Από την άλλη, «αφοπλίζει» τους αναπόφευκτους επικριτές, παίζοντας με ένα τρόπο, πονηρό και «χιτσκοκικό», αυτό που λένε «κλείνει το μάτι» με το νου προς τα εκεί που τις έχει επιφυλάξει το σενάριο την ολοκλήρωση και το φινάλε. Ωστε μπας κι αντιληφθούν και μέσα από το παίξιμο της τι είδους έργο παρακολουθούν…
Βεβαίως και δεν πρόκειται για έργο «βάθους» σε σχέση με αυτό που της επιφυλάσσει το σενάριο, πρόκειται για ένα ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟ, ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, κι η ΡΟΖΑΜΟΥΝΤ ΠΑΫΚ παίζει την ηρωίδα της με χάρη κομεντιέν αν και τα αλα Εληνορ Πάρκερ χαρακτηριστικά της είναι κάπως σκληρά και δεν έχουν την γλυκύτητα του μοντέλου καταγωγής της, της Πάρκερ, ωστόσο ο πρωταγωνιστικός της αέρας μπορεί και της εξασφαλίζει την υπέρβαση. Κι έτσι παίζει μια αποκρουστική εγκληματική ηρωίδα με ένα τρόπο και μία χάρη που σίγουρα δεν την κάνουν συμπαθή στο κοινό, τουλάχιστον κατά το πρώτο ήμισυ, όμως της εξασφαλίζουν, ή μάλλον η ίδια εξασφαλίζει στην ταινία, τη γοητεια και η χάρη της παρακολούθησης.
Διότι το σενάριο, στα ψυχαγωγικά του πλαίσια, έχει πολύ καλά αφομοιωμένους τους κανόνες της αστυνομικής πλοκής αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό και της φάρσας, οπότε όταν γίνονται οι ανατροπές, το στοιχείο της φάρσας βοηθά στην περιπλοκή της κι η Πάυκ ανταποκρίνεται σε αυτό, με τη συνδρομή και της σκηνοθεσίας η οποία σε χρώματα, κυρίως στα ρούχα, έχει ακολουθήσει, αν όχι υιοθετήσει, την αισθητική Ράιαν Μέρφυ….
Το θέμα είναι στο δεύτερο ήμισυ, από τη στιγμή της ανατροπής η ποοία έρχεται σταδιακά με απίθανα σεναριακά «εμπόδια»,. ΚΙ είναι ενδιαφέρον για όποιον μελετά σενάρια και τα είδη, το πως μια αντιπαθή ηρωίδα σιγά σιγά τη μεταβάλεις σε θετική. Όχι απολύτως θετική αλλά ότι ..υπάρχουν και χειρότερα. Κι εκεί ο θεατής, κάπως, καθώς ψυχαγωγείται, βάζει και τη σκέψη του σε λειτουργία.
Το θέμα, λοιπόν, στο δεύτερο ήμισυ, είναι ότι καθώς ισχυροποιούνται τα εμπόδια κι η αρνητική ηρωίδα αντιμετωπίζει κι αυτή τους κινδύνους της, ξεπέφτουμε και στο μη πιστευτό. Πέραν των κανόνων της φάρσας. Γίνεται αρκετά….Ράιαν Μέρφυ. Και γίνεται τέτοιο και στσο θέμα της εποχικής προσέγγισης περί απελευθερωμένης από δεσμά και τα ταμπού γυναίκας .. Καλά, το τελευταίο θα το δούμε ως σημάδι της εποχής κι όχι ως κάτι βαθύτερο…
Κι ενώ αρχικά μπορείς να θεωρήσεις το σενάριο ως να ανήκει στη σχολή «Ghost», όχι από πλευράς μεταφυσικής και φαντάσματος, αλλά από πλευράς μείξης ειδών, με κυρίαρχα το αστυνομικό και δευτερευόντως το κωμικό, τα μη λογικά στοιχεία κι η απουσία φαντασίας ώστε τα συμβαίνοντα να ενταχθούν στη λογική του έργου «φαντασίας», το κατεβάζουν αισθητά. Το έργο παραμένει επιδέξιο στη συνύπαρξη ειδών, όμως ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης ΤΖ.ΜΠΛΕΗΚΣΟΝ, είναι παιδί του σινεμά της εποχής που ενδιαφέρεται περισσότερο να συναρπάζει παρά να γίνεται πιστευτό. Δείχνει όμως ότι ξέρει τα είδη και ξέρει , επίσης, ότι πρέπει και να ολοκληρώσει κι ότι τα έργα, ακόμα κι όταν υπερβάλλουν, πρέπει να διαθέτουν κάθαρση. Και την κάθαρση την έχει φροντίσει ως γνώστης.
Τώρα, τι είναι η υπόθεση;
Μια ιδιότυπη νοσηλεύτρια που φροντίζει ηλικιωμένους, όχι όμως άμεσα ως νοσοκόμα, έχει στήσει μια ολόκληρη κομπίνα, ένα ολόκληρο μηχανισμό: Πλησιάζει ηλικιωμένους, έχοντας προηγουμένως μελετήσει το οικονομικό βιογραφικό τους, με μιλημένο ένα ολόκληρο σύστημα τους μεταφέρει σε ένα ίδρυμα όπου σχεδόν τους απομονώνει, τους υπεξαιρεί τα περιουσιακά στοιχεία και τα περνά στη δικαιοδοσία της και μετά τους «πεθαίνει».
Ετσι κάνει και με το τελευταίο της θύμα με μόνη τη διαφορά ότι πίσω από τη συγκεκριμένη γριούλα, η οποία τα έχει και τετρακόσια, κρύβεται η ρώσικη μαφία!!!!
Κι αυτή τη φορά, τα πράγματα δεν θα της είναι και πολύ εύκολα.
Ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνονται οι πληροφορίες και στήνεται η πλοκή, κάνει το έργο πραγματικά ευχάριστο και συναρπαστικό στα πλαίσια ενός δίωρου ξεκούρασης.
Κι ο σκηνοθέτης το υπηρετεί με πολύ καλή διανομή που πλαισιώνει την Ρόζαμουντ Πάυκ η οποία λάμπει, αστράφτει και σαρώνει. Το μείον στη διανομή είναι…σεναριακό: Στο ρόλο της τελευταίας γριούλας επιστράτευσαν την ΝΤΑΪΑΝ ΓΟΥΙΣΤ, της οποίας όμως δεν ολοκλήρωσαν το ρόλο ώστε στο δεύτερο μέρος να εκτοξευθεί η σπουδαία ηθοποιός. Εντάξει, είναι γνωστό το Μάθημα ότι τα έργα γίνονται με κάποιες συγκεκριμένες προδιαγραφές κι ότι επειδή πήρες ένα καλό ηθοποιό σε κάποιο ρόλο, δεν θα αλλοιώσεις τη σεναριακή και κινηματογραφική δομή του έργου για να του προσθέσεις σκηνές, να αξιοποιήσεις εκείνον και να μειώσεις το αποτέλεσμα που θες, με το να χάσει, το έργο που ήθελες να κάνεις, το κέντρο βάρους του. Από αυτή την άποψη, η Νταϊάν Γουίστ, σήκωσε το πρώτο μέρος με την παρουσία της και με τον «γουντι-αλλενικό» τρόπο ερμηνείας της, όμως δεν κέρδισε κι η ίδια προσωπικά κάτι παραπάνω από αυτό που ξεκίνησε και το οποίο στη συνέχεια δεν την περιλάμβανε.
Αντιθέτως, ο ΠΗΤΕΡ ΝΤΙΝΚΛΕΤΖ, που χρησιμοποιήθηκε ως παρουσιαστικό, μέσα από αυτό αξιοποιήθηκε μέχρι και ως παίξιμο.. Κι είχε και την ανατροπούλα του. Κι ο ΠΗΤΕΡ ΜΕΣΙΝΑ, στο ρόλο του εκβιαστή-εκβιαζόμενου δικηγόρου έδειξε τι έχει και περιμένει κι αυτός τους ρόλους.
Αλλα όπως είπαμε, εδώ υπάρχει η Ρόζαμουντ Πάϋκ. Κι οι αληθινές πρωταγωνίστριες είναι πρωταγωνίστριες ακόμα κι όταν αναγκάζεσαι να τις βλέπεις από μικρή οθόνη. Και τι σημαίνει ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ; Ότι παίρνουν το έργο, όποιο και να είναι, και το πάνε βόλτα.. Για ραντεβού με τον θεατή.