Κανονικά, ως Εργοκεντρικός οφείλω να παραλείψω και κάτι ακόμα: Ότι πρόκειται για ταινία ντεμπούτο. Θα το λάβω υπόψη αλλά δεν θα σταθώ σε αυτό διότι μέσα στα εργοκεντρικά «πιστεύω» μου είναι ότι η επιείκεια σκοτώνει την Τέχνη. Σε οποιαδήποτε μορφή της.
Για αυτό και θα ασχοληθώ με «ΤΑ ΜΗΛΑ» απευθείας, διότι όταν έρχεται η ώρα να πάμε σινεμά ή να δούμε μια ταινία, ΕΡΓΟ πάμε να δούμε και το έργο πρέπει να είναι ΕΡΓΟ. Είτε πρόκειται για το πρώτο ενός σκηνοθέτη είτε για το…πολλοστό. Κι αν το έργο δεν λέει, καμία επιείκεια αυτού του κόσμου δεν μπορεί να το σώσει.
Με «ΤΑ ΜΗΛΑ» λοιπόν συμβαίνει κάτι σοβαρό. Ενώ, εν πρώτοις μπορείς να του βρεις «παθογένειες», σκέψου μήπως και δεν είναι παθογένειες. Πρέπει κι εσύ που θα το δεις να αφεθείς λίγο στο έργο και να το αφήσεις να σε πάει. Κι αν δεν πας με προκατάληψη, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, είτε θετική απέναντι σε κάποιους που τους στηρίζει ένα «κύκλωμα», είτε αρνητική για εκείνους που ξεκίνησαν να κάνουν έργα χωρίς να ζητήσουν την έγκριση κάποιων, τότε το έργο θα σε οδηγήσει, έχει να σου πει κι έχει και τον τρόπο να σε γοητεύσει.
Στην Αθήνα έχει πέσει μια επιδημία παράξενη όπου οι άνθρωποι που προσβάλλονται, χάνουν τη μνήμη τους. Δεν ξέρουν ποιοι είναι. Δεν θυμούνται το όνομα τους, δεν θυμούνται συγγενείς αλλά και κάποιους από αυτούς δεν τους θυμούνται ούτε οι συγγενείς, άρα καθ’ οδόν καταλαβαίνουμε ή ΥΠΟΨΙΑΖΟΜΑΣΤΕ (είναι και το πιο σωστό) ότι πιθανόν κι εκείνοι να έχουν χάσει τη μνήμη τους.
Αυτά μας τα δίνει το έργο, δεν χρειάζεται να διαβάσουμε το δελτίο Τύπου ώστε να το καταλάβουμε.
Ενας τέτοιος άνθρωπος είναι κι ο ήρωας της ταινίας που τον υποδύεται ο ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ στον οποίο η ταινία οφείλει πολλά και το ξέρει πρώτος ο σκηνοθέτης ο οποίος του έχει αξιοποιήσει το εκφραστικό μέρος το οποίο είναι κι αυτό που θα σηκώσει το μεγαλύτερο μέρος, το μεγαλύτερο βάρος της ταινίας.
Ο ήρωας βρίσκεται σε ένα νοσοκομειακό, τον πάνε για εξετάσεις, καλά δείχνει στην υγεία του κατά τα άλλα, κι η διάγνωση είναι μόνο ΑΜΝΗΣΙΑ.
Στο Ιδρυμα που τον πάνε, βρίσκονται κι άλλοι άνθρωποι με τα ίδια συμπτώματα κι οι ιθύνοντες του Ιδρύματος επιχειρούν να τους φτιάξουν μνήμες.
Εξυφαίνεται και κάποιο μυστήριο στην όλη κατάσταση με το ρόλο του Ιδρύματος αλλά το μυστήριο είναι το ίδιο το ανθρώπινο μυαλό που.. γονάτισε.
Κι ο ήρωας ξεκινά μια περιπλάνηση, μια περιπλάνηση μυαλού για το ποιος είναι , είτε μέσω κάποιων ασκήσεων στις οποίες τον βάζουν οι άνθρωποι του Ιδρύματος, είτε με τη βοήθεια μιας κοπέλας που είναι ομοιοπαθούσα, κυρίως όμως με τον εαυτό του, όπου τα ΜΗΛΑ του τίτλου, τα οποία μας τα δηλώνει εξ αρχής αλλά μας τα βάζει και σταδιακά στην υπόθεση, είναι η αναφορά του στην αναζήτηση της μνήμης. Κυρίως, μετά την πληροφορία ότι τα μήλα , πέρα από το ότι του αρέσουν και τα αποζητά, άρα μπορεί να υπάρχει και κάποιος πρόσθετος λόγος, είναι κι ένα φρούτο που βοηθά τη μνήμη. Σύμφωνα με το σενάριο.. Μπορεί να είναι και επιστημονικό, δεν το γνωρίζω, για τα βερίκοκα ήξερα κάτι τέτοιο αλλά έχει γούστο να καθίσουμε να ασχοληθούμε με το αν είναι κι επιστημονικά τεκμηριωμένο αυτό για τα μήλα. Ετσι κι αλλιώς, δεν είναι επιστημονικό το ζητούμενο….
Η ταινία έχει στηθεί με πολύ όμορφο τρόπο. Και θα έλεγα ότι η κύρια αρετή της, μαζί με τον ΣΕΡΒΕΤΑΛΗ φυσικά, είναι η σκηνοθεσία της.
Τι εννοούμε Σκηνοθεσία;
Ότι ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΙΚΟΥ της έχει φτιάξει ένα στυλ, το οποίο στυλ, μαζί με το υπαγορευμένο σεναριακά σκηνικό που σε βάζει σε κλίμα, έχει και καλή, αποτελεσματική εισήγηση χρώματος, με αποτέλεσμα οι χώροι να στήνουν μια ατμόσφαιρα αλλά αυτό δεν θα ίσχυε αν δεν υπήρχε κι ο ρυθμός. Ο κινηματογραφικός ρυθμός των περιπλανήσεων του ήρωα επιβάλλεται στον θεατή, τον γοητεύει, υπάρχει ένα μοντάζ εσωτερικού ρυθμού (ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ), ένα μοντάζ που δεν φαίνεται και με το οποίο οργανώνεται η ταινία. Κι η μουσική του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ακολουθεί αυτό το μοντάζ και κάνει απαλό τον ήχο της ταινίας.
Μένει το σενάριο.
Εδώ, ως φαίνεται, πάντα θα υπάρχει ένα θέμα, το ότι είναι κάτι που οι σκηνοθέτες μας στις σχολές δεν το διδάσκονται εξαντλητικά, εξονυχιστικά. Ωστόσο, δεν είναι «ΤΑ ΜΗΛΑ» από τις ακραιφνείς εκείνες περιπτώσεις απουσίας του σεναρίου. Όχι! Διότι σενάριο υπάρχει αλλά με συγκεκριμένη χρηστικότητα και λειτουργία. Να φτιάξει σκηνές περιπλάνησης μυαλού σε ρεαλιστικό ντεκόρ. Καθώς επίσης και κάποιες που άπτονται της φαντασίας κι έχουν να κάνουν με τις ιδρυματικές ασκήσεις κι αυτές σεναριακά είναι λιγότερο πετυχημένες διότι εξάπτουν μεν την περιέργεια αλλά δεν επεξηγούν και το γιατί έχουν βαρύτητα (οι σκηνές με τα σκάφανδρα, ας πούμε).
Και βέβαια η σεναριακή ελλειπτικότητα στο φινάλε, μαρτυρά μικρομηκάδικη επιρροή παρόλο ότι ο πρόθυμος θεατής, δεν μένει με καμία απορία για το τι συμβαίνει στο φινάλε στον ήρωα , αν και τον αφήνει ξεκρέμαστο στο γιατί το παρακολούθησε όλο αυτό. Το πρόβλημα δεν είναι να άλλαζε θέση απέναντι στον ήρωα το φινάλε αλλά να υπήρχε σεναριακή επεξεργασία στο προηγούμενο , να υπήρχαν πιο έντονες σκηνές αναζήτησης και οπωσδήποτε κάποιων παράλληλων καταστάσεων ώστε το φινάλε , χωρίς να αλλάξει θέση, να δείχνει πιο εμπλουτισμένο, να δείχνει φινάλε ταινίας μεγάλου μήκους κι όχι μικρού.
Ωστόσο, αν και σεναριάκιας ο υποφαινόμενος, δεν θα καταδίκαζα την ταινία επ ουδενί. Άλλο η έλλειψη κι άλλο η ανεπάρκεια.
Η ταινία διαθέτει σεναριακή γραμμή στην οποία βαδίζει ο σκηνοθέτης εξού και μπορεί και φτιάχνει μια ταινία που δεν σε αφήνει αδιάφορο για τον ήρωα της κι έχει γοητεία η παρακολούθηση.
Σαφώς κι είναι ταινία που έρχεται από το φεστιβαλικό σινεμά κι όχι από το σινεμά της αίθουσας.
Αυτός είναι ένας διαχωρισμός που οφείλει να τον γνωρίζει ο θεατής όταν θα πάει στην αίθουσα ώστε να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις και το ..άλλο ήθελα να δω…ή άλλο νόμιζα ότι θα δώ..κι άλλο, τελικά είδα.