Η ομορφιά στην ταινία του Κένεθ Μπράνα είναι ότι κράτησε το παραμύθι σχεδόν ατόφιο. Απλώς, το ξανάκανε. Και πράγματι καλεί τα σύγχρονα παιδάκια, που το έχουν ακούσει ή το έχουν διαβάσει στα νηπιαγωγεία τους, να το δούν και στο σινεμά. Σε έκδοση της εποχής τους κι όχι σε κάτι παλαιότερο.
Θυμήθηκα την ανάλογη δική μου εμπειρία όταν σε ηλικία 7 ετών με πήγαν οι γονείς μου στο θέατρο του Εθνικού Κήπου, όπου συνηθιζόταν να παίζουν στο πρώτο μέρος μια επιθεώρηση και στο δεύτερο ένα παραμυθόδραμα, κάπως συντομευμένο αλλά και με σατιρικές αιχμές. Εκείνο το καλοκαίρι παιζόταν στο πρώτο μέρος η επιθεώρηση «Γυναίκες και λουλούδια» με Χρήστο Ευθυμίου, Ρένα Βλαχοπούλου, Καίτη Μπελίντα, Σπεράντζα Βρανά κλπ και στο δεύτερο μέρος έπαιζαν ως παραμυθόδραμα την «Σταχτοπούτα». Τη Σταχτοπούτα την έκανε η Ντόρα Γιαννακοπούλου, που δεν θα την ξεχάσω με εκείνο το ροζ φόρεμα, ο Χρήστος Πάρλας έκανε το πριγκιπόπουλο, η Νανά Σκιαδά την κακιά μητριά, η Κάκια Κοντοπούλου τη νονά της Χιονάτης τη νεράιδα ενώ για τις δύο άσχημες και κακές προγονές της ηρωίδας είχαν κρατήσει το σατιρικό, αιχμηρό κομμάτι και τις υποδύονταν ο Σταύρος Παράβας κι ο Κώστας Μποζώνης που κρατούσαν, ειδικά ο Παράβας, το κωμικό μέρος στο παραμύθι.
Βλέπετε, τα θυμάμαι σαν να συνέβησαν μόλις το καλοκαίρι που μας πέρασε. Κι αυτό επειδή τότε, σε εκείνη την ηλικία, είχα δει για πρώτη φορά «ζωντανεμένο» το παραμύθι, που τόσο στο σπίτι όσο και στο νηπιαγωγείο που πήγαινα μας διάβαζαν και μας ξαναδιάβαζαν. Και φυσικά με μάγεψε το ζωντάνεμα εξού κι η μνήμη, ολόλευκη σελίδα στην ηλικία εκείνη, το αποτύπωσε στο ακέραιο.
Γι αυτό κι επικροτώ την κίνηση του Κένεθ Μπράνα αλλά και της παραγωγής των στούντιο Ντίσνει (το κινούμενο σχέδιο του Ντίσνει το είδα μετά την παράσταση του Μπουρνέλη στον Εθνικό Κήπο, όταν είχε βγει σε επανάληψη) να μείνει χωρίς πειράγματα ουσίας, να το δουν και να το απολαύσουν τα σημερινά παιδάκια. Να δουν το παραμύθι κι όχι την άλλ’αντ’άλλων «ερμηνεία» κάποιου σκηνοθέτη, auteur ή μη.
Ωστόσο, τον υπογράφοντα αυτό που τον μάγεψε στην ταινία ήταν το ενδυματολογικό κομμάτι. Κάθισα και χάζεψα τα κοστούμια της κορυφαίας Αγγλίδας ενδυματολόγου, η οποία μαζί με την Μιλένα Κανονέρο και την Κολίν Ατγουντ αποτελούν τις ΤΡΕΙΣ ενδυματολογικές δυνάμεις του σινεμά των ημερών μας.
Πως μέσα από το κοστούμι ζωντανεύεις αφενός ένα κόσμο κι αφετέρου πως καλείσαι εσύ , περισσότερο από τους άλλους συντελεστές , να περάσεις τη γραμμή της σκηνοθεσίας που είναι το παραμύθι.
Η Σάντυ Πάουελ παίζει με τα χρώματα, αφού το χρώμα σε μια παιδική ταινία είναι βασικός πόλος έλξης. Επίσης, τα χρώματα είναι περασμένα από τέτοια «πατίνα»- τα χρώματα των ρούχων εννοώ- ώστε να είναι μεν κοστούμια που υποδηλώνου κι υποδεικνύουν εποχή, αλλά σκοπός τους είναι να εξυπηρετήσουν το παραμύθι.
Εδώ δεν περιοριζόμαστε μόνο στα χρώματα αλλά μεγάλη σημασία έχουν και τα υφάσματα, Αλλιώς γράφει το χρώμα από ύφασμα σε ύφασμα.
Αυτά μου τα είχε εξηγήσει με «κουραστικές» για το κοινό λεπτομέρειες η Θεώνη Βαχλιώτη Ωλντριντζ για τη δουλειά της στον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» στο σινεμά και για τα κοστούμια στο «Κλουβί με τις τρελές» για το θέατρο. Για το πόσο διαφορετικά δηλαδή κοστούμια θα είχε κάνει για το ίδιο έργο του Ζαν Πουαρέ αν είχε να «ντύσει» την εκδοχή σε πρόζα αντί για την βερσιόν του μιούζικαλ.
Η χρωματική φαντασία της Σάντυ Πάουελ φαίνεται στα κοστούμια που εναλλάσσει για την Σταχτοπούτα πριν και μετά τη βραδιά του χορού, με αποθέωση το κοστούμι που θα φορέσει στο χορό καθώς και με τα ρούχα του πρίγκιπα. Η δημιουργική, όμως, φαντασία που ξεκινά με όπλο τα χρώματα αλλά έχει να ντύσει και ηθοποιό ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ η οποία θα εν ισχύσει με την παρουσία της την ταινία, είναι στα κοστούμια που έχει φτιάξει για την ΚΕΙΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ, η οποία υποδύεται την κακιά μητριά. Ναι, διότι μέσα στο παραμύθι έχει να ντύσει και μία σταρ, μία προσωπικότητα. Όπως άλλωστε, στις δύο προ ετών εκδοχές της «Χιονάτης», όπου είχε ξεκινήσει αυτή η μόδα της επαναφοράς των παραμυθιών στην οθόνη, σταρ ήταν οι «κακές μητριές» , η ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ και η ΣΑΡΛΙΖ ΘΕΡΟΝ, όπου και στις δύο περιπτώσεις, η ενδυματολόγος που τις έντυσε έγινε πιο σταρ από τις σταρ, η αείμνηστη Εικο Ισιόκα στο πρώτο κι η Κολίν Ατγουντ στο δεύτερο, κι ήταν οι υποψηφιότητες για Οσκαρ των ταινιών (στο δεύτερο είχαν προταθεί και τα οπτικά εφφέ).
Εδώ λοιπόν η Σάντυ Πάουελ έχει να ντύσει την Κέιτ Μπλάνσετ ως κακιά μητρια σε παραμύθι. Την έχει ξαναντύσει σε μια συνεργασία που αποδείχθηκε «οσκαροφόρος» και για τις δύο , στο «Aviator» του Μάρτιν Σκορσέζε. Αρα, την ξέρει. Εκεί την έντυσε με ρούχα τέτοια που να τονίζουν το σοφιστικέ του χαρακτήρα και να υποδεικνύουν την Κάθριν Χέπμπορν. Όχι ,όμως, την Κάθριν των ταινιών ώστε να «ξεπατικώσει» αλλά της ζωής και πιο συγκεκριμένα του δεδομένου σεναρίου. Εδώ παίζει διαφορετικό ρόλο η Κέιτ Μπλάνσετ και καλείται να παίξει διαφορετικό ρόλο κι η Σάντυ Πάουελ. Τη ντύνει σαν υπερφορτωμένη βασίλισσα, με σηκωμένους γιακάδες ώστε να εκπέμπουν ένα «σφύξιμο» προς τον θεατή που τη βλέπει , να του μεταδίδει δηλαδή ένα ζόρι και μέσα από το ρούχο ώστε μέσα από το ίδιο ρούχο να βοηθιέται και η ηθοποιός. Κι ως χρώματα επιλέγει τα χτυπητά εκείνα με τα οποία επικοινωνούσαν στο παιδικό κοινό την συγκεκριμένη κακιά μητριά , οι εικονογραφημένες εκδόσεις του παραμυθιού που κυκλοφόρησαν ανά εποχή και που σε όλα το χρώμα χτυπούσε μάτι με τη ζωηράδα του. Χτυπούσε αλλά δεν πονούσε. Είναι το όριο που μπορεί να βάλει στον εαυτό της μια ενδυματολόγος όταν θέλει να παίξει με υπερβάσεις, όπως είναι το είδος «παραμύθι».
Η Ηντιθ Χεντ, η σταρ ενδυματολόγος του Χόλυγουντ με τα 8 Οσκαρ, έλεγε ότι οι ώμοι είναι το σημείο του σώματος που πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα ο ενδυματολόγος όταν θέλει να υπογραμμίσει χαρακτήρα. Κι αναφερόταν στη δική τους δουλειά, στην «Κληρονόμο» , πως για να βοηθήσει την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ να προβάλει στην ερμηνεία της το στοιχείο της σφιγμένης γεροντοκόρης, είχε φροντίσει να μην εφαρμόζει απόλυτα στους ώμους το ρούχο. Προσέξτε κι εδώ πως από τους ώμους της Κέιτ Μπλάνσετ ξεκινά το «κλείσιμο» που καταλήγει στον σηκωμένο γιακά.
Νομίζω, ότι την πρώτη υποψηφιότητα για το Οσκαρ κοστουμιών του 2016 την είδαμε ήδη.