Η υπόθεση του έργου είναι ωραία. Τραβά το θεατή διότι έχει πάνω από όλα πλοκή από εκείνες που σου κινούν την περιέργεια. «Τι θα γίνει στο τέλος;». Πολύ βασική προυπόθεση για να σε τραβήξει ένα έργο, να του παραδοθείς και να σε πάει μέχρι το τέλος. Αλλωστε είναι ένας από τους βασικούς λόγους για να πάει κανείς σινεμά.
Πόσο μάλλον όταν είναι και καλογυρισμένο…!
Μια γυναίκα , λοιπόν, η Νέλι, το 1945 επιστρέφει από τα στρατόπεδα καθότι Εβραία. Αφανίστηκε η οικογένεια της. Η Νέλι επιστρέφει αλλά πως; Με μια μούρη που έχει στραπατσαριστεί ολοσχερώς, τυλιγμένη σε γάζες, έτοιμη για χειρουργείο. Την παρατρέχει μια άλλη Εβραία, η οποία έπαψε από καιρό να αισθάνεται Γερμανίδα κι ετοιμάζεται να φύγει για την Παλαιστίνη…
Η Νέλι μπαίνει σε μια σειρά επεμβάσεων, οι γιατροί τη διαβεβαιώνουν ότι το πρόσωπο που είχε δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναφτιαχτεί, με τις πλαστικές όμως θα της δώσουν ένα άλλο. Παρά τις επίμονες αντιρρήσεις της και την επιθυμία της να ξαναδεί το παλιό πρόσωπο. Τελικά, εμφανίζεται με εντελώς νέο κι ο γιατρός την παροτρύνει να το αποδεχτεί , να το δει σαν μια νέα αρχή. Είναι πλέον μία ΑΛΛΗ.
Μοναδική της επιθυμία είναι να ξαναβρεί τον σύζυγο, που, όπως θα καταλάβουμε δεν ήταν Εβραίος. Ωστόσο, οι θεατές ξέρουμε από μία σύντομη σκηνή πως ο σύζυγος την έχει διαζευχτεί εν τη απουσία της στα στρατόπεδα χωρίς εκείνη να το γνωρίζει. Η λεγόμενη «τραγική ειρωνεία».
Η Νέλι κυκλοφορεί στα χαλάσματα και στα ερείπια του αμερικανοκρατούμενου τομέα, εκεί που κυκλοφορούν τις νύχτες πόρνες και μαυραγορίτες αλλά και Αμερικάνοι στρατιώτες κι αξιωματικοί… τελικώς εντοπίζει τον σύζυγο. Εκείνος, όμως, ΔΕΝ την ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ. Παρά σχεδόν αμέσως της δηλώνει τις προθέσεις του: Να την μετατρέψει σε «Νέλι» ώστε να πάρουν την περιουσία που στο μεταξύ η Νέλι απέκτησε, χωρίς να το ξέρει, διότι κληρονόμησε τους συγγενείς που εξολοθρεύτηκαν στο Αουσβιτς. Κι η Νέλι αποφασίζει να παραστήσει ότι δεν είναι η Νέλι αλλά μια που θα παραστήσει τη Νέλι.
Στο σημείο ξεπηδούν οι πρώτες δικές μου ενστάσεις αλλά κάνω υπομονή διότι πρέπει να δώ πως θα εξελιχτεί παρακάτω κι αν αυτά τα οποία με κάνουν καχύποπτο μήπως και δικαιωθούν στη συνέχεια δραματουργικά.
Οι φόβοι μου δυστυχώς πυκνώνουν κι επαληθεύονται όσο προχωρεί το φιλμ το οποίο ως εξαιρετικά καλογυρισμένο εξακολουθεί να γοητεύει ή και να πλανά- να το πούμε κι αυτό.
Διότι πώς να δεχτώ ότι πράγματι δεν την αναγνώρισε ο σύζυγος; ΟΚ, λέω στον εαυτό μου, της έχουν αλλάξει εντελώς τη μούρη σύμφωνα με το σενάριο. Μάλιστα! Η φωνή της δεν του λέει τίποτα; Τα μάτια της, γύρω από τα οποία παίζεται κι ολόκληρη σκηνή, επίσης δεν του λένε; Σε μια σκηνή που παριστάνουν ότι φιλιούνται , η ανάσα της, το φιλί της, δεν τον κάνουν να την αισθανθεί; Στο κάτω- κάτω δύο μόλις χρόνια έχουν περάσει. Το αντίθετο της «Πολίτικης κουζίνας» δηλαδή, που την άφησε μωρό και την ξαναβρήκε παντρεμένη γυναίκα κι ήταν όλα κι εκεί κανονικά…
Και συνεχίζω.
Και δεν την αναγνωρίζει λοιπόν ο σύζυγος . Όμως την αναγνωρίζει η γειτόνισσα έστω και με αλλαγμένη μούρη η οποία γειτόνισσα την είχε δει από το παράθυρο τη μέρα που τη συλλάμβαναν;
Τρύπες και στο πουκάμισο/και στο σακάκι τρύπες.
Ω, ναι. Κάπως έτσι είναι γραμμένο και στο βιβλίο λέει. Και λοιπόν; Εγώ θα πάω και παρακάτω. Και θα πω ότι η ίδια η ΖΩΗ επιφυλάσσει ιστορίες που η συγγραφική φαντασία αδυνατεί να τις συλλάβει. Το θέμα όμως δεν είναι αν μπορεί να συμβούν και στη ζωή. Το θέμα στην Τέχνη είναι αν την ώρα που βλέπεις κάτι σε πείθει , έτσι όπως ξετυλίγεται στο πανί, για την αληθοφάνεια του και δεν σου αφήνει ούτε ίχνος υποψίας για κενό.
Κι εδώ οι ενστάσεις μου είναι πολύ συγκεκριμμένες. Ετσι κι αλλιώς έχω πειστεί απόλυτα ότι πρόθεση του έργου είναι να αφηγηθεί μία ιστορία πλοκής παρά να προχωρήσει σε άλλου τύπου ψυχολογίες και ψαξίματα. Δεν έχει δηλαδή διάφορα «πιραντελικά» με το πώς είμαστε εμείς και πως μας βλέπουν οι άλλοι κι ο καθένας χωριστά . Ούτε τι σημαίνει για έναν άνθρωπο η απόκτηση νέου προσώπου όπου πίσω από αυτή τη «μάσκα» προχωρεί σε άλλες διαπιστώσεις. Ο, τι υπάρχει από αυτό στο έργο είναι μόνο για την ενδυνάμωση της πλοκής και της περιέργειας του θεατή.
Παρόλο ότι πλέον είμαι κακά υποψιασμένος κι ενοχλημένος από τις τρύπες που εντοπίζω χωρίς να το θέλω, εξακολουθώ να έχω μια υπερασπιστική διάθεση επειδή με έχει πλανέψει η αδιαμφισβήτητη κινηματογραφική του γοητεία. Ρυθμός, φωτογραφία απαράμιλλη, σκηνογραφία υποβολής και μια πρωταγωνίστρια αξιώσεων όπως η ΝΙΝΑ ΟΣ, που την είχα θαυμάσει και στην «Μπάρμπαρα» του ίδιου σκηνοθέτη, του ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΕΤΖΟΛΝΤ, με κάνουν να περιμένω το θαύμα της ανατροπής. Με ένα πιστοποιητικό στο φινάλε, που η «τραγική ειρωνεία» , στην οποία αναφέρομαι πιο πάνω, παύει να υφίσταται διότι η ηρωίδα έχει γίνει κάτοχος της πληροφορίας, περιμένω το ύστατο. Μήπως δηλαδή κι ο σύζυγος το ήξερε ότι είναι αυτή και το έκανε εν γνώσει για να της φάει την περιουσία. Μα πάλι δεν στέκει. Αν τώρα ο σκηνοθέτης νομίζει ότι θα βρεθούν τίποτε δικοί «του» κριτικοί να τον υμνήσουν και να τον υπερασπιστούν λέγοντας πως «μα αυτό εννοεί αλλά άσχετο πού ούτε το λέει ούτε το δείχνει», ε, εδώ περνάμε σε άλλες σφαίρες κι έχουμε φύγει εντελώς από το έργο και την κριτική του κινηματογράφου.