Πολιτεία για την υπεράσπιση.
Προσέξτε χαρακτήρα: Ο νεαρός δικηγόρος είναι Τούρκος στην καταγωγή, που έζησε, μεγάλωσε, γαλουχήθηκε και σπούδασε στη Γερμανία αλλά είναι κι άπειρος. Βέβαια, από το σενάριο μαθαίνουμε ότι υπήρξε κι αριστούχος και μάλιστα ένα μέγας Γερμανός νομομαθής, καθηγητής, κάτι σαν τον Γεωργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη ας πούμε, τον δικό μας, τον είχε κι αγαπημένο φοιτητή κι είχε διαβλέψει τα προσόντα του.
Το σενάριο, από το βιβλίο του συγγραφέα, δεν το αφήνει αυτό το στοιχείο αχρησιμοποίητο αντίθετα, στην ωρίμανση του ήρωα μέσα από την υπόθεση, θα σταθεί κάποια στιγμή κι απέναντι στον καθηγητή του. Κι όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο…Δυστυχώς, τα spoiler , αυτό το «μην πείτε το τέλος» όπως λέγαμε τότε που μιλούσαμε ελληνικά, μπλοκάρει την κριτική στο να εκφραστεί πιο ελεύθερα, στο να αναλύσει και την κορύφωση μιας σύγκρουσης.. Οι θεατές που θα δουν την ταινία και θα ξαναδιαβάσουν την κριτική μετά, θα καταλάβουν ακριβώς τι εννοούσα κι ότι έχω προσπαθήσει να δώσω τα στοιχεία της σεναριακής εξέλιξης και δύναμης, όσο μου επιτρέπεται.
Προχωρώ
Όμως αυτό δεν φτάνει για να γίνει έργο δυνατό. Καθώς ο συγγραφέας και κατ’ επέκταση οι ΤΡΕΙΣ σεναριογράφοι που το μετέτρεψαν σε κινηματογραφικό σενάριο, ερευνώντας τον κεντρικό χαρακτήρα ώστε να του βάλουν εμπόδια και να στηθεί , να δομηθεί, να αναπτυχθεί και να κορυφωθεί το δράμα, του βάζουν ένα πρόσθετο στοιχείο. Το οποίο στοιχείο είναι από εκείνα που δίνουν συγκλονιστικές προεκτάσεις σε μια υπόθεση.
Ο νεαρός δικηγόρος συνδέεται με την οικογένεια του θύματος. Και δεν συνδέεται απλώς. Εχει σχεδόν μεγαλώσει στην έπαυλη τους, ο πλούσιος βιομήχανος, το θύμα, ο φιλάνθρωπος με τις αγαθοεργίες τον είχε πάρει υπό την προστασία του ως «Τουρκάκι» ξέμπαρκο, τον είχε να κάνει παρέα με τα παιδιά του, και μάλιστα με την κόρη του βιομηχάνου -θύματος έχει αναπτυχθεί και ερωτική ιστορία. Κι η οικογένεια , τον δικηγοράκο τον λατρεύει.
Και ξαφνικά αυτός ο νεαρός δικηγοράκος, επειδή τον διόρισε η Πολιτεία, αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τον δολοφόνο του ευεργέτη του.
Το καθήκον από τη μια, η προσωπική σύγκρουση από την άλλη, τα σταδιακά βήματα του πως να το προχωρήσει αλλά υποχρεούται να το πράξει, η στάση των ανθρώπων του σπιτιού του θύματος που εξακολουθούν να τον αγαπούν. Κι η κόρη η οποία είναι κι ωραίος ρόλος και δεν θα πω περισσότερα για αυτήν, την αφήνω για την οθόνη.
Κι ενώ μελετάμε και παρακολουθούμε τα ηθικά διλήμματα αλλά και την ειλημμένη απόφαση του δικηγόρου, προχωρά κι η ιστορία. Και προχωρά διότι την προχωρά κι ο δικηγόρος. Και τα βήματα , με τη βοήθεια μιας κοπέλας που τον έχει συμπαθήσει και τον γλυκοκοιτάζει θα τον οδηγήσουν μέχρι την Ιταλία. Σε ένα χωριό, κοντά στην Πάρμα.. Το οποίο , Βορράς, είχαν καταλάβει οι Γερμανοί, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας του 1943…
Κι εδώ θα σταματήσω διότι το από κει και μετά, είναι για την απόλαυση των θεατών.
Το μόνο που θα πω είναι ότι το σενάριο δεν θα αφήσει κανέναν απείραχτό και δεν θα κλείσει ως ένα δραματικό προσωπικό περιστατικό αλλά ως Ιστορία με το Ιώτα κεφαλαίο, με τα τότε, με τα πριν, με τα μετά, με τις επιπτώσεις…. Και με μια συγκλονιστική συμπεριφορά κι ενέργεια δικαιωμένου χαρακτήρα (για το ρόλο του Κολίνι ο λόγος), που κάνει το δράμα ακόμα πιο βαθύ.
