Ας πούμε, γύρω από το γουέστερν..Κι όμως, μια μελέτη του παραδοσιακού γουέστερν (όχι του «σπαγγέτι» που πήρε διαστάσεις κανονικού του είδους, στο μυαλό αρκετών) αποδεικνύει ότι αυτή είναι μια ταινία της σχολής εκείνης, με τον έλεγχο της δράσης, την παρουσία του τοπίου και του περιβάλλοντος, τις σχέσεις των ατόμων όπως προσδιορίζονται και διαποτίζονται από το είδος.
Ένα τέτοιο είναι το « ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΝΕΑ» αλλά φταίει το ότι έχουμε ξεκόψει..
«Ασυνήθιστο» το κάνει κι ο ήρωας. Ο οποίος είναι ένας ντελάλης. Ενας άνθρωπος , στη λήξη του αμερικανικού εμφυλίου που «οργώνει» τη χώρα λέγοντας τις ειδήσεις.. Μεταφέροντας τα νέα από μέρος σε μέρος. Και σε μια από αυτές τις περιοδείες, θα βρει ένα κοριτσάκι που έχει χάσει τους γονείς του και με τα πολλά θα αναλάβει να το επιστρέψει στη θεία του, η οποία είναι ο μόνος συγγενής που το παιδί αυτό έχει, το οποίο έχει γλυτώσει από μια σφαγή. Και το οποίο δεν ξέρει άλλη γλώσσα παρά μόνο μια συγκεκριμένη διάλεκτο..
«Ασυνήθιστος» είναι κι ο πρωταγωνιστής, ο ερμηνευτής του ήρωα, ο ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ. Ο οποίος, ως ηθοποιός ιδιοσυγκρασίας, μεταφυτεύεται άριστα στο είδος, χωρίς να χάνει την «περσόνα» του…Κι εδώ θέλω να διευκρινίσω κάτι περί ιδιοσυγκρασίας ερμηνευτικής. Όταν ένας ηθοποιός έχει μια συγκεκριμένη που καταλήγει να γίνεται περσόνα, δεν του βάζεις περιορισμούς άλλου τύπου. Αυτό που παρακολουθείς είναι πως μπορεί και μεταλλάσσει την περσόνα του από είδος σε είδος.. Κι αυτό δεν σημαίνει τυποποίηση. Άλλο είναι το παίζω μόνο ένα πράγμα κι άλλο το ακολουθώ την ιδιοσυγκρασία μου την ερμηνευτική. Ο Τομ Χανκς έχει περάσει τη δική του περσόνα από πολλά είδη, τον παρακολουθούμε από είδος σε είδος, τον έχουμε δει σε κωμωδίες, σε δράματα, σε κατασκοπικά, σε περιπέτειες, στο γκανγκστερικό είδος, στο πολεμικό είδος, τώρα τον βλέπουμε και στο γουέστερν. Στην περίπτωση του Τομ Χανκς, κι άλλων τέτοιων που έχουν να κάνουν με ιδιοσυγκρασία, αυτό που παρατηρείς είναι πως παίζει τέλεια αυτή την ιδιοσυγκρασία από είδος σε είδος, με τους κανόνες του εκάστοτε είδους κι εκεί φαίνεται η αξία του. Είναι λάθος να πιστεύουν κάποιοι ότι αν τον δουν σε ρόλο κακού θα καταλάβουν αν μπορεί να παίξει «κι άλλα πράγματα». Αυτό είναι ΛΑΘΟΣ διότι ένα ηθοποιό ιδιοσυγκρασίας, αν πάς βίαια να τον «αλλάξεις», το μόνο που καταφέρνεις είναι να του περιορίσεις τα εκφραστικά μέσα. Για ποιο λόγο να κάνεις κάτι τέτοιο; Σε τι θα ωφελήσει; Και ποιόν; Τα εκφραστικά μέσα του Τομ Χανκς ξεκινούν από αυτή την ιδιοσυγκρασία. Κι αυτό ισχύει για πολλούς ηθοποιούς.
«Ασυνήθιστος» κι ο σκηνοθέτης κι ασυνήθιστη κι η σκηνοθεσία του , για αυτό που μας έχει μάθει, ή έχουμε μάθει να περιμένουμε από αυτόν. Ο ΠΟΛ ΓΚΡΗΝΓΚΡΑΣ. Ιδεώδης στις περιπέτειες, εδώ περνάει στο γουέστερν κι αντί να σκηνοθετήσει κάτι ανάλογο με τους «Μπορν» ή την «Πτήση 93» , κάνει τη σχολη Τζον Φορντ, ένα γουέστερν ελεγχόμενης δράσης, απόλυτης περιπλάνησης, ένα «road movie» του είδους που λέγεται γουέστερν.
Διότι το έργο είναι μία διαρκής περιπλάνηση με την άμαξα, του Τομ Χανκς και του μικρού κοριτσιού μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους κι η διαδρομή τους έχει να κάνει τόσο με αυτά που συναντούν όσο και με τη δική τους σχέση που κτίζεται, καρκινοβατεί, ενδυναμώνεται. Ναι, από την ‘αποψη του story, μπορεί να μην υπάρχει η μεγάλη πρωτοτυπία, και να καταλήγει σε κάτι που περιμένουμε ότι θα συμβεί, όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που όλο αυτό γίνεται.
Το ενδιαφέρον είναι κινηματογραφικό, είναι πως ο Γκρήνγκρας το κάνει με μεγάλη κινηματογραφική υποστήριξη. Καταρχάς, με τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Μεγαλειώδης. Πολωνό πήρε. Τον ΝΤΑΡΙΟΥΣ ΒΟΛΣΚΙ. Τι μεγαλειώδη πλάνα είναι αυτά, τι υποστήριξη κάμερας, τι καταγραφή φυσικού φωτός, μέρας και νύχτας που να συνδυάζεται με ατμόσφαιρα. Τι απεραντοσύνη που δείχνει με τα γενικά του.
Προχωράμε στο μοντάζ. Στον ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΟΛΝΤΕΝΜΠΕΡΓΚ που είχε πάρει το ΟΣΚΑΡ για το «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΡΓΟ». Εδώ δεν κάνει καταιγιστικό μοντάζ. Εδώ ακολουθεί ροή και ρυθμό , το ρυθμό των πλάνων της κάμερας…Και βεβαίως είναι αυτός που έχει επωμιστεί τον «έλεγχο της δράσης» που ο σκηνοθέτης ποντάρει.
Επίσης, η μουσική του ΤΖΕΗΜΣ ΝΙΟΥΤΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ. Μια μουσική φτιαγμένη για να ακολουθεί την άμαξα και τα πλάνα που την αναδεικνύουν. Και να της βάζει κι επίλογο, με εντελώς άλλη χρήση του «δοξαστικού».
Και βέβαια, ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ, με τους συνεργάτες του στο ρεπεράζ, στην ανεύρεση χώρων, έχουν οργώσει πολλές περιοχές, για να δώσουν στο κοινό αυτό το ταξίδι αλλά και να συντονίσουν τις φυσικές περιοχές με τα όποια εσωτερικά ντεκόρ υποχρεούνται από το σενάριο να στήσουν.
Σε ερμηνευτική νίκη, με την έννοια του ξεχωριστού, καταλήγει με το κοριτσάκι, την ΕΛΕΝΑ ΖΕΝΓΚΕΛ, η οποία έχει την εκφραστικη δύναμη αλλά και το παιδικό νεύρο να αποδώσει τα συναισθήματα και το πείσμα, τα οποία από το σενάριο δεν προβλέπονται με ατάκες, μια κι ο ρόλος είναι τέτοιος, με λίγες λέξεις σε ακατάληπτη γλώσσα.
Μια ταινία που μας επιστρέφει σε ευγενείς μέρες κι εποχές του κινηματογράφου, εξού και…. «ασυνήθιστη»