Μόνο που δεν πρόκειται για «εικονογράφηση» αλλά για εκ νέου γράψιμο του βιβλίου, για απόλυτη μετατροπή του σε σενάριο, μακριά από «εμμονή» σε «πιστότητες» ή όχι (που αυτά δεν είναι απαραίτητα προσόντα μιας κινηματογραφικής μεταφοράς) και με ΑΠΟΨΗ πάνω στο τι είδους ταινία ήθελαν να βγάλουν όταν αποφάσιζαν να μεταφέρουν το βιβλίο στην οθόνη.
Κι η «άποψη» φαίνεται από το ότι συν-σεναριογράφος στη Διασκευή είναι ο σκηνοθέτης, ο ΠΙΕΤΡΟ ΜΑΡΤΣΕΛΟ, για τον οποίο θα πω κι άλλα παρακάτω, μαζί με τον πεπειραμένο και ικανότατο σεναριογράφο διασκευαστή, ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΜΠΡΑΟΥΤΣΙ (την υπογραφή του θα τη βρούμε στα «Γόμορα» αλλά και στη «Μεγάλη νύχτα της Νάπολης»- εκείνο με τις νεανικές συμμορίες ) όπου σαφέστατα ο Μπράουτσι μετέτρεψε το βιβλίο σε σενάριο, μετέβαλε τις σκέψεις των ηρώων σε πράξεις και τις αφηγήσεις σε εικόνες, κι ο Μαρτσέλο, ο σκηνοθέτης, που πήρε διαπιστευτήρια συν-σεναριογράφου, έδωσε την κατεύθυνση προς τα που ήθελε να οδηγηθεί η διασκευή. Διότι όπως έχω πει πολλές φορές κατά καιρούς, όταν ο σκηνοθέτης παρεμβαίνει στην ιστορία και στην κατεύθυνση της και στην σεναριακή επεξεργασία σκηνών, τότε παίρνει διαπιστευτήρια συν-ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΥ. Όταν οι παρεμβάσεις του στο σενάριο είναι σκηνοθετικές, τότε δεν αναγράφεται κι είναι λογικό. Συνεπώς, καλό είναι ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να μαθαίνει για το σινεμά, να κρατήσει αυτή τη διαφοροποίηση στο μυαλό του, όταν θα διαβάζει τίποτε «παντόφλες» περί παρεμβάσεων φερειπείν του Χίτσκοκ και θα του αποδίδουν την υπόθεση.
Όλα λοιπόν στο συγεκριμμένο εργο έχουν να κάνουν με την αξία της μεταφοράς, αυτό είναι το μεγάλο της ταινίας, ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρθηκε στην οθόνη κι έβγαλε ωραία ταινία. Στο εκ διασκευής σενάριο, της πιστώνονται τα πάντα κι οι ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΕΣ της ΙΤΑΛΙΑΣ, στα DAVID DI DONATELLO, ακριβώς στη διασκευή έκαναν επικέντρωση για την αξία της ταινίας κι από τα πολλά για τα οποία είχε προταθεί, το βραβείο του ΕΚ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, της απένειμαν. Καθότι, όπως έχω γράψει κατά καιρούς στα αφιερώματα περί σεναρίου, κυρίως με αφορμή τα Οσκαρ (και μπορείτε να τα βρίσκετε στο PANTIMO), όταν τη σεναρικαή μεταφορά βιβλίου την έχει κάνει ο σκηνοθέτης (είτε μόνος είτε με συνεργάτη), συνήθως η πίστωση πηγαίνει στην έννοια «ΜΕΤΑΦΟΡΑ» κι η πίστωση της πίστωσης αφορά στο Σενάριο και λιγότερο στη Σκηνοθεσία. Διότι αυτό που υιοθετείται, είναι η έννοια «ΜΕΤΑΦΟΡΑ». Κι αυτό είναι επίσης ένα σημαντικό μαθηματάκι για όποιον θέλει να διεισδύει στα μυστικά της Τέχνης του Σινεμά.
Ο «Martin Eden», ως ήρωας συγγενεύει σε ένα βαθμό , κάτι σαν.. εξ αγχιστείας, με τον ήρωα του «IL POSTINO». Είναι ένας αγράμματος, ταπεινής καταγωγής στη Νάπολι, που από 11 χρονών παιδάκι είχε μπαρκάρει στα καράβια. Εμαθε τη ζωή, δεν εκπαιδεύτηκε. Μέσα του όμως κρύβει μια ευαίσθητη ψυχή, ένα διανοούμενο, ένα εμπνευσμένο συγγραφέα, ένα ποιητή των συναισθημάτων αλλά κι ένα άτομο που αντιλαμβάνεται στροφές, εμπνέεται απ΄την κοινωνία, πολιτικοποιείται αλλά κι εκεί τα ανατρέπει διότι η Ψυχή του Ποιητή είναι που υπερέχει των άλλων, αυτή είναι που δεν μπαίνει σε νόρμες, αυτή είναι που του επιτρέπει να αγαπά και να αισθάνεται, αυτή είναι που του δίνει την εντολή να ανατρέπει και να φεύγει… Σε ένα δρόμο μοναχικό κι ευαίσθητο, με πολλά εμπόδια κι ουκ ολίγες ταλαιπωρίες.
Αφορμή για να συμβούν αυτά, θα είναι ένα επεισόδιο στο λιμάνι της Νάπολι, όπου σώζει τον γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας, από τα χέρια ενός νταή, καθότι ο Μαρτιν Εντεν είναι και χειροδύναμος, ψημένος στη ζωή, είπαμε από 11 χρονών παιδάκι στα καράβια… Σαν το «Ναυτόπουλο», του Ηλία Τανταλίδη το ποίημα που μαθαίναμε στο Δημοτικό, δεν ξέρω αν διδάσκεται πιά…Η αριστοκρατική οικογένεια, για να τον ευχαριστήσει τον κρατούν για το γεύμα, βεβαίως και βλέπουν την «άξεστη» κοινωνικά στάση του στο τραπέζι, για το ότι τρώει μπουκωμένος ή σαβουρώνει με το ψωμί τη σάλτσα, υπάρχει κλίμα συμπάθειας, όχι όμως κι άλλου τύπου συναίνεσης. Αυτά δεν θα είχαν νόημα, αν η κόρη της οικογένειας δεν εκδήλωνε προσωπικό ενδιαφέρον για αυτόν, ξεκινώντας από την εκπαίδευση του. Αυτό θα αφυπνίσει μέσα του τον ποιητή και θα αρχίσουν να ξετυλίγονται τα μυθιστορηματικά που ανέφερα στην αρχή και κάνουν την ταινία αυτό που είπαμε, ένα μυθιστορηματικό έργο.
Ένα μυθιστορηματικό έργο βέβαια, κι όταν πρόκειται και για Τζακ Λόντον, που υπαγορεύει κι έργο «εποχής», χρειάζεται την ανάλογη παραγωγή. Την έχει, είναι καλή παραγωγή αλλά όχι και σπάταλη. Υπάρχει τρομερή «οικονομία» , υπάρχει επικέντρωση στην ουσία, ο σκηνοθέτης την έχει διαχειριστεί την καλή παραγωγή με το βλέμμα στραμμένο προς τα εκεί που θέλει να οδηγήσει το έργο, τη διασκευή. Ως ένα χώρο υποδοχής, ως μια παραγωγή υποδοχής ανθρώπων , ιδεών κι αισθημάτων με τονισμένο ανάγλυφα το κοινωνικό στοιχείο , το γεωγραφικό πλαίσιο, την εποχή, με σκηνογραφική διεύθυνση που αναπαριστά όλες τις τάξεις και τις διαβαθμίσεις που επισκέπτεται ο ήρωας με το βαλιτσάκι της ιστορίας του, με μια υπέρβαση ενίοτε στα κοστούμια, κάποιων πολύ συγκεκριμένων σκηνών στις οποίες θέλει να δώσει προφανώς διαχρονικότητα, ειδικά όταν αφορά στο μετέπειτα του ήρωα, στην προς Αμερική μετακίνηση του. Τα κοστούμια πάντως μαζί με τις κομμώσεις έχουν αναλάβει το πλαίσιο που τους έχει στήσει η παραγωγή δια του κυρίαρχου χρώματος της σκηνογραφίας κι η Φωτογραφία αναλαμβάνει την ολοκλήρωση αυτής της ατμόσφαιρας που παραπέμπει σε γνώριμες σελίδες του μυθιστορηματικού , ιταλικού σινεμά. Το δε Μοντάζ είναι Μοντάζ που πετυχαίνει να δώσει τη μυθιστορηματική ροή στην αφήγηση, η δε Ηχοληψία (μην μπερδεύουμε την Ηχοληψία με την Ακουστική!) είναι ηχητικός σχεδιασμός για να συνοδέψει την έννοια της Μεγάλης (κι όχι «σπάταλης»- το τονίζω και πάλι!) Παραγωγής.
Το κύριο στοιχείο της σκηνοθεσίας, που είναι κι αυτό το οποίο διαποτίζει ολόκληρη τη Διασκευή και δείχνει τι ταινία ήθελαν να βγάλουν από το βιβλίο του Τζακ Λόντον, είναι η σταθερή συναισθηματική καθοδήγηση των ηθοποιών. Ολη τη διανομή, όλους τους ηθοποιούς τους έχει «διδάξει», είτε μέσω διδασκαλίας στενής έννοιας είτε μέσω δημιουργίας ανάλογου κλίματος, στο να παίξουν όλοι οι ηθοποιοί συναισθηματικά, είτε θετικοί είτε αρνητικοί χαρακτήρες, όλοι δηλαδή να πατήσουν στο συναισθηματικό στοιχείο του ρόλου τους. Κι έτσι με αυτό τον τρόπο, οι κοινωνικές συγκρούσεις, τα ανθρώπινα διλήμματα αλλά και τα ανθρώπινα ελαττώματα, αποκτούν άλλη ισχύ.
Ο ΛΟΥΚΑ ΜΑΡΙΝΕΛΙ κάνει δημιουργία στο ρόλο του «Μάρτιν Εντεν», έχει όλη τη γλυκύτητα, την τρυφερότητα, τον κοινωνικό βασανισμό, την πείρα της ζωής, τη μαχητικότητα, την ανατρεπτικότητα και την αναρχία να τα προβάλει δια του συναισθήματος και να τους δίνει τη μεγάλη προοπτική. Εξαιρετικό το ερμηνευτικό σύνολο, συντονίζεται από τον κεντρικό άξονα Μαρινέλι! Ο οποίος έχει κι αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστικό εκτόπισμα.