Η «ΓΙΟΡΟΝΑ» του πρωτότυπου ισπανόφωνου τίτλου, είναι ένας λατινοαμερικάνικος θρύλος, με εκκίνηση από το Μεξικό αλλά απλώνεται σε όλη τη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα, κυρίως στους ιθαγενείς πληθυσμούς, κι αφορά σε μια μάνα που θρηνεί τα παιδιά της. Σε μια από τις παραλλαγές αυτού του μύθου γίνεται και ξωτικό ή και φάντασμα που ντυμένη στα λευκά εμφανίζεται τις νύχτες και τρομάζει.. Κι οι ερμηνείες παραλλαγής του θρύλου δίνουν και παίρνουν.
Συνεχίζω με τα κατατοπιστικά στοιχεία διότι χωρίς αυτά μπορεί ο μη Λατινοαμερικάνος θεατής να μη καταλάβει και πολλά, να μην επικοινωνήσει με το έργο . ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Αυτό βέβαια δεν είναι πολύ τιμητικό για μια ταινία όταν για να την κατανοήσει κάποιος πρέπει να καταφύγει στις εγκυκλοπαίδειες, έντυπες ή και διαδικτυακές, όταν η ταινία δεν του δίνει όλα εκείνα τα στοιχεία, τα «κλειδιά» που λέμε, που χρειάζεται ώστε το έργο να λειτουργήσει αυτόνομα. Η ταινία ανταποκρίνεται σε αυτό αλλά όχι καθ’ ολοκληρίαν. ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ.
Με βάση, λοιπόν, τον εν λόγω θρύλο, έχουμε ένα φιλμ το οποίο περιεκτικά φιλοδοξεί να πιάσει παλμό στον «μαγικό ρεαλισμό» της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας κι από και πέρα να συνθέσει στοιχεία που απαρτίζουν τον μαγικό αυτό ρεαλισμό και να φτιάξει ένα αντιπροσωπευτικό έργο της παράδοσης.
Τα στοιχεία αυτά είναι κι η ποίηση κι ο τρόμος και το γκροτέσκο εφόσον μιλάμε για υπέρβαση καθώς και το ρεαλιστικό, στη συγκεκριμένη περίπτωση το πολιτικό στοιχείο..
Με όλα αυτά τα στοιχεία του «μαγικού ρεαλισμού» επιχειρεί ο Χάυρο Μπουσταμάντε με τον συνεργάτη του στο σενάριο ΛΙΣΑΝΤΡΟ ΣΑΝΤΣΕΖ να αφηγηθεί σεναριακά κι οπτικο-κινηματογραφικά την ιστορία του. Διότι η έμπνευση που αντλείται συνταιριάζει το θρύλο της Γιορόνα με ένα συγκλονιστικό, περιστατικό της Ιστορίας της Γουατεμάλα, που δεν είναι και τόσο παλιό, στη δεκαετία 80 συνέβη, όταν ο Δικτάτορας της χώρας ξεκίνησε επιχείρηση αφανισμού του πληθυσμού των ιθαγενών, των Μάγυα.
Στο σενάριο, ο εν λόγω Δικτάτορας υποδηλώνεται αλλά δεν κατονομάζεται…Είναι κι αυτό στα πλαίσια της παρείσφρησης του στοιχείου του παραμυθιού στην ιστορία και στην ταινία.
Ο Δικτάτορας του σεναρίου δεν δηλώνεται επακριβ’ως κι ονομαστικώς όπως είπαμε αλλά είναι ένας πρώην τύραννος που τώρα στη δύση του και με επισφαλή υγεία κι έχοντας δίπλα του μια πιστή σύζυγο , δέχεται «επίθεση» από ζωντανούς εφιάλτες με μια γυναίκα που ως φάντασμα έρχεται να πάρει εκδίκηση και να δώσει τιμωρία.
Η ταινία κερδίζει στον τελικό ως σύνολο, χάνει όμως κάποιες στιγμές , στα επιμέρους: Στη συνύφανση των στοιχείων που συνθέτουν αυτόν τον μαγικό ρεαλισμό. Και το χάνει ενίοτε επειδή καθοδόν δίνει υποσχέσεις ότι θα τα συμπεριλάβει με αποτέλεσμα κάποιοι θεατές και δικαίως, περιμένουν να δουν μια εξέλιξη αλά ταινία τρόμου. Κάποιοι άλλοι έχουν κατά νου τις ταινίες του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο και πως μεταβάλει σε παραμύθι το πολιτικό με τη συνδρομή της τέχνης του γκροτέσκο αλλά ούτε αυτό ολοκληρώνεται.. Από όλη αυτή τη σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων κερδισμένο βγαίνει το πολιτικό διότι είναι αυτό με την πιο ξεκάθαρη και την πιο δικαιολογημένη έμφαση. Και τελικώς «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ» καταλήγει ως πολιτικό φιλμ, με τα υπόλοιπα στοιχεία να ήταν απλώς οι γαρνιτούρες της.
Γι αυτό και δήλωσα εξ αρχής ότι στον τελικό, το κερδίζει. Ως μια πολιτική ταινία που κάνει την επίθεση της μέσω ενός «ξωτικού», μιας γυναικείας παρουσίας ντυμένης στα κατάλευκα που έρχεται να διαταράξει την ένοχη συνείδηση ενός τύραννου.
Από καθαρώς κινηματογραφική άποψη, τα δύο ατού με τα οποία κάνει το κινηματογραφικό παιχνίδι του ο σκηνοθέτης είναι η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ κι ο ΗΧΟΣ. Η Φωτογραφία, παρά τη διαρκή «σκοτεινιά» της πετυχαίνει απολύτως την ατμόσφαιρα κι ο Ηχος με τις συνθέσεις του, όλο αυτό το επιτείνει.. Ο, τιδήποτε ακούγεται είναι σοφά επιλεγμένο και ικανότατα αποδομένο. Είναι τα δύο στοιχεία με τα οποία η ταινία κερδίζει κινηματογραφικά, είναι όμως και δύο στοιχεία που λόγω της ιδιαίτερης απόδοσης κι επίδοσης μπορεί να γεννήσουν και προσμονές ή προδιαθέσεις προς μια διαφορετική κατεύθυνση… Κι οι προσμονές , όταν δεν επαληθεύονται, οδηγούν κάποιες φορές στην απογοήτευση.. Μόνο όταν αποδεχτείς το καθαρώς πολιτικό κομμάτι του έργου ως ταυτότητα του, τότε μπορείς να αναγνωρίσεις θετικότατα τη συμβολή των δυο αυτών στοιχείων, Φωτογραφίας και Ηχου δηλαδή, κι αντί , τότε, να απογοητευθείς θα σαγηνευτείς.