Κι αυτό που πάντα θα έχει αξία, είναι το να γίνονται με τους όρους της Τέχνης, με τους όρους τη Δραματουργίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι πολιτικές επεξεργασίες… Κι αυτό συμβαίνει εδώ.
Διότι κάθε πολιτική, συνοριακή, κοινωνική αλλαγή φέρνει στο φως κι ομάδες ανθρώπων είτε λέγονται λαοί είτε ομάδες με κοινές ιδιότητες, που απελευθερώνονται και θέλουν να πουν τις δικές τους ιστορίες. Το θέμα είναι με ποιους όρους τις λένε. Αυτό εξετάζει η Τέχνη.
Στο συγκεκριμένο φιλμ, ο σπαραγμός των Τατάρων της Κριμαίας για την περιθωριοποίηση τους ή τον εξοβελισμό τους ή και τον εξοστρακισμό τους στα χρόνια της Σοβιετικής Ενωσης, γίνεται το δράμα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου και μέσα από αυτό το προσωπικό δράμα, το άξιο έργο φεύγει από την κατηγορία του περιστατικού κι αποκτά καθολικότητα, οικουμενικότητα.
Και στην εδώ περίπτωση η οικουμενικότητα έχει να κάνει με αυτό τον ανθρώπινο πόνο που ξεκινά από το προσωπικό κι απευθύνεται στο όλον. Στο αριστοτελικό «Καθόλου» Και με ένα τρόπο καταφέρνει και το περνά και στον «ξένο» θεατή που δεν γνωρίζει επακριβώς τα προβλήματα της Ουκρανίας. Μα κι αν τα γνωρίζει, μπορεί να έχει δική του πολιτική άποψη. Όταν όμως ξεκινάς από τον Ανθρωπο που είναι και ζητούμενο της Τέχνης, εξού και ο ΜΥΘΟΣ που είναι το βασικό συστατικό για την σύσταση Εργου, χρειάζεται στη συνέχεια τους χαρακτήρες ώστε η υπόθεση να ανθρωποποιηθεί ακόμα περισσότερο.. Με σκέτους χαρακτήρες έργο δεν βγαίνει, με χαρακτήρες όμως που βγαίνουν μέσα από τον μύθο, την υπόθεση, αρχίζουμε και προχωράμε προς τα επιτεύγματα.
Για να μη σας «ζαλίσω» άλλο: Η υπόθεση ξεκινά με ένα πατέρα που από το όνομα «Μουσταφά» μας επικοινωνεί γρήγορα τη μουσουλμανική θρησκεία του, άρα Τάταρος, για εκείνα τα μέρη και καθοδον μας συστήνεται αρκετά πάνω σε αυτό…αυτός λοιπόν ο πατέρας ξεκινά να παραλάβει το νεκρό σώμα του γιου του που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ Ρώσων κι Ουκρανών. Ο πατέρας είναι ένας άνθρωπος θυμωμένος, οργισμένος, απέναντι σε όλα κι έχει για παρέα τον μικρότερο γιό ο οποίος σπουδάζει και με τον οποίο η σχέση δείχνει να έχει προβλήματα…Ο πατέρας θέλει να παραλάβει το σώμα του σκοτωμένου και να το οδηγήσει στην προγονική εστία, στη γή του, στην Κριμαία..
Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού θα συμβούν πολλά δραματικά επεισόδια από τα οποία θα περάσει ο πατέρας που είναι κι κεντρικός ήρωας αλλά κι η σχέση με τον μικρότερο γιό και θα βγει κι ο χαρακτήρας του δευτερου, αυτού του γιού, που τον βαραίνει το πένθος του πατέρα και πάει να καταπλακώσει και τον ιδιο, χωρίς να ρωτήσει ποτέ κανείς αυτόν το μικρό γιό, τι γίνεται με το δικό του πένθος.. Με το δικό του πόνο, τη δική του απώλεια αλλά και την εχθρική στάση του γονιού που πενθεί το άλλο του παιδί..
Οι άνθρωποι που έφτιαξαν αυτό το έργο είναι πολύ ικανοί διότι δείχνουν δραματουργική και σεναριακή καταρτιση , στην επιλογή των επεισοδίων τα οποία, πηγαίνουν την ιστορία παρακάτω, κι όταν λέω παρακάτω εννοώ πως αφενός ξετυλίγουν ή φωτίζουν κάποιες πτυχές για να να κτίζεται κι η συνολική εικόνα ώστε φτάνοντας στο φινάλε να έχουμε πλήρη εποπτεία όχι μόνο του προσωπικού αλλά και του πολιτικού που αυτούς τους ανθρώπους τους βασάνισε και γιατί αισθάνονται έτσι. Κι αφετέρου, όπως είναι γραμμένα τα επεισόδια, εξου και μίλησα για κατάρτιση σεναριακή, διότι προσφέρουν και σασπένς για το τι έχει προηγηθεί στη ζωή αυτου του πατέρα και είναι έτσι.. Κι όταν φτάνει στην ολοκλήρωση, στην τελείωση, έχει αποκαλύψει κι ολοκληρώσει και το χαρακτήρα του μικρότερυ γιού-συνοδού..
Το δε φινάλε είναι μία επίδειξη (με την καλή έννοια- εξυπακούεται)δραματικότητας, τι επιλέγει ο σκηνοθετης για να δείξει το σπαραγμό του συγκεκριμένου χαρακτήρα κι επιλέγει να τον δείξει πλάτη κι η κάμερα να τον ακολουθεί και μέσα από τις συσπάσεις των ώμων να καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος αυτός σπαράζει. Κι επειδή ξέρει ο σκηνοθέτης τι του γίνεται, μας τον γυρίζει σιγά για να δούμε και το πρόσωπα, έστω κατά ¾ και να σιγουρευτούμε για το ποιος είναι αυτός που πενθεί με αυτό τον τρόπο.
Όλα βεβαίως ξεκινούν από το σενάριο. Κι οι Ουκρανοί δείχνουν ότι ξέρουν σινεμά , ότι έχουν ΣΠΟΥΔΑΣΕΙ ΣΙΝΕΜΑ και δεν εχουν γαλουχηθεί με ψευτομαγκιές του τύπου «πηγαίνω για γύρισμα με πέντε σελίδες στην κωλότσεπη για σενάριο», άλλος γράφει την ιδέα(ΝΟΒΡΟΥΖ ΧΙΚΜΕΤ), γυναίκα σεναρίστας την κάνει σενάριο (ΜΑΡΙΣΙΑ ΝΙΚΙΤΙΟΥΚ) κι ο σκηνοθέτης ΝΑΡΙΜΑΝ ΑΛΙΕΒ συμπληρώνει με την υπογραφή του, και προφανώς είναι αυτός που έδωσε στο σενάριο το τελικό κλίμα πριν από το ντεκουπαζ, που το έφτιαξε έτσι ώστε να γίνεται ένα πράγμα με τη σκηνοθεσία. Με την υποβλητικότατη φωτογραφία, που την γκριζάδα της περιοχής, την κάνει αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής των ηρώων.
Και με ένα ηθοποιό, στο ρόλο του πατέρα, τον ΑΧΤΕΜ ΣΕΜΠΙΤΑΜΠΛΑΕΦ, ο οποίος είναι εξαίρετος ηθοποιός κι ωραίος άντρας. Κι όταν λέω «ωραίος άντρας» αναφέρομαι σε πατρική ομορφιά, στην επιβολή που μπορεί κι ασκεί με την παρουσία του αυτός ο πατέρας ,πάνω στο γιό του…Αλλά και στους άλλους.. Μα πάνω στο γιό, ασκεί την γοητεία της επιβολής που η ανατροπή της θα οδηγήσει μελλοντική στην ταύτιση….Είναι πολύ σωστά επιλεγμένος ο ηθοποιός για «πατέρας» του συγκεκριμένου σεναρίου. Βγαίνει ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ μέσα από αυτή την επιλογή.
Θαυμάσια στέκει κι ο νεαρός, ο ΡΕΜΖΙ ΜΠΙΛΙΑΛΟΦ, επικοινωνεί συναίσθημα στον θεατή, ο ρόλος του σε κάποια σημεία συγγενεύει με του Τίμοθυ Χάτον στο «Συνηθισμενοι άνθρωποι» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Είναι ωραία και δυνατή ταινία. Κι έχει κι ένα μοντάζ από εκείνα που δεν φαίνονται και κάνει την ταινία να κυλά σαν νεράκι…