Ξεκινώ από την ψυχαγωγική αξία επειδή πραγματικά προσφέρει ένα δίωρο ξέσκασμα, ειδικά αν έχεις να συνοδέψεις παιδιά, και να επωφεληθείς κι εσύ από την έξοδο ως ενήλικας συνοδός.
Είναι ένα παραμύθι, βασισμένο στο βιβλίο του ΡΟΑΛΝΤ ΝΤΑΛ, που έχει ξαναπεράσει από πλατώ αλλά εδώ ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ θα ασχοληθώ με την συγκεκριμένη ταινία κι όχι με την ιστορική αναδρομή της.
Και θα προχωρήσω στην ΦΑΝΤΑΣΙΑ, που είναι και το βασικό της προσόν ώστε να της δίνει αυτή την ψυχαγωγική αξία που ανέφερα.
Είναι λοιπόν ένα παραμύθι. Ιδωμένο κωμικά. Το οποίο έχει να κάνει με Μάγισσες. Με τον κόσμο των Μαγισσών. Οι οποίες σαν κακά ξωτικά βγαίνουν να σπείρουν το κακό.
Μια γιαγιά, μαύρη, στην Αλαμπάμα του ρατσισμού, που έχει αναλάβει την κηδεμονία του ορφανού εγγονού της, τον παίρνει και φεύγουν διότι διαισθάνεται επίσκεψη μαγισσών στην περιοχή. Κι η γιαγιά ξέρει από ξόρκια και βότανα αλλά κι από μάγισσες κι έχει προηγούμενη προσωπική εμπειρία ώστε να μπορεί να διαισθάνεται.
Και με ένα εύσχημο, σεναριακό τρόπο μεταβαίνουν σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Νέας Ορλεάνης, στό οποίο καταφθάνουν εκεί οι κακές Μάγισσες για.. Συνέδριο. Ο εγγονός έχει βρει κι ένα χαμστεράκι , του έχει δώσει το όνομα «Νταίζη», το έχει κάνει συντροφιά του και…που να ήξερε..
Διότι οι κακές Μάγισσες μετατρέπουν πρώτα ένα κακομαθημένο ευτραφές αγοράκι και κατόπιν τον ίδιο σε…ποντίκια. Το ποντικάκι-εγγονός ενημερώνει τη γιαγιά και τότε η γιαγιά οργανώνει ολόκληρη επιχείρηση, ολόκληρο σχέδιο ώστε να καταφέρουν να αποσπάσουν από την κακιά Αρχι-Μάγισσα το ελιξήριο-αντίδοτο..
Αυτή είναι η υπόθεση. Το θέμα τώρα είναι πως το έχουν το έργο Καμωμένο!! Ο τρόπος με τον οποίο έχουν το έργο «Καμωμένο» είναι αυτός που χαρίζει την απόλαυση η οποία κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη είναι και ειδικά στις μέρες μας.
Πρώτα από όλα έχουμε τα φαντασία του πάντα ευφάνταστου και σπάνιας αξίας σκηνοθέτη ΡΟΜΠΕΡΤ ΖΕΜΕΚΙΣ. Ο οποίος έχει στήσει την ταινία με τη λογική «καρτούν». Αυτό σημαίνει πως τόσο αφηγηματικά όσο κι αισθητικά αλλά και καθαρώς κινηματογραφικά καλούνται όλοι να δουλέψουν πάνω σε αυτή τη λογική.
Η λογική αυτή είναι σύνθετη διότι ο Ζεμέκις, το έχει πολύ παιδέψει το έργο μέσα του στο πως θα το στήσει.
Το ΣΕΝΑΡΙΟ περιέχει σκηνές και τρόπο γραψίματος σκηνών που θα ήταν κατάλληλες για να αναπτύξουν ταινία καρτούν αλλά όχι καθαρόαιμη, μα κάτι σαν «συνέχεια», από μεριάς σκηνοθέτη εκείνης της μοναδικής κι αξιομνημόνευτης ταινίας του «ΠΟΙΟΣ ΠΑΓΙΔΕΨΕ ΤΟΝ ΡΟΤΖΕΡ ΡΑΜΠΙΤ;». Στη συνύπαρξη δηλαδή ζωντανών ηθοποιών και καρτούν, όπου οι ηθοποιοί καλούνται να παίξουν πάνω σε αυτή τη «Σχολή». Η Μουσική και το Μοντάζ είναι απαραίτητα για αυτή τη «λογική» της υλοποίησης της γραμμής Ζεμέκις. Οι σκηνές μοντάρονται με την ταχύτητα ενός καρτούν , όμως είναι γραμμένες από το σενάριο με την συν-λογική ότι υπάρχουν και ζωντανοί ηθοποιοί. Αρα, ταχύτητες, ρυθμοί κι ανάσες και με τη συμβολή του συνθέτη ΑΛΑΝ ΣΙΛΒΕΣΤΡΙ που τον έχει μόνιμο συνεργάτη ο Ζεμέκις στα φιλμ του, έχουν φτιάξει ο ρυθμό που κάνει την ταινία σε ρυθμό συναρπαστική.
Όμως ο ρυθμός για τι περιεχόμενο δουλεύει; Όταν λέω περιεχόμενο δεν εννοώ το νοηματικό αλλά τα υλικά που συναποτελούν ταινία.
Εδώ ερχόμαστε στη θέση να αποκαλύψουμε συνεργάτες. Κι ο εκ των βασικών είναι ο ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ, στη συγγραφή του σεναρίου, ενώ στην παραγωγή συμμετέχει κι ο ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ. Καταλαβαίνετε για τι είδους συνεργασία μιλάμε. Στέκομαι στη συνεργασία με τον Ντελ Τόρο διότι αυτό με το οποίο η ταινία μας εκπλήσσει και καλλιτεχνικά, ο καλλιτεχνικός δηλαδή τρόπος με τον οποίο πετυχαίνει να καταλήξει σε παιδική ψυχαγωγία, είναι σεναριακός κι αισθητικός κι έχει να κάνει με το ΓΚΡΟΤΕΣΚΟ , με τη συγκεκριμένη διόγκωση, που αυτή τη στιγμή, στο παγκόσμιο σινεμά, ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο είναι ο κορυφαίος εκπρόσωπος του. Ο Ζεμέκις, ως σκηνοθέτης- γνώστης τεράστιος, περνά τα στοιχεία του δικού του «Ρότζερ Ράμπιτ», της σχολής δηλαδή «Ρότζερ Ράμπιτ» μέσα από το φίλτρο της γκροτέσκο σχολης του Ντελ Τόρο.
Και μας παραδίδει εικόνες και σκηνές, που κάποιες εξ αυτών, όπως για παράδειγμα το αντίδοτο μαγισσών στη σκηνή του δείπνου τις μετατρέπει μία σε ποντίκια , αφού προηγουμένως τις εκσφενδονίζει στα ταβάνια , στους τοίχους και στα πατώματα, είναι σκηνή ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ. ΚΙ έχει κι άλλες.
Αυτή η ανθολογία στην οποία έχει παρέμβει το στοιχείο Ντελ Τόρο, έχει στηθεί αισθητικά, ως ύφος ταινίας, από τον Ζεμέκις, με τρομερή άποψη πάνω σε σκηνικά και κοστούμια (που έρχεται κι η φωτογραφία του ΝΤΟΝ ΜΕΡΤΖΕΣ να φωτίσει ανάλογα), τα οποία έχουν αναλάβει τη Μεγάλη Δουλειά. Ξεκινώντας από τη Διεύθυνση Σκηνογραφίας, στις πρώτες σκηνές, στην πολίχνη της Αλαμπάμα, βλέπουμε το πως είναι διακοσμημένο το φτωχόσπιτο της γιαγιάς, με χρώματα τονισμένα έτσι ώστε να δηλώνουν παρέμβαση παραμυθιού στο κοινωνικό σκηνικό. Το ίδιο ισχύει και για το μπακάλικο που είναι κι η πρώτη επαφή του μικρού ορφανού με Μάγισσα.
Κι όταν φτάνουμε στο Ξενοδοχείο της Νέας Ορλεάνης, που είναι παραδοσιακής αισθητικής κι αποικιακής αρχιτεκτονικής των ξενοδοχείων αυτής της υποβλητικής πόλης του Αμερικάνικου Νότου, με αισθητική σφραγίδα αλλά και με παράδοση στα βουντού και στα ξόρκια, η σκηνογραφία τι κάνει; Παρεμβαίνει δίνοντας ένα τόνο παραπάνω, όχι περισσότερο, αλλά αυτός ο τόνος είναι εύστοχος ώστε να είναι αποτελεσματικός, και μετατρέπει το ξενοδοχείο, χωρίς να το πειράζει ως ξενοδοχείο Ορλεάνης, σε χώρο υποδοχής παραμυθιού για ξόρκια και μάγισσες. Εδώ αναλαμβάνει , για λογαριασμό της Σκηνογραφίας, η ΤΖΟΑΝΑ ΤΖΟΝΣΤΟΝ, η Ενδυματολόγος, τακτική συνεργάτης κι αυτή του Ζεμέκις, όπως και του Σπήλμπεργκ, να κάνει τα ρούχα προέκταση του σκηνικού και να ντύσει τόσο τη μαύρη γιαγιά με τις υπέροχες ρόμπες, όσο και τις μάγισσες που έρχονται για το Συνέδριο με γραμμή κοστουμιών και χρώματα αλά σταρ, που όλα διακρίνονται από μια «υπερμεγέθη» γραμμή και τα χρώματα τους αναλαμβάνουν την διόγκωση για λογαριασμό του σκηνικού, υπαγορευμένα από το ίδιο το σκηνικό. Οπότε, όταν έρχεται η ώρα των οπτικών εφφέ, το υλικό προσφέρει αφορμές για τρελές ιδές.
Στη διανομή, η υπαγόρευση της σκηνοθεσίας έχει αφενός την ΟΚΤΑΒΙΑ ΣΠΕΝΣΕΡ να παίζει τη γιαγιά με τόνους τρυφερότητας αλλά και κάποια πονηρία έμπειρης «αναγνωρίστριας» μαγισσών , όπως είναι οι καλές γιαγιάδες των παραμυθιών, κι από την άλλη έχει την ΑΝΝ ΧΑΘΑΓΟΥΕΪ να φτάνει στα άκρα το γκροτέσκο της Αρχι-Μάγισσας με την εξαιρετική καθοδήγηση του Ζεμέκις. Κι ο τρόπος καθοδήγησης ηθοποιών από τον Ζεμέκις, δεν είναι αυτό που θεωρούν πολλοί ως μία και μόνη σχολή στη διεύθυνση ηθοποιίας από μεριάς σκηνοθέτη. Ότι δηλαδή τους βάζει κάτω αλά Καζαν και τους εξηγεί τα εσώψυχα και τα μύχια του χαρακτήρα. Όχι! Ο Ζεμέκις με τους ηθοποιούς δουλεύει αλλιώς. Φτιάχνει το κλίμα, ένα κλίμα πληρέστατο στο που θα κινηθούν, κι όταν λέω πληρέστατο εννοώ του τι είναι το έργο και ποιες οι λεπτομέρειες του, κι αφήνει τον ηθοποιό να πάρει πρωτοβουλίες ώστε να αναδείξει αυτό το κλίμα και να αναδειχθεί κι ο ίδιος μέσα από αυτό. Στην Ανν Χαθαγουέι, που έχει επωμιστεί το δύσκολο κομμάτι του γκροτέσκο, κάνει επένδυση και φυσικά αυτό επιτυγχάνεται με την αντίθεση του κλίματος εκείνου στο οποίο έχει βάλει την Οκτάβια Σπένσερ. Ενδιάμεσα, ο ΣΤΑΝΛΕΫ ΤΟΥΤΣΙ, κάνει ένα εκπληκτικό «νούμερο» διευθυντή ξενοδοχείου που εξισορροπεί απόλυτα το κλίμα του Ζεμέκις μεταξύ των δυο κόσμων που εκπροσωπούν οι παραπάνω γυναίκες καθώς και μετατροπή του ξενοδοχειακού διευθυντή, σε χαρακτήρα-καρικατούρα παραμυθιού.
Όταν είχα πρωτοπροσληφθεί στον «Ταχυδρόμο» ,εκεί στα 21- 22 μου χρόνια, η δημοσιογραφική μου μάνα -αρχισυντάκτρια τότε, ΡΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, μου είχε δώσει μια συμβουλή: «Να ξέρει ότι στη Δημοσιογραφία υπάρχουν και ΧΑΜΕΝΑ, ΑΔΙΚΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ». Το ίδιο, δυστυχώς, ισχύει και για τον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Υπάρχουν ΧΑΜΕΝΑ, ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΑ κι ΑΔΙΚΗΜΕΝΑ φιλμ . Ειμαρμένη!!!! Μέχρι να τα προσέξει κάποιος……