Και με καθυστέρηση, θα έλεγα, οι Γάλλοι επανήλθαν στον Μαιγκρέ, χρειάστηκε να αναστήσουν τη βιομηχανία τους, να ξαναγυρίσουν στο σινεμά των ειδών και να το παράγουν εκ νέου μαζικά, και ήλθε κι η ώρα του Μαιγκρέ, ακολουθώντας τα ίχνη του εκ νεου κινηματογραφικού Πουαρό και του ξεζουμισμένου από τις «ανανεώσεις» Σερλοκ Χολμς. Είμαι περίεργος αν κάποια στιγμή θα κάνουν το αναλογο κι οι Ιταλοί με τον δικό τους Μονταλμπάνο του Καμιλέρι ή θα τον αφήσουν αγκυροβολημένο στις πλατφόρμες της Τι-Βου.
Διότι κάνουμε θέμα αυτή τη στιγμή, το αυτονόητο, το ότι το σινεμά στρέφεται εκ νέου σε αυτά τα ασφαλή μονοπάτια της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας του όταν θέλει να παραγάγει κάτι ψυχαγωγικό, κατάλληλο δι’ενηλίκους, εννοώ ελκυστικό για μια μεγάλη μερίδα ώριμου ηλικιακά κοινού.
Κι επειδή με αυτά τα βιβλία έθρεψαν την τηλεόραση (ο «Μαιγκρέ» είχε κάνει τηλεοπτική θραύση, τόσο στη Γαλλία όσο και σε αγγλική τηλεοπτική παραγωγή), τις λογης λογης πλατφόρμες, φτιάχτηκαν καναλια κι εταιρείες παραγωγής, ηθοποιοί κι ονόματα, από αυτά τα εκ φύσεως κινηματογραφικά υλικά της λογοτεχνίας, κάποια στιγμή η σύγχυση άρχισε να τα υποτιμά ως «τηλεοπτικά», ξεχνώντας τις κινηματογραφικές τους καταβολές και το ένδοξο παρελθόν τους.
Μάλλον ήταν η ώρα του σινεμά να προβάλει διεκδικήσεις και να επαναφέρει δικά του πράγματα που φαινόταν πως τα έχει εκχωρήσει. Και τα δημοσιεύματα έπαιζαν τους τραμπούκους των καταπατητών της περιουσίας του. Σαν να είχε γίνει προσβολή διαθήκης και τα αστυνομικά βιβλία είχαν εκχωρηθεί στα καναλια και στις πλατφόρμες και τα ασφαλιστικά μέτρα των ακατάρτιστων δημοσιευμάτων απαγόρευαν στο σινεμά την πρόσβαση.
Είχε ουρές αυτός ο «Μαιγκρέ» στο κέντρο της Αθήνας κι αυτές οι ουρές μπροστά στο ταμείο που έπαιρναν και την ανάλογη κλίση λόγω συνωστισμού, μου έδωσε το έναυσμα για αυτό τον πρόλογο.
Ναι, ο κόσμος ήθελε να δει και κάτι κανονικό», ένα αστυνομικό που δεν θα στηρίζεται στα εφφέ, ένα περιποιημενο οπου το κείμενο θα ερεθίζει υπόθεση, ένα έργο που θα ξεκουράζει με ποιότητα στην γραφή και στην ερμηνεία αλλά και στην όψη, με ένα πρωταγωνιστή βεληνεκούς που δοκιμάζεται σε ένα ρόλο κλασικό στον οποίο οι θεατές θα ήθελαν να τον δουν, κι εννοώ τον ΖΕΡΑΡ ΝΤΕΠΑΡΝΤΙΕ σε ένα ρόλο που κατ’επαναληψη τίμησε ο ΖΑΝ ΓΚΑΜΠΕΝ (υπάρχει κι ο ΜΠΡΟΥΝΟ ΚΡΕΜΕΡ και καλό είναι να μην τον προσπερνάμε ούτε να τον υποτιμάμε), από ένα σκηνοθέτη καριέρας που το υπέγραψε, τον ΠΑΤΡΙΣ ΛΕΚΟΝΤ…Με άλλα λόγια μια ταινία φροντίδας κι όχι «ξεπέτας» πάνω στο αστυνομικό είδος.
Με το ρυθμό το γαλλικό, με την εκτύλιξη του μυστηρίου αλα γαλλικά, με σκοτεινές ατμόσφαιρες που ταιριάζουν στον Σιμενόν, ο οποίος τις δίνει κι έτοιμες από τα βιβλία του, δεν περιμένει τους σκηνοθέτες να αποφασίσουν, παρα να εκτελέσουν. Διότι τα έργα του Σιμενον, τα αστυνομικά, είναι γραμμένα σε ατμόσφαιρες νυχτερινές. Υπάρχουν βέβαια και τα ψυχολογικά του, που κινούνται σε φως κι έχει ασχοληθεί επίσης το σινεμά και με αυτά, από σκηνοθέτες που δεν τους τιμούσαν τα λογής «Τετράδια», όπως τον Πιέρ Γκρανιέ Ντεφέρ που έκανε όμως εξαιρετικές μεταφορές ψυχολογικών μυθιστορημάτων του Σιμενόν όπως ο «Γάτος» με το ανυπέρβλητο δίδυμο Ζαν Γκαμπέν-Σιμόν Σινιορέ ή την «Κίτρινη ταυτότητα», τη Χήρα Κουντέρς» πάλι με την Σινιορέ και τον Αλαίν Ντελόν δίπλα της σε μια παράξενη σχέση , τοποθετημένη στο φως.
Εδώ λοιπόν ‘έχουμε τον Μαιγκρέ να αναλαμβάνει να βρει τα αίτια και φυσικά τον υπεύθυνο της δολοφονίας μιας κοπέλας που βρέθηκε κατακρεουργημένη φορώντας ένα πανάκριβο φόρεμα, που δεν ήταν δικό της.
Ο ΠΑΤΡΙΣ ΛΕΚΟΝΤ έχει αναλάβει απολύτως συνειδητά το εγχείρημα, το οποίο είναι η αποτύπωση , με κινηματογραφικούς όρους, του μυθιστορήματος τoυ Σιμενόν και της προτεινόμενης ατμόσφαιρας. Αυτό είναι το σχέδιο εφαρμογής, το concept, όπως το λένε οι Νέο-Ελληνες των μεταφρασμένων στα ελληνικά αγγλικών, του «εκεί έξω» και του «πάρε το χρόνο σου», να μεταφερθεί στην οθόνη το βιβλίο του Σιμενον κι όχι κάποια θεωρία του auteur με τον Σιμενόν για πρόσχημα ή για δόλωμα. Ο Λεκόντ τη φτιάχνει την ατμόσφαιρα, κρατεί και τον ρυθμό, το μόνο ψεγαδι που μπορείς να βρεις είναι ότι ως μυθιστόρημα, ως πρωτογενές υλικό δηλαδή, δεν είναι από τα ξεχωριστά, είναι απλώς από τα στρωτά…Πάντως το μυστήριο σε παίρνει μαζί του, σε βάζει στο κλίμα του αινίγματος κι ας σημειωθεί ότι εκτός από την αρχή, που «κάτι» έχουμε δει, στο έργο κατά την εκτύλιξη και περίπου μέχρι την έναρξη του β μέρους, απουσιάζουν οι ύποπτοι αλλά ανασύρονται, στην εξέλιξη του β μέρους ως ύποπτοι που τελικά δεν ηταν και τόσο απόντες….
Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ έχει παχύνει πάρα πολύ, ωστόσο, με τη συμβολή της φωτογραφίας και των κοστουμιών,με τα ρουχα που του φοράνε, το πάχος όχι μόνο καλύπτεται αλλά δείχνει κι ένα στοιχείο χαρακτήρα, ενός ανθρώπου κουρασμένου, ο Μαιγκρέ του Ντεπαρντιέ είναι ένας κουρασμένος Μαιγκρέ, στη διάθεση σαν παραιτημένος.. Κι όταν ανοίγει το στόμα και μιλά με εκείνα τα υπέροχα γαλλικά του και στην σπάνια άρθρωση, όλα γίνονται ένα…
Η ηθοποιός που παίζει την αστή μητέρα του μαμμόθρεφτου γιού είναι η παλαίμαχη ΩΡΟΡ ΚΛΕΜΑΝ- για όσους ξέρουν από παλιό γαλλικό σινεμά.
Τελικά, αυτό που «εκχωρήθηκε» κάποια στιγμή στις πλατφόρμες, είναι αυτό που μπορεί να δίνει κατά καιρούς και τη λύση στο σινεμά, όταν θα χρειάζεται κάποιες βιταμίνες, μια δόση σεναριακού μαγνήσιου ,για να παίρνει τα πάνω του.