Αυτό σημαίνει ότι η ταινία υπήρξε καμάρι εγχώριο αλλά όχι διεθνές, αν και τα εισιτήρια της, από εμπορική δηλαδη άποψη, μαρτυρούν κάτι περισσότερο. Τουλάχιστον στην Ελλάδα έχει γίνει σουξέ καλοκαιριού.
Η ταινία λοιπόν έχει τα προσόντα να γίνει σουξέ και δεν έγινε τυχαία.
Δεν ‘έγινε τυχαία διότι έχει θέμα, έχει περιεχόμενο, κυρίως έχει ΣΕΝΑΡΙΟ κι έχει κι εκθαμβωτικό πρωταγωνιστή.
Τι δεν έχει και κάπου μαγκώνει;
Το ότι εδώ και χρόνια, κάθε χρόνο έχουμε ισπανικές ταινίες που έχουν να κάνουν με την οικονομική κρίση. Είτε κοινωνικές είτε αστυνομικές είτε ψυχολογικές είτε κωμωδίες.. Αυτό βέβαια τιμά τους Ισπανούς, τους βάζει σε παρόμοια λίστα με εκείνη στην οποία ηγούνται οι Ιταλοί, κι εννοώ την κοινωνική αναφορά που τη συναντάμε σε κάθε είδος. Όμως από ένα σημείο και μετά, αν η κοινωνική αναφορά περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο, μοιάζει σαν να επαναλαμβάνεται..
«Το Τέλειο Αφεντικό» αν είχε γίνει πριν 20 χρόνια, θα ήταν πρωτοπορία. Όμως κι εδώ προηγήθηκε ο Κώστας Γαβράς τότε με το «Τσεκούρι», κι άρχισε ο Κινηματογράφος να μιλά φωναχτά για την οικονομική κρίση, να βγαίνουν σενάρια πάνω στο θέμα, πολλά και ποικίλα.
Συνεπώς, «Το τέλειο αφεντικό» δεν μας λέει κάτι καινούργιο από πλευράς θέσης αφού έχουμε και πάλι έναν αδίστακτο βιομήχανο που κάνει απολύσεις, ο απολυμένος πάει και στήνει τσαντίρι διαμαρτυρίας έξω από το εργοστάσιο κλπ, κλπ..
Όμως αυτή θα ήταν μια ΑΔΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ διότι ναι μεν πάνω σε αυτό το θέμα βλέπουμε έργα συνέχεια, εδώ, όμως, καλό θα είναι να σταθούμε στη σεναριακή επεξεργασία (ο σκηνοθέτης του φιλμ, ο ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΛΕΟΝ ΝΤΕ ΑΡΑΝΟΑ είναι κι ο σεναριογράφος του και το σενάριο είναι original, δεν είναι από κάποιο βιβλίο ή ‘άρθρο) κι εδώ μπορούμε να καταλάβουμε που κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας. Εκεί που μπάζει δηλαδή η δική μας σεναριακά απαίδευτη κινηματογραφία.
Ο Ντε Αρανόα, έχει υιοθετήσει ως είδος την λεγόμενη «μαύρη κωμωδία» (όπως είχε κάνει κι ο Γαβράς στο «Τσεκούρι» κι εν συνεχεία στο «Κεφάλαιο» και στο «Ενήλικοι στην αίθουσα»), το έχει κάνει ανθρωποκεντρικό, έχει εστιάσει πάνω στη μορφή και στην προσωπικότητα του συγκεκριμένου καπιταλιστή, έχει εύρημα εναρκτήριο σεναριακό , την επετειακή γιορτή της εταιρίας και κυρίως το τι παράγει αυτή η εταιρία.. Παράγει Ζυγαριές…Δουλεύει το σενάριο πάνω σε αυτό που παράγει η εταιρία, πάνω στη Ζυγαριά και στο τι σημαίνει Ζυγαριά κι ως που φτάνει η έννοια της, το περνά στο χαρακτήρα και στην υπόθεση, στην οποία ανοίγει τρεις παράλληλες ιστορίες τις οποίες στα πλαίσια της υιοθετημένης «ζυγαριάς» επιχειρεί και καταφέρνει να ισορροπήσει. Τόσο ως τεχνική, δηλαδή φτάνει μέχρι εκεί, ως και στο περιεχόμενο , στο τι ανοίγει η κάθε ιστορία, που εμπλέκεται ο ήρωας, φτάνει μέχρι τις εξισορροπήσεις , που χρειάζεται ένας σωστός Ζυγός και φτάνει μέχρι και το Ζώδιο, το οποίο κάνει στοιχείο του σεναρίου σε μία από τις ιστορίες που ανοίγει παράλληλα κι η οποία θα αποδειχτεί καταλυτική για τον καπιταλιστή μια κι είναι αυτή που θα του υποσχεθεί πληρωμή με το ανάλογο νόμισμα.
Τα εξισορροπητικά στοιχεία του σεναρίου το περνούν από διάφορα είδη, μέσα από τους σωστά ρυθμισμένους χαρακτήρες, υπάρχει μια κλιμάκωση και μια πράξη ενδιαφέροντος για την εξέλιξη των ηρώων και για τη μοίρα τους και το εκπληκτικό μοντάζ, αυτό που επιστράτευσε ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης για να του κρατήσει τις ισορροπίες, την κλιμάκωση και το διαρκές ενδιαφέρον, γίνεται πρωταγωνιστικό όργανο της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας.
Βέβαια, αξίζει να προσέξει κανείς και τη φωτογραφία, το πως έχει υιοθετηθεί μια «ουδετερότητα» στην όψη ώστε να μπορεί να χωρέσει τα πάντα κι η ουδετερότητα αυτού υπαγορεύεται, χρωματικά και συνθετικά κι από τη Σκηνογραφική Διεύθυνση.. Από τους χώρους που μοιάζουν σαν να συγγενεύουν, το σπίτι του καπιταλιστή μπορεί να είναι βίλλα με κήπο αλλά αισθητικά και φωτιστικά δεν ξεφεύγει από την μία κι αδιαίρετη «ουδέτερη» γραμμή
Και βέβαια, υπάρχει ο ΧΑΒΙΕΡ ΜΠΑΡΔΕΜ. Ο οποίος , πέρα από το εκτόπισμα που διαθέτει, έχει τον τρόπο να εναλλάσσει χρώματα κι αυτό να το κάνει με τρόπο αβίαστο, ανεπιτήδευτο, μολονότι οι ρόλοι, κρύβουν τέτοιες παγίδες όταν διαθέτουν και το μεταμορφωτικό στοιχείο. