Αυτό συμβαίνει λοιπόν τώρα ΚΑΙ με τους αδελφούς ΝΤΑΡΝΤΕΝ, τον ΖΑΝ ΠΙΕΡ και τον ΛYΚ. Όπως είχαν κάνει πρόσφατα και με τον ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ και τον έβρισκαν «ξεπερασμένο».
Ναι, διότι δεν κρίνουν έργα αλλά Πρόσωπα. Δεν ανακαλύπτουν έργα αλλά πρόσωπα. Κι επι των προσώπων γίνεται όλη η φεστιβαλική δουλειά. Σε σημείο που πολλές φορές να απορείς κιόλας, μα τι ακριβώς είναι όλο αυτό.
Αν τα έργα , όλων αυτών των «δημιουργών», εντός ή εκτός εισαγωγικών, στα Φεστιβάλ τα έκριναν με ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ κριτήρια, θα ήταν άλλος ο κόσμος…Και το εννοώ.
Όμως η δουλειά της συγκεκριμμένης βιομηχανίας, των Φεστιβάλ εννοώ, είναι τα πρόσωπα, η θεωρία του «auteur». Και δόστου τι έκανε ο δημιουργός, και δόστου τι θέλει να μας πει ο ποιητής και καταλήγουν να φτιάχνουν πρόσωπα τοτέμ και ταμπού, που οι ίδιοι κάποια στιγμή δίνουν το σάλπισμα για την αποκαθήλωση τους.
Με ΕΡΓΟΕΝΤΡΙΚΑ κριτήρια, δεν καταλαβαίνω τι πρόβλημα έχει αυτή των η ταινια των Βέλγων αδελφών, που δεν είχαν οι άλλες. Εγώ βλέπω μια ταινία κοινωνικού προβληματισμού, όπως κι οι προηγούμενες τους, με ένα κινηματογράφο που ακολουθεί τη δική τους συνέπεια κι η οποία αυτή συνέπεια φυσικά δεν δικαιολογεί την βροχή των «Χρυσών Φοινίκων», τη στιγμή που τα έργα δεν διέφεραν μεταξύ τους, όμως από την άλλη, το γεγονός και μόνο ότι είναι πιστοί σε αυτό που κάνουν, αξιώνει, αν μη τι άλλο, τον σεβασμό.
Κι οι ταινίες τους κάθε άλλο παρα κακές είναι. Είναι ταινίες θεμάτων, που προσωποποιούν στην εκάστοτε περίπτωση κι ένα κοινωνικό πρόβλημα.
Το πρόβλημα αυτό το κάνουν σενάριο και το σκηνοθετούν κι οι ίδιοι κι από κινηματογραφική άποψη, στην περίπτωση τους σενάριο και σκηνοθεσία γίνονται ένα. Σαφώς και δεν μιλάμε για»μεγάλη» σκηνοθεσία, ώστε να τους αποκαλέσουμε «μεγάλους σκηνοθέτες» αλλά από την άλλη πρέπει να ξέρουμε και τι ακριβώς είναι η Σκηνοθεσία. Οι Νταρντέν γράφουν βλέποντας ταυτόχρονα και την εικόνα. Προσωποποιούν το κεντρικό θέμα που θέλουν να θίξουν άρα προβλέπονται κοντινά πλάνα αφού το θέμα θα προσωποποιηθεί. Επίσης, στα πλαίσια της λιτότητας, ώστε να είναι συνεπείς με την κοινωνικοποίηση τους, ναι μεν δεν έχουν εξάρσεις, οι ιστορίες τους όμως έχουν δραματουργική ανάπτυξη, αν και κάπως περιορισμένη. Με τις παράλληλες πλοκές, δεν τα πάνε και πολύ καλά, ωστόσο δεν τις αγνοούν, δε τις αφήνουν απέξω, άρα αυτό δείχνει μια προσήλωση στη λιτότητα του τρόπου εξιστόρησης παρα αδυναμία.. Μιλώ ως προς το αποτέλεσμα. Το αν οφείλεται σε αδυναμία που ξέρουν να την συγκαλύπτουν, αυτό παραείναι αυθαίρετο ώστε η κριτική να το κάνει σημαία.
Το »ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ» είναι μια ταινία ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ, όπως κι οι άλλες τους. Οτι της λείπει η γοητεία, της λείπει, όπως λείπει και στις άλλες τους. Κι η έλλειψη γοητείας είναι ένα βασικό πρόβλημα των ταινιών των αδελφών Νταρντέν. Δεν έχει να κάνει με το αν το περιβάλλον και το θέμα είναι κοινωνικά ή παίζουν ερασιτέχνες, έχει να κάνει με τον τρόπο αφήγησης, με τη διανομή, που στην περίπτωση τους είναι σαφέστατο κομμάτι σκηνοθεσίας, σκηνοθετικής αντίληψης δηλαδή πάνω στο θέμα τους, για να προβάλλεται έτσι, καλύτερα το κοινωνικό. Κι επειδή έχουν υπογράψει και την Μαριόν Κοτιγιάρ στο «Δυο μέρες μια νυχτα», δεν μπορώ να πω ‘ότι δεν ξέρουν από ηθοποιούς παρά μόνο από δικούς τους που τους κατευθύνουν, διότι όταν χρειάστηκε να σκηνοθετήσουν την Κοτιγιάρ, την πρόβαλαν, την ανύψωσαν, χωρίς να πειραχθεί η λειτουργικότητα του κοινωνικού θέματος.
Εδώ λοιπόν, το θέμα είναι ο φανατισμός. Πάνω στη λέξη αυτή στήνεται μια ιστορία θρησκευτικής και φυλετικης προκατάληψης, με ήρωα έναν πιτσιρικά Μουσουλμάνο, στο Βέλγιο, τον οποίο ο πνευματικός του καθοδηγητής τον φανατίζει θρησκευτικά και τον οδηγεί στο σημείο να θελήσει να δολοφονήσει τη δασκάλα του.. Και κτίζεται η ιστορία, που περνά τον πιτσιρικά από πολλά κύματα , από το περιβάλλον, την οικογένεια, τις σχέσεις της οικογένειας με τους θρησκευτικούς καθοδηγητές και τον φτάνει ως τον εφηβικό έρωτα που κι αυτός τελεί υπό το κράτος του φανατισμού και δεν αφήνει το λουλούδι να ανθίσει.. Η αλήθεια είναι ότι στο σενάριο δεν ανιχνεύεται τόσο πολύ η παιδική ψυχούλα, το παιδί δεν έχει και πολλές αντιδράσεις παιδιού, αντιμετωπίζεται ως ένα εύπλαστο ζυμάρι για το φανατικό κήρυγμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το παιδί να μη μας γίνεται ποτέ οικείο, διότι για να γίνει ένας χαρακτήρας οικείος πρέπει να έχει περισσότερες πλευρές, κι όχι την εξής μία. Από την άλλη δεν υπάρχει χαρακτήρας πολύπλευρος ούτε από τη μεριά των πνευματικών καθοδηγητών ώστε να μας γίνουν εκείνοι πιο οικείοι, ακόμα κι αν είναι οι αρνητικοί χαρακτήρες. Με άλλα λόγια, στο κοινωνικό σενάριο των Νταρντέν, οι ήρωες είναι έτοιμοι για να χρησιμοποιηθούν από το θέμα και για το θέμα κι όχι να ζυμωθούν με το θέμα. Δεν οδηγούν οι χαρακτήρες τους σεναριογράφους. Αυτό κάνει το έργο λίγο σχηματικό- οι θέσεις είναι πολύ δεδομένες. Ωστόσο, είναι τόσο ανάγλυφα δοσμένο, το θέμα για το θέμα εννοώ, ώστε σίγουρα ο θεατής έναν προβληματισμό, θα τον πάρει μαζί του φεύγοντας. Από αυτή την άποψη, το κοινωνικό σινεμά , το κοινωνικό φιλμ των αδελφών Νταρντέν, δεν πέφτει στο κενό. Τα πρόσωπα που έχουν επιλεγεί, εξυπηρετούν την αλήθεια του θέματος. Το ίδιο κι η φωτογραφία, που αποτυπώνει αυτή τη βελγική κατήφεια η οποία είναι κατήφεια και του δραματικού περιβάλλοντος και των χαρακτήρων , το μοντάζ πετυχαίνει τις κλιμακώσεις της αφήγησης κι οδηγεί νορμάλ στο δράμα.