Στην κινηματογραφική του αριστεία θα ξεκινήσω πάλι από τους σεναριογράφους, αυτούς τους τρεις (ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΤΣΥΜΠΕΡΤ, ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΚΟΛΝΤ, ΓΕΝΣ-ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΟΤΤΟ), οι οποίοι μετέτρεψαν σε πράξεις, σε εικόνες, τις σκέψεις των ηρώων του βιβλίου και τις έκαναν με τρόπο απολύτως κινηματογραφικό με σκηνές ζυγισμένες, μετρημένες, με αρχή-μέση-τέλος στην κάθε σκηνή, με εντάσεις κι υφέσεις και διέσεις που να διευκολύνουν τον σκηνοθέτη όταν θα το πάρει στα χέρια του και θα το παραδώσει στη συνέχεια στον μοντέρ και προχωρώ με αυτό τον σκηνοθέτη, ο οποίος με όλα αυτά τα στοιχεία και με διευθυντή φωτογραφίας που να φωτίζει τούς χώρους με τέτοιο τρόπο ώστε να τους κάνει και γοητευτικούς αλλά και ψυχρούς προχωρεί σε αυτό που λέμε «φτιάχνω μια ωραία ταινία». Η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ έχει κάνει επίσης σπουδαία δουλειά στο να μας υποδηλώσει με την επιλογή των χώρων, καταστάσεις και χαρακτήρες κι είναι και πολύ αντιπροσωπευτική του δράματος συγκεκριμένης εποχής, στην Ιταλία…
Στη διανομή πέτυχε διάνα, αφού το ξέρουν πολύ καλά οι καλοσπουδαγμένοι των μεγάλων σχολών, αυτό που πρέσβευε μόνο από ένστικτο στην Ελλάδα ο Δαλιανίδης, περί της σημαντικότητας της διανομής.
Ο νεαρός ΕΛΥΑΣ Μ’ΜΠΑΡΕΚ δίνει στον ήρωα του τα συναισθηματικά στοιχεία του ρόλου αλλά συγχρόνως και τη δικηγορική απόσταση μα και τα διλήμματα που του τα δηλώνει με τις εκφράσεις του, αφού οι σεναριογράφοι τις σκέψεις του βιβλίου του τις πέρασαν σε πράξεις κι από κει να οδηγηθεί στην αφαίρεση ώστε να λέει με το πρόσωπο, λόγια που δεν χρειάζεται , η περιεκτικότητα μας κάνει να τα αντιλαμβανόμαστε..
Ο ΧΑΪΝΕΡ ΛΑΟΥΤΕΡΜΠΑΧ που παίζει τον Καθηγητή είναι ένας θαυμάσιος ηθοποιός, απόστασης και ψυχρότητας, που ακόμα κι όταν φτάνουν οι δυσκολίες για τον χαρακτήρα του, τις εκφράζει με τον ίδιο τρόπο που έπαιξε το ρόλο εξ αρχής… Όταν το δείτε θα καταλάβετε..
Και βέβαια, για το ρόλο του Ιταλού εργάτη, του Φαμπρίτσιο Κολίνι, κάλεσαν τον ΦΡΑΝΚΟ ΝΕΡΟ, ο οποίος ΕΙΝΑΙ αυτό που είναι…Είναι εκφραστικός, είναι σιωπηλός, είναι αινιγματικός, φυσικά και δραματικός, ως άντρας γοητευτικός και στην προχωρημένη ηλικία , κι επί τη ευκαιρία θα ήθελα να πω ότι με την παρουσία του κλέβει εντυπώσεις κι ότι ο ΦΡΑΝΚΟ ΝΕΡΟ είναι μια εξαιρετική περίπτωση ηθοποιού διεθνούς καριέρας, που έχει γίνει και σταρ και δεν είναι και σταρ όπως το εννοούμε, που κάνει μια καριέρα 55 χρόνων, με ποικίλα διαμετρήματα, με συμμετοχή σε διαφόρων λογιών ταινίες, με πάρα πολλές guest εμφανίσεις στο σινεμά των ειδών, όπου αυτό τον έχει εμπλουτίσει τρομακτικά και κάπως έτσι, σε συνδυασμό και με την προσωπική γοητεία , τον έχει καταστήσει περιζήτητο. Δεν έχει σταματήσει να δουλεύει. Πάντα κάπου τον φωνάζουν, με κάτι σε κάποια ενδιαφέρουσα ταινία, ακόμα κι αν δεν είναι πρωταγωνιστικό, θα αφήσει στίγμα. Και τι δεν έχει παίξει. Από Μπουνιουελ μέχρι Ταραντίνο κι ενδιάμεσα όλα τα είδη, σταρ κάποτε των σπαγγέτι. Καλύτερο Φαμπρίτσιο Κολίνι δεν θα μπορούσαν να βρουν.
Μια ταινία που σε γεμίζει, που χαίρεσαι για το ότι έφτασες μέχρι την αίθουσα που την προβάλει.