Τι εννοώ όταν λέω «σοφιστικέ» ένα φιλμ , πόσο μάλλον ένα γουέστερν; Το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχομε φαινομενικά (αλλά μόνο «φαινομενικά») μια ήρεμη ιστορία, στο πρώτο μάλιστα μέρος υπάρχει η ψευδαίσθηση του να μη συμβαίνει τίποτε σημαντικό, ενώ από κάτω υπάρχει κάτι που βράζει.
Κι αυτό το «κάτι που βράζει» πως το αντιλαμβανόμαστε ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ κι όχι βάση του δελτίου τύπου ή μιας αυθαίρετης κριτικής που μπορεί να «αποστήθισε» κάποιος και να την μηρυκάζει;
Αυτό βγαίνει μέσα από τη δουλειά με τους ηθοποιούς. Βγαίνει μέσα κι από το μοντάζ, από ένα μοντάζ που δεν φαίνεται αλλά είναι αυτό το οποίο διευκολύνει τη σκηνοθεσία στην έκφραση του «κάτι βράζει» από κάτω ενώ σε όλο αυτό βέβαια η κάμερα, που υπογράφεται κι αυτή από γυναίκα, την ΑΡΙ ΓΟΥΕΓΚΝΕΡ ακολουθεί την κίνηση μιας ηρεμίας κι όταν φτάνει στα κοντινά των ηθοποιών, αποτυπώνει με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, την έκφραση του καθενός, στο ότι εδώ ψυχολογικά κάτι παίζει.
Επίσης , χάρη στην ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ και τους συνεργάτες αυτής και βασικά τους location managers, που έχουν κάνει τα ρεπεράζ κι έχουν βρει τους χώρους, για λογαριασμό της σκηνοθέτη, μένουμε διαρκώς με την αίσθηση ότι παρακολουθούμε ένα «αυστραλιανό» γουέστερν, ή «νεοζηλανδικό» , λόγω πατρίδας της σκηνοθέτη ενώ κάθε τόσο μας υπενθυμίζει το σενάριο ότι βρισκόμαστε στη Μοντάνα των ΗΠΑ το 1923. Οι χώροι έχουν σκηνοθετηθεί κι αυτοί κι έχουν κινηματογραφηθεί ως χώροι υποδοχής και φιλοξενίας ενός άλλου τύπου γουέστερν κι όχι ενός κλασικού, παραδοσιακού κλπ, κλπ…
Δύο αδέλφια είναι στο επίκεντρο της ιστορίας, κεντρικός ήρωας είναι ο «σκληρός», ένας αινιγματικός κι άκαμπτος, ένας άνθρωπος που δεν συμπαθεί ούτε την καθαριότητα, ο άλλος είναι πράος. Κι ο πράος θα φέρει στο κτήμα μια γυναίκα που ο σκληρός δεν γουστάρει καθόλου την οποία στη συνέχεια και θα παντρευτεί, η οποία είναι χήρα και μαζί θα ΄έρθει κάποια ώρα κι ο γιός της. Είναι χήρα και μπεκρού. Ηρεμη μπεκρού, όμως. Τίποτε υπερτονισμένο. Όλα δουλεύουν υπόγεια και στη συνθήκη που ορίζει η σκηνοθέτης. Τα ξετυλίγματα θα είναι σταδιακά ,καθοριστικό ρόλο θα παίξει ο παράξενος τρόπος με τον οποίο θα γίνει η προσέγγιση του σκληρού, του Φιλ (όπως τον λένε στο σενάριο), με το παλικαράκι, το γιό της χήρας..
Εχει επενδύσει πολύ πάνω στον ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΚΑΜΠΕΡΜΠΑΤΣ η Τζέην Κάμπιον. Ενας ηθοποιός ο οποίος έχει καταφέρει το «ακατόρθωτο»: Να «αποβάλει» την ίδια του τη φάτσα, αυτή που στο ξεκίνημα της καριέρας του, τον όριζε (κι αυτό είναι υπέρ) αλλά και τον περιόριζε (αυτό είναι κατά). Όμως τόσο ο ίδιος ο ηθοποιός όσο κι οι ατζέντηδες που τον πίστεψαν κι ο ‘ίδιος που προφανώς θέλησε να κινηθεί σε απαιτητικότερα έργα και το έψαξε κι οι κινηματογραφιστές που είδαν το εύρος στο ταλέντο του κι ήρθαν σε σύζευξη με τους ατζέντηδες που τον φρόντιζαν να τον στέλουν σε ποιοτικές δουλειές, άρχισαν να του «δουλεύουν» και στοιχεία ακόμα και πάνω στο πρόσωπο του. Ωστε να μη τονίζονται τα κάποια χαρακτηριστικά που τον έκαναν ιδιαίτερο και να εκδηλώνεται με την έκφραση που το ταλέντο του έδειξε ότι διαθέτει. Εδω έρχεται κι προσθέτει μία εξαιρετική ερμηνεία στο ενεργητικό του. Όχι απλώς εξαιρετική αλλά και χρήσιμη ανυπολόγιστα για τη σκηνοθέτη της ταινίας που από αυτόν ζητά την ηρεμία και το ηφαίστειο που βράζει. Κι ο Κάμπερμπατς διαπερνά με αυτό όλη την ταινία. Με τη βοήθεια και των συνεργατών-κινηματογραφιστών που προανέφερα αφού αυτός είναι από τα βασικά στοιχεία επένδυσης. Είναι έξοχος. ΚΙ από λιτότητα, ούτε λόγος. Απόλυτη εκφραστική λιτότητα.
Εξοχη είναι η ΚΙΡΣΤΕΝ ΝΤΑΝΣΤ που παίζει τη χήρα. Είναι εξαιρετικό το παίξιμο της. Λιτό, αφαιρετικό, ανυπογράμμιστο κι ενώ μέσα της υπάρχουν του κόσμου ο ρωγμές, κι ενώ έχει το καταφύγιο του ποτού, ουδέποτε παρεκτρέπεται στο να παίξει τη μεθυσμένη σαν «μεθυσμένη». . Δεν την αφήνει κι η Κάμπιον βέβαια. Είναι μια σαφής σκηνοθετική οδηγία ότι θα είναι μεθυσμένη , δεν θα την παριστάνει!. Αυτή η διαφορά, ας πούμε, των δυο εννοιών, ως σκηνοθετική καθοδήγηση μπορεί μέσω του ηθοποιού να οδηγήσει το έργο ολόκληρο σε άλλα μονοπάτια, όπως είπαμε στην αρχή περί του «σοφιστικέ». Το θέμα είναι ότι η Ντανστ το πετυχαίνει αυτό, χωρίς να υποπαίζει. Μια παγίδα πολλών ηθοποιών στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά αλλά σε μας υπάρχει και το πρόβλημα των ελλιπών σεναρίων. Ενώ εδώ το σενάριο έχει ψωμί από κάτω, βασίζεται και σε βιβλίο άλλωστε. Μην ξεχνάμε ότι η Κάμπιον είναι και σεναριογράφος, και μάλιστα το ΟΣΚΑΡ στο «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΙΑΝΟΥ» το έχει πάρει με αυτή την ιδιότητα, της ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΥ.
Προσθέτω κι άλλον ένα ηθοποιό στη λίστα: Τον ΚΟΝΤΙ ΣΜΙΤ-ΜΑΚΦΗ. Τον νεαρό που παίζει το γιό της Ντανστ. Ιδιαίτερη περίπτωση που μπορεί και κρατεί την αινιγματικότητα του ρόλου ή, για να είμαι σαφέστερος, ο ίδιος δίνει μια δόση αινιγματικότητας μέχρι να ξετυλιχθεί, κι αυτό είναι επίσης ενταγμένο στη σκηνοθετική καθοδήγηση και στο σενάριο της Κάμπιον.
Δεν θα παραλείψω τον ΤΖΕΣΕ ΠΛΕΜΟΝΣ που παίζει τον αδελφό, ο οποίος έχει την «ατυχία» να κάνει τον συμπαθητικό ρόλο, ωστόσο χάρη στην Κάμπιον, είναι ένας αινιγματικός συμπαθής κι αυτό ίσαμε το τέλος, συμμετέχει στο παιχνίδι των πιθανών ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ανατροπών.
Αφησα τελευταίο τον συνθέτη, τη ΜΟΥΣΙΚΗ -για να μιλήσω Εργοκεντρικά. Τη μουσική που έγραψε ο ΤΖΩΝΥ ΓΚΡΗΝΓΟΥΝΤ ο οποίος είχε κάνει κάτι πολύ ιδιαίτερο μουσικά στην «Αόρατη κλωστή» του Πωλ Τόμας Άντερσον για την οποία είχε προταθεί για το Οσκαρ, το ανάλογο απολύτως ιδιαίτερο κάνει και στη Κάμπον-προφανώς γι αυτό και τον φώναξε. Η μουσική δεν είναι αυτό που εννοούμε όταν λέμε «score» και σίγουρα δεν είναι κάτι για να τραβήξει τους soundtrack- άδες. Είναι μια μουσική που έχει σχέση με τα όργανα, όχι ως ορχήστρα αλλά ως κάθε όργανο και μια ανεξάρτητη περίπτωση, κι ως έτσι το χρησιμοποιεί για να εκφράσει ένα συναίσθημα ή να «σχολιάσει» μια κατάσταση, σαν να έκανε νότες πάνω σε ένα όργανο για την κάθε περίπτωση..