Μια κοπέλα , εντελώς ανερμάτιστη, μια κοπέλα που δεν ξέρει τις ακριβώς θέλει από τη ζωή της κι από τους άντρες, μια κοπέλα που δεν έχει βρει τις απαντήσεις διότι προηγουμένως δεν έχει βρει και τις ερωτήσεις παρά μόνο σε γενικότητες.
Η «DARLING» ήταν μια μεγάλη στιγμή του αγγλικού σινεμά της δεκαετίας 60, μια ταινία που ξέφευγε από τα στερεότυπα που προωθούσε το «free cinema» ενώ ταυτόχρονα εξελισσόταν στα πλαίσια του, όχι τα σκηνογραφικά βεβαίως αλλά τη νοοτροπία του. Ηταν ένα έργο που μαζί με το «BLOW UP» του ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ και των σεναριογράφων ΤΟΝΙΝΟ ΓΚΟΥΕΡΑ και ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΜΠΟΝΤ, υπέγραψαν επί της οθόνης το Λονδίνο της δεκαετίας 60, με εντελώς διαφορετικό τρόπο το καθένα.
Η «DARLING», γέννησε μια ηρωίδα που αποτέλεσε επανάσταση στη δραματουργία με την έννοια ότι ήταν ένα εντελώς πρωτότυπο πλάσμα επειδή έδειχνε να γεννιέται μέσα από τη συγκεκριμένη εποχή, τη συγκεκριμένη χώρα, τη συγκεκριμένη πρωτεύουσα, δηλαδή το Λονδίνο της δεκαετίας 60, σαν ένα πλάσμα που κάπου χάνεται μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει και μέρος αυτού του κόσμου είναι κι η ίδια. Μέσα εκει γεννήθηκε και τα ανθρώπινα στοιχεία της ήταν τέτοια ΄΄ώστε στο ανερμάτιστο εκείνο κορίτσι να δώσουν τέτοια καθολικότητα που να γραφτεί ρόλος-πρότυπο.
Κι ακολούθησε κι άλλη μία, από Ιταλό σκηνοθέτη, τον Σύλβιο Ναριτζάνο, στην Αγγλία καμωμένη κι αυτή, βασισμένη, όμως, σε βιβλίο που γραφόταν σχεδόν παράλληλα με το «Darling», από γυναίκα συγγραφέα, την Μάργκαρετ Φόρστερ, το «Τζώρτζυ η πολυαγαπημένη» (Georgy Girl), το οποίο ανέδειξε την Λυν Ρεντγκρέηβ . Ηταν μια «darling» συνεπέστερη σε σχέση με τις επιπολαιότητες της κι ο Ναριτζάνο της έδωσε και κάποια μεσογειακά χαρακτηριστικά στη σκηνοθεσία του..
Είχε πατήσει κι αυτή πάνω στο πρότυπο.
Αυτά όλα, επειδή «Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» εκ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ, είναι έργο κατά βάση σεναρίου και από πλευράς περιεχομένου και είδους, είναι έργο ΗΡΩΙΔΑΣ. Κι η ηρωίδα αυτή έχει καταγωγή. Καλλιτεχνική καταγωγή . Και γεννιέται, 60 χρόνια περίπου μετά την «εισηγήτρια», και ζει τώρα σε μια διαφορετική πατρίδα κι η πατρίδα αυτή είναι η Νορβηγία, οι δημιουργοί του έργου είναι Νορβηγοί (έχουν και κάτι από …Δανία), ο ΓΙΟΑΚΙΜ ΤΡΙΕΡ κι ο σεναριογράφος συνεργάτης του ΕΣΚΙΛ ΒΟΓΚΤ και φτιάχνουν μια ηρωίδα με ρίζες αφενός και με απόλυτη συνέπεια και συνάρτηση αφετέρου με το χώρο στον οποίο ζει και κινείται, αποδεικνύοντας τη Γνώση τους κι ότι τα έργα έχουν Χρόνο και Τόπο..Απο εκεί βγαίνουν κι οι ρίζες!!
«Ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο» που την περίοδο των Όσκαρ διαφημιζόταν ως «το χειρότερο κορίτσι στον κόσμο» βγαίνει μέσα από τη σημερινή Νορβηγία, από τους χώρους της κουλτούρας και της καριέρας, βγαίνει μέσα κι από τα όσα καλείται να διαχειριστεί μια σύγχρονη γυναίκα κι η ηρωίδα δείχνει κάπου μπερδεμένη μέσα σε όλο αυτό. Στο τι θέλει, τι επιθυμεί, τι επιδιώκει, τι πρότυπα της περνάνε, ποια είναι η σχέση με τον ένα γκόμενο, ποια είναι η υπόγεια διάθεση με τον άλλο, τι κάνει η οικογένεια σε αυτά κι η ίδια στροβιλίζεται ανάμεσα στις επιθυμίες, στα πάρτυ, στις κοινωνικές συναναστροφές και σε ένα κόσμο ο οποίος, όπως δηλώνεται από τους δυο δημιουργούς , τον σκηνοθέτη και τον συν-σεναριογράφο του, είναι ένα κόσμος μπερδεμένος αλλά καθόλου μίζερος, έχει διάθεση για ζωή, εξου και μέσα εκεί μπερδεύεται, και το θέμα «ζωή» καταλήγει σε «Απαν»……. κι ο θεατής, ο μη Νορβηγός, συναισθάνεται και το μπέρδεμα της ηρωίδας και το ότι δεν θα τον χαλούσε να ζούσε εκεί, να ήταν μέρος της κοινότητας και της απελευθέρωσης, να συμμετείχε σε αυτά τα πάρτυ μα και συγχρόνως να βλέπει τι μπορεί να πιέζει τους τριγύρω χαρακτήρες που να μη γίνεται δια γυμνου οφθαλμού ορατό. Αυτό που δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον στην παρακολούθηση είναι το χιούμορ των χαρακτήρων.. Πιθανόν στο Νορβηγό θεατή να γίνεται χιουμορ και του θεατή. Στον «ξένο» κι ειδικά τον μεσημβρινό, σαν και του λόγου μας, γίνεται διαπίστωση ότι γύρω από το Βορρά υπάρχει μια παρεξήγηση που έχει να κάνει με κατασκευασμένα πρότυπα και με τη χωρίς δευτερη σκέψη ή έρευνα, υιοθέτηση κι ανακύκλωση τους. Ότι οι Βορειοι στερούνται χιούμορ. Η ταινία αυτό το ανατρέπει. Όχι ως μία συμπτωματικη περίπτωση αλλά ως τρόπο έκθεσης χαρακτήρων.
Η διαφορά με την «Darling» είναι στον τρόπο αντιμετώπισης της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Είναι δύο χαρακτηριστικές σκηνές των ηρωίδων κι είναι αυτές που καθορίζουν τόσο τις ηρωίδες δραματουργικά όσο κι ως προς το ότι έχουν περάσει 60 χρόνια κι η γυναίκα συνομιλεί με τον εαυτό της με διαφορετικό τρόπο για τα αδιεξοδα της. Και για τις μπερδεμένες επιθυμίες της ή και για τις ενοχές της και την απενοχοποίηση της.
Μέσα σε όλο αυτό της ανερμάτιστης, υπάρχει καθόλου χώρος και για αισθήματα; Ω, ναι. Διότι υπάρχουν οι γυρω χαρακτήρες που την πλαισιώνουν κι αυτοί είναι που της υπαγορεύουν το ..εντός, το..εκτός και το…επι τα αυτά. Εξου κι είναι ένα σενάριο, που έφτασε μέχρι τα Οσκαρ ,αν και ξένο, μαζί με της Διεθνους Ταινίας. Βέβαια, το Οσκαρ σεναρίου για αυτού του είδους την ηρωίδα, εκείνη που το κατέκτησε ήταν η «Darling». Και για την ωρα, δεν της το απειλεί καμμιά.
Θαυμα η πρωταγωνίστρια ΡΕΝΑΤΕ ΡΕΙΝΣΒΕ, που βραβεύτηκε στις Κάννες για το ρόλο, κάνει ένα εξαιρετικά αβίαστο παίξιμο, από αυτά που δεν φαίνονται, κωμικό και δραματικό χωρίς υπογράμμιση, θελκτικό εμφανισιακά χωρίς αυταρέσκεια. Όπως άξια προσοχής είναι και τα σκηνικά, κι η σκηνογραφική επιλογη του χρώματος που δεν καταλήγει στο «κρύο».