Βέβαια, είναι «στραβό το κλίμα», έρχεται κι ο «επίπεδος» ελληνικός τίτλος και δεν βοηθά την επικοινωνία με το ξεκομμένο από την ιταλική παραγωγή ελληνικό κοινό. Ο ιταλικός τίτλος λέει «ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ». Κι αυτομάτως στην Ιταλία, στο εκεί κοινό, από τον τίτλο και μόνο έχει σταλεί το μήνυμα της κοινωνικής αναφοράς.
Δεν είμαι οπαδός της θεωρίας που λέει ότι οι τίτλοι πρέπει να μένουν απείραχτοι. Θα έλεγα μάλιστα ότι πρεσβεύω το αντίθετο. Ότι ο τίτλος καλείται να προσαρμόζεται στη συνθήκη της κάθε χώρας, εξού κι είναι ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ η αλλαγή τίτλου είτε πρόκειται για ταινία , είτε για θεατρικό έργο είτε για μυθιστόρημα. Όμως, καλό είναι μια αλλαγή τίτλου, να διαθέτει δύο πράγματα, ή έστω το ένα εξ αυτών: Το πνεύμα της ταινίας. ή κάτι ελκυστικό για το θεατή.
Ηρωες της κωμωδίας δεν είναι τα «Τρία Υπέροχα Κορίτσια» του τίτλου αλλά οι «ΤΡΕΙΣ ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΔΕΣ», μπαμπάδες των εν λόγω κοριτσιών που δεν είναι καθόλου μα καθόλου υπέροχοι. Είναι προκατειλημμένοι κοινωνικά, φυλετικά, σεξιστικά και εν γένει γονεϊκά, ως εκεί που δεν παίρνει. Κι αυτό είναι το στοιχείο βάσης για να γίνει η κωμωδία. Η οποία κρατεί από την ιταλική παράδοση περί προκαταλήψεων και περί απόλυτης εξουσίας, ή επιθυμίας για εξουσία, των γονέων, σε ένα κόσμο που αλλάζει και που οι ίδιοι δεν τον αντιλαμβάνονται.
Του ενός η κόρη αφήνει το γαμπρό σύξυλο στην εκκλησία του γάμου την στιγμή που εμφανίζεται να τη διεκδικήσει η αγαπημένη της, η οποία είναι και μαύρη, Αφρικάνα…Κι η κόρη, σαν άλλη Κάθρην Ρος του «Πρωτάρη» του Μάικ Νίκολς, εγκαταλείπει τον γαμπρό πριν την «στέψη» για να πέσει στην αγκαλιά της αγαπημένης της.
Του άλλου, ο οποίος είναι κι αστυνομικός, η κόρη τα έχει με ένα νεαρό που γράφει τραγούδια «ραπ» , περίπου σαν κι αυτό που βραβεύτηκε το Σάββατο στην «Eurovision» με στίχους κοινωνικά ανατρεπτικούς, που κάνουν το συντηρητικό πατέρα να νομίζει ότι έφερε τα ναρκωτικά στο σπίτι του.
Και του τρίτου η κόρη είναι ερωτευμένη με ένα μεγαλύτερο της όπου εδώ βγαίνουν εξουσίες κι Οιδιπόδεια….Μασκέ.
Οι τρεις αυτοί απεγνωσμένοι «Βιολάντηδες», πατεράδες μιας άλλης εποχής που όμως εξακολουθεί ως νοοτροπία να υφίσταται και στην Ιταλία δεν ντρέπονται να μην την παραδεχτούν και να μην την δείξουν και να μην την στηλιτεύσουν δια της κωμωδίας, να μην την κάνουν σκώμμα, αποφασίζουν να συνεργαστούν για να δουν με τι τρόπο θα βγάλουν από τη μέση τους ανεπιθύμητους γαμπρούς αλλά και τις…νύφες, των κοριτσιών τους. Και καταφεύγουν στα πιο ανίερα μέσα.
Ένα θέμα πολύ χαρακτηριστικό της Ιταλίας περί των δεσμών της έννοιας «οικογένεια».
Μόνο που οι Ιταλοί αφενός ως λαός κοινωνικοποιημένος έχουν πάντα στην αναφορά τους το κοινωνικό στοιχείο για ό,τι κι αν πρόκειται, αφετέρου κατέχουν τα μυστικά της Τέχνης των Ειδών και καλλιτεχνικά είναι εντελώς ακομπλεξάριστοι.
Την κωμωδία την κατέχουν όσο λίγοι λαοί στον κόσμο και την κατέχουν σε όλες τις εκφάνσεις της και στο εύρος της γκάμας της. Ξέρουν και την καθαρόαιμη κωμωδία, ξέρουν και την κωμωδία απιστίας, ξέρουν και την κωμωδία της φάρσας, ξέρουν και την κωμωδία «σλαπστικ», αυτή την κωμωδία εποχής βωβού που στηριζόταν στις κινήσεις του σώματος κι επειδή η «κομέντια ντελ άρτε» είναι δική τους υπόθεση κι αφορά σε αυτό, μπορούν και τη συσχετίζουν, πατώντας κι εδώ σε μια παράδοση δικής τους, μέγιστης κουλτούρας.. Με άλλα λόγια, κατέχουν το Είδος που λέγεται Κωμωδία.
Το θέμα είναι να την κατέχουν την κωμωδία ως είδος κι αυτοί που καλούνται να την ¨κρίνουν», να την εξετάσουν, να την αξιολογήσουν, και να μη νομίζουν ότι κωμωδία είναι μόνο η πολιτική σάτιρα. Διότι και τη σάτιρα την ξέρουν, αυτή κι αν την ξέρουν, και ξέρουν επίσης πως να την παντρέψουν με την καθαρόαιμη ή πως να την αφήσουν να λειτουργήσει ανεξαρτήτως κι από μόνη της.
Στο συγκεκριμμένο φιλμ, με όλα τα σεναριακά κοινωνικά στοιχεία που ανέφερα, έχουν κατά νου ότι κάνουν ΚΩΜΩΔΙΑ. Ότι όλα αυτά θα τα επεξεργαστούν με τους κανόνες του είδους.
Οπότε και για τις τρεις περιπτώσεις σύγχυσης κι αγανάκτησης των συντηρητικών πατεράδων με τις επιλογές των κοριτσιών τους, πρέπει να βρουν στοιχεία διόγκωσης ώστε να μετατραπεί το δράμα σε κωμωδία, πατώντας σταθερά στο κοινωνικό ζήτημα. Και τα βρίσκουν. Αν δει κανείς λίγο πιο προσεκτικά, ίσως διαπιστώσει ότι για την κάθε περίπτωση γονέα, έχουν βρει και μια ιδιαίτερη προσέγγιση περί γκάμας κωμωδίας.
Και βέβαια, όταν γίνεται η κλιμάκωση και τα ανίερα μέσα στα οποία καταφεύγουν οι τρεις πατεράδες, τότε το έργο, για να λειτουργήσει κωμικά, επειδή το προχώρησε κοινωνικά, καταφεύγει στις «απιθανότητες¨, μόνο που στην Τέχνη δεν υπάρχουν απιθανότητες..Ισως να μην υπάρχουν ούτε στην ίδια τη ζωή. Ωστόσο τα έργα και τα σενάρια γράφονται με βάση τους κανόνες της ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ κι από κει και μετά του είδους στο οποίο εντάσσεται το εκάστοτε έργο κι όχι με βάση τους κανόνες της πραγματικότητας. Οι τελευταίοι ρυθμίζονται με βάση τη σύμβαση που ορίζει το κάθε είδος.
Και σίγουρα μια κωμωδία, οδεύει πάντα προς την τακτοποίηση κι η τακτοποίηση είναι απαραίτητη, γίνεται διαφορετικά από ότι στο δράμα, διότι αν γίνει όπως στο δράμα, τότε αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του έργου. Εκτός αν θέλεις να κάνεις δραματική κωμωδία oπότε κι εκεί ισχύουν ειδικοί κανόνες και τα δυο αντίθετα στοιχεία τα πλέκεις μεταξύ τους απ΄την αρχή. Εδώ οι προθέσεις δεν είναι τέτοιες οπότε δεν θα ζητήσουμε από το έργο να είναι κάτι άλλο από αυτό που θέλει να είναι. Ωστόσο, δεν παύει ούτε στιγμή να απομακρύνεται, καθώς πλέκει κωμικά τις καταστάσεις, από το κοινωνικό του μήνυμα.
Προϊόν συνεργασίας τεσσάρων σεναριογράφων, χαρακτηριστικό του ιταλικού σινεμά τα πολλά ονόματα σεναριογράφων στους τίτλους (όπως και του γαλλικού, σε ένα βαθμό), όπου ο ένας εξ αυτών είναι πάντοτε ο σκηνοθέτης ο οποίος εμπλέκεται και σεναριακά στο σενάριο κι όχι μόνο σκηνοθετικά, εξού και συνυπογράφει, κι ο συγκεκριμμένος της εδώ ταινίας είναι ο ΡΟΛΑΝΤΟ ΡΑΒΕΛΟ. Αυτός ήταν ένας εκ των σεναριογράφων του «Τέλειοι ξένοι» αλλά δεν ήταν σκηνοθέτης εκεί, σκηνοθετούσε ο Πάολο Τζενοβέζε. .Οι άλλοι τρεις σεναριογράφοι του «Τρία υπέροχα κορίτσια» είναι οι ΠΑΟΛΟ ΜΠΟΝΙΦΑΤΣΙ (έχει γράψει το σενάριο μιας εκπληκτικής ταινίας, που την είχα παίξει στο «Tutto Italia», το «SI PUO FARE» , με τα ψυχιατρεία, καθώς και μια κωμωδία περί σεξουαλικού προσανατολισμού, το «Diverso da qui?», στοιχεία γνώριμα για αυτόν που τα χρησιμοποιεί και στο σενάριο της εδώ ταινίας), ο ΜΑΝΟΥΕΛ ΜΠΟΥΡΚΕ κι ο Καταλανός ΧΟΣΕΠ ΓΚΑΤΕΛ οι οποίοι κατέχουν το άθλημα.
Οι τρεις πατεράδες παίζονται από θαυμάσιους ηθοποιούς (κι όχι απλά κωμικούς, είναι όμως πολύ καλοί και στην κωμωδία), της σύγχρονης Σινε Ιταλίας, τον ΜΑΡΚΟ ΤΖΑΛΙΝΙ-πατέρα της ομοφυλόφιλης κόρης, τον ΒΙΝΤΣΕΝΤΖΟ ΣΑΛΕΜΕ, που κάνει τον αστυνομικό και τον ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΜΠΑΤΙΣΤΟΝ, γνώριμη κωμική προσωπικότητα της Ιταλίας, κωμικός και με δραματικό υπόβαθρο, όπου τον βοηθά και το κάπως υπέρβαρο παρουσιαστικό του-θα τον θυμάστε κι από το «Τέλειοι ξένοι»…
Ολη η διανομή έχει ενδιαφέρον, δεν θα αραδιάσω κατάλογο ονομάτων, θα προτείνω να προσέξουμε και τις τραγουδιστικές επιλογές των ιταλικών ταινιών, θα βγάλουμε συμπέρασμα τόσο για την κινηματογραφική χρηστικότητα όσο και για το τι παίζει μουσικά στην Ιταλία και δεν επικρατεί μόνο μία αντίληψη…