Αυτή είναι μια εισαγωγή που μπορεί να μην ενδιαφέρει τον θεατή καταναλωτικών διαθέσεων, ξεκινώ όμως από αυτήν επειδή δυο Αργεντίνοι καλλιτέχνες του σινεμά, ο ΜΑΡΙΑΝΟ ΚΟΝ κι ο ΓΚΑΣΤΟΝ ΝΤΟΥΠΡΑΤ , σεναριογράφοι-σκηνοθέτες, δείχνουν πανέξυπνοι και γνώστες του είδους, του πως θα κάνουν και θα στήσουν κωμωδία, πως θα κάνουν σάτιρα κι η σάτιρα θα είναι έξω από κλισέ που συνηθίζουν διάφορες ανεπαρκείς περιπτώσεις, κι εν πάση περιπτώσει η διαχείριση του υλικού είναι που επιτρέπει να πούμε όλα αυτά.
Αν κι η ταινία ξεκινά ελαττωματικά, αλλά με ποιά έννοια; ότι αυτό που λειτούργησε τελικά ως αφορμή έδειχνε ότι θα ήταν κύριο ζητούμενο: Ενας επιχειρηματίας, προχωρημένης ηλικίας που ετοιμάζεται να τα παρατήσει, θέλει να αφήσει πίσω του και κάτι ώστε να τον θυμούνται. Κι επιλέγει να ρίξει χρήματα στη δημιουργία μιας ταινίας όπου θα συγκεντρωθούν οι αριστείς: Η διασημότερη σκηνοθέτης που αυτή τη στιγμή υπάρχει στον κόσμο και οι δύο κορυφαίοι ηθοποιοί διότι το έργο που θέλει να αφήσει ο μπίζνεσμαν, έχει βιωματικό χαρακτήρα..
Στο σημείο αυτό, τα πράγματα είναι λίγο θολά. Στο τι ακριβώς περιμένουμε κι εμείς οι θεατές να βγει από αυτή την ιστορία. Ισως τούτο καθυστερήσει λίγο τη σύνδεση μας με το έργο και με το είδος στο οποίο ανήκει. Καθώς, όμως, θα αρχίσει να ξετυλίγεται, μόνο του θα μας πάρει από το χέρι και θα μας πάει εκεί που έχει προγραμματίσει και θα μας υποχρεώσει κι εμάς να ξεκολλήσουμε αν κολλήσαμε πέραν του επιτρεπτού, κι όταν στο φινάλε θα μας ξαναφέρει τον μπίζνεσμαν, α, τότε δεν θα τον έχουμε ανάγκη, διότι καταλάβαμε ότι ήταν μια αφορμή κι αλλού κρυβόταν το ζουμί.
Και το ζουμί βρισκόταν στο παρασκήνιο του πως στήνεται μια ταινία, όχι όμως σε στυλ «αμερικάνικη νύχτα» του Τρυφφώ αλλά πάνω στη σχέση που στήνει η σκηνοθέτης με τους δύο ερμηνευτές της, οι ανταγωνισμοί από τους οποίους επωφελείται , άλλοτε καλλιεργεί και προκαλεί, τα ψυχολογικά παιχνίδια στα οποία τους βάζει..ΚΑΙ…ΚΑΙ..ΚΑΙ… όλα αυτά γίνονται με ένα πρωτότυπο, έξω από κλισέ, τρόπο, όπως ανέφερα και πιο πάνω, και σίγουρα όταν καταλήγουμε να πάμε στις Κάνες απουσιάζει εκείνο το κλισέ πως κατά λάθος έγινε μια ταινία κουλτουρε κι οι λογής ηλίθιοι την δέχτηκαν και την πέρασαν για αριστούργημα….. Όχι, εδώ δεν πάει έτσι και παρόλο ότι ως Εργοκεντρικός είμαι πολέμιος αυτών των ηλιθίων, εν τούτοις είμαι μεγαλύτερος πολέμιος των κλισέ.
Εδώ λοιπόν ΄΄έχει πολύ ενδιαφέρον το πως στήνεται το ψυχολογικό παιχνίδι της κωμωδίας από τους δυο ικανούς Αργεντίνους κι όσο προχωράει, ειδικά στο δεύτερο μέρος, τα γέλια είναι φωναχτά και συχνά.
Σε αυτό έχει συμβάλει το γεγονός στο προς ποια κατεύθυνση έχουν διευθύνει τους ηθοποιούς στον τρόπο ερμηνείας της κωμωδίας και θέλω να ξεκινήσω από το ανδρικό δίδυμο, τον ΑΝΤΌΝΙΟ ΜΠΑΝΤΕΡΑΣ πάνω στον οποίο προβάλλεται και το θέμα της ηλικίας και στο πως ανταποκρίνεται χωρίς ναρκισσισμούς ο Αντόνιο, κι επίσης στον ΟΣΚΑΡ ΜΑΡΤΙΝΕΖ, που συντονίζεται αποτελεσματικά με τον Μπαντέρας και παίζουν μια ανταγωνιστική σχέση τόσο μεταξύ ματαιόδοξων ηθοποιών όσο και ρόλων που θα υποδυθούν στο σενάριο. Ουσιαστικά παίζουν σαν να έχουν στα χερια τους ρόλους δραματικούς…Και το γέλιο βγαίνει ακριβώς μέσα από κεί…
..Οπου σε αυτό το «μέσα από εκεί», και εκεί φαίνεται η απόλυτη σκηνοθετική επένδυση (που ξεκιά από σεναριακή, φυσικά) κυριαρχεί η ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ η οποία δείχνει ότι το ταλέντο της κι η καλλιέργεια της, πάνε πολύ μακριά. Η Πενέλοπε έχει δημιουργήσει ένα κωμικό ρόλο και δεν τον παίζει ούτε με ίχνος παρεξηγήσιμης κωμικότητας παρόλο ότι του έχει φτιάξει εξωτερική εμφάνιση κωμική. Αστεία. Με το μαλλί αλα «αφάνα», με ντύσιμο «αλλούτερο» που το συνεννοήθηκε και με την ενδυματολόγο αλλά εδώ παίζει ρόλο κι ο ηθοποιός αφού πάνω στα ρούχα δοκιμάζει τη διαχείριση αυτής της εικόνας ώστε να την παίξει στη συνέχεια «κόντρα».
Δεν μιλάμε για κάτι «ξεχωριστό» με τη φεστιβαλική έννοια και με το πως βαθμολογούν οι κριτικοί, μιλάμε όμως, για κάτι ενδιαφέρον, πάνω στα έργα και τα είδη που κρατούν ζωντανά τα σινεμά, ή έστω τη βιομηχανία του σινεμά, από εκείνα που μετά χάνονται κι αργότερα , όταν τα δει κανείς για πρώτη φορά, μιλά για ξεχασμένα, για παρεξηγημένα κλπ…. Τα «ξεχασμένα» και τα «παρεξηγημένα» έχουν να κάνουν με αυτούς που γράφουν τα δημοσιεύματα. Τα έργα είναι πάντα στη θέση τους, έτοιμα να ανακαλυφθούν, όταν κάποιος τα δεί. Είτε τώρα είτε μετά από 50 χρόνια..