Διότι από το Σενάριο θα ξεκίναγα, ‘όπως κάνω πάντοτε, κι εξετάζοντας το έργο ως έργο κι όχι ως..προθέσεις . Ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ με το έργο ασχολήθηκα κι οι πιστώσεις πηγαίνουν σε εκείνους που το έκαναν, τόσο ως σύνολο όσο και στα επιμέρους..
Η ταινία έχει τις επιρροές της αλλά αυτό για τον γράφοντα δεν είναι ψόγος. Αλίμονο αν βγαίνεις σε μια Τέχνη και αυτά που θέλεις να κάνεις και να πεις, δεν τα έχεις επηρεαστεί από κάπου. Άλλο η επιρροή, άλλο η αντιγραφή, άλλο η μίμηση.
Εδώ μιλάμε για ΕΠΙΡΡΟΗ κι επιρροή σημαίνει ότι με ελκύει ένα είδος ή μια σχολή κι εγώ θέλω να κάνω ταινίες πάνω σε αυτό το είδος, πάνω σε αυτή τη σχολή και βεβαίως κάποιο ρόλο σε αυτή την επιρροή έχουν παίξει τα πρόσωπα.
Η ταινία δείχνει επιρροή Ταραντίνο και , ίσως και Οικονομίδη από τα ελληνικά αλλά είναι τόσο αυτόνομη που τις επιρροές τις αναφέρω περισσότερο για κατατοπιστικούς λόγους προς τον θεατή, να ξέρει περίπου τι έχει να δει, παρά για οποιαδήποτε άλλη σχέση ή σύγκριση.
Το »ΠΡΟΣΤΙΜΟ» είναι ένα αυτόνομο έργο, απόλυτα συγκροτημένο και στο μικρό μέγεθος του δεν υπάρχει ούτε ένα ψεγάδι.
Πρώτον έχει χαρακτήρες. Οι ρόλοι είναι πλασμένοι και σκαλισμένοι από το σενάριο με τρόπο τέτοιο ώστε να μας κάνουν απολύτως γνώριμους τους ήρωες, σε αυτό που βλέπουμε στην οθόνη. Να γίνω σαφέστερος, μας τους κάνουν απολύτως κατανοητούς. Τα λόγια κι ο αντιδράσεις είναι απολύτως εναρμονισμένα με τη θέση που κατέχουν στο σενάριο και στην ιστορία.
Με ένα κεντρικό ήρωα, δύο βασικούς χαρακτήρες και μια σειρά από «γκεστ» εμφανίσεις, ανθρώπων που έρχονται ή φεύγουν, πετυχαίνει κάτι σημαντικό. Καταρχάς, από την πρώτη εικόνα μας έχει δείξει πλήρως τον ήρωα. Είναι ένας νεαρός, λίγο «χαμένος», τη βγάζει με βρωμοδουλίτσες, ετοιμάζονται να τον πετάξουν από το διαμέρισμα που μένει, καταφεύγει σε ένα μυστήριο τύπο, που έχει μάντρα, με τον οποίο η σχέση θα δώσει στίγμα και στο φινάλε, και βλέπουμε που καταφεύγει και σε ποιους για βοήθεια. Το ενδιαφέρον λοιπόν είναι ότι κάθε σκηνή, μα κάθε σκηνή, πηγαίνει την ιστορία παρακάτω, κάθε σκηνή μέσα από τους χαρακτήρες που εμφανίζονται σε αυτήν δίνει περαιτέρω σήμα, στήνεται ένα έργο «νύχτας» και «υπόκοσμου» (αν θέλετε)που καταφέρνει και βγάζει νόημα, κινεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια κι επεξεργάζεται και σχέσεις, που δίνουν δραματικότητα στο όλο εγχείρημα. Οι δε διάλογοι, όπως επισήμανα και πιο πάνω, είναι απόλυτα εναρμονισμένοι με τους χαρακτήρες κι ενώ μιλούν σκληρά και βίαια, με την επεξεργασία τους, απομακρύνουν κάθε υπόνοια περί μίμησης αυτού από το οποίο επηρεάζονται. Είναι πολύ δουλεμένο.
Κι είναι δουλεμένο και κινηματογραφικά, υπάρχει αίσθηση του κινηματογράφου, της αφήγησης, το ότι ο ίδιος άνθρωπος που σκηνοθετεί ανακατεύεται και στο σενάριο και στο μοντάζ αλλά με συνεργάτες κι όχι solo, δηλώνει μια ολοκλήρωση η οποία επιβεβαιώνεται από το αποτέλεσμα κι όχι ένα «εγώ» που δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα πλην του «εγω». Είπαμε πως η κάθε σκηνή πηγαίνει την ιστορία παρακάτω, είναι σύντομες και περιεκτικές κι αυτό το «παρακάτω» δεν είναι μόνο εξέλιξη του μύθου αλλά κι ανέλιξη, κλιμάκωση, ένταση, Οπερ σημαίνει ότι σενάριο και μοντάζ είναι κάπως καταχωρημένα στο μυαλό ως έννοιες που πρέπει να συμβαδίσουν , . Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που με κέρδισαν το περισσότερο.
Επειδή λοιπόν έχει χαρακτήρες, έχει αντιληφθεί ότι πρέπει να βρει και τους κατάλληλους ηθοποιούς. Και βεβαίως υπάρχει ο casting director αλλά εδώ στην τελική επιλογή, υπάρχει ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ. Και Σκηνοθεσία είναι η πνοή ή το κλίμα προς τον ηθοποιό που επιλέγεις, να τον μετατρέψεις σε κάτι απόλυτα ταιριαστό με αυτό που δείχνεις έχοντας βέβαια να του δώσεις κι έναν ολοκληρωμένο ρόλο ώστε να ξέρε κι ο ηθοποιός από που θα πιαστεί.
Η ταινία λοιπόν είναι φρέσκια κι από πλευράς διανομής, από πλευράς σκηνοθεσίας με αυτούς που επέλεξε και που δίνουν την φρεσκάδα του μη τετριμμένου. Νέα πρόσωπα στη βασική ιστορια, ενδιαφέρουσες μούρες στους supporting ρόλους και στις guest εμφανίσεις.
Ο νεαρός πρωταγωνιστής ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΣ καταγράφεται ως απόλυτη κινηματογραφική αλήθεια και τον πάει πολύ και το close up, ενταγμενος στην κινηματογραφική αλήθεια της σκηνοθεσίας. Ο ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑMΟΥΛΑΚΑΤΟΣ , που παίζει τον κουνιάδο, είναι ερμηνειάρα για βραβείο supporting, έτσι αυθεντικά κι αβίαστα που παίζει . Και πληθωρικός, «γεμίζει». Απόλυτα αληθινή κι αβίαστη κι η κοπέλα της ιστορίας, η ΜΑΡΙΑ ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΥ
Ένα από τα «συν» είναι κι η χρησιμοποίηση των guest, οι οποίοι πραγματικά ενδυναμώνουν τα σκηνές μια κι έχουν κάτι να κάνουν . Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ που πραγματικά στέλνει στα ύψη την ταινία στην πρώτη σκηνή (ο Οικονομίδης, πλάκα-πλάκα, το έχει το κινηματογραφικό ως φυσιογνωμία εξού και τον είχε πάρει και με ρόλο ο ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ να παίξει στον παρακρατικό στο «Μαζί ή τίποτα») ως τον ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗ που σε ένα σύντομο στιγμιότυπο έχει καταφέρει να «αναμετρηθεί» με τον ήρωα ή τον ΟΜΗΡΟ ΠΟΥΛΑΚΗ που τον έχει στήσει με κάποια «απόσταση» ή τον ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΟΥΡΙΚΗ που είναι μια φυσιογνωμία κι έκφραση ανεκτίμητη.. Όμως από τα guest στοιχεία θα πω ότι εκείνο που μου έκανε τη διαφορά ήταν ο ρόλος της ΤΖΕΝΗΣ ΚΙΤΣΕΛΗ και φυσικά και η ίδια, σε όλο αυτό που κουβάλαγε και στο πως το κατέθεσε. Σαν μια ηρωίδα του Νικολαϊδη που ωρίμασε.. Και μάλιστα δεν ήταν και της μιας σκηνής.
Εξαιρετική η διανομή, αυτό το φρέσκο πράγμα που λέμε ,και στα λοιπά πρόσωπα, που όλα αξιοποιήθηκαν στο όσο τα χρειάστηκε τα έργο. Κι αναφέρομαι στο νεαρό Ρωσοπόντιο του ΒΑΣΙΛΗ ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΊΟΥ ή στην τρανσέξουαλ της ΦΕΝΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. Στην περίπτωση της τελευταίας, όπως και στης Κιτσέλη, η διακριτική συμβολή του Μακιγιάζ (ΑΡΗΣ ΒΕΡΕΜΗΣ) πρέπει να αναφερθεί.
Κοινός Παρονομαστής στην ολοκλήρωση η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΜΟΣ) τόσο για τα υπέροχα close up των ηθοποιών που μας τους έφερε κοντά, στις στιγμές που έπρεπε , όσο και για τη συνολική ατμόσφαιρα, την αίσθηση της νύχτας αλλά και της γκρίζας μέρας. Και μην ξεχνάμε και τις επιλογές των χώρων (ΒΑΣΙΛΙΝΑ ΚΟΥΛΙΟΥ), που και με τη φωτογραφία «συνεργάζονται» αρμονικότατα αλλά είναι συμβατοί και με τους χαρακτήρες. Επίσης θέλω να αναφερθώ στη συνολική δουλειά πάνω στον ΗΧΟ, στις επιλογές, στις αποδόσεις εντάσσοντας σε αυτόν και τη χρήση της Μουσικής- αναφέρεται και το όνομα του Ακη Καπράνου...
Με απλά λόγια ένα έργο μικρό αλλά ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΨΕΓΑΔΙ. Όπως ανέφερα και κάπου πιο πάνω. Κι αυτό με παρακίνησε να ασχοληθώ μαζί του εκτενέστερα.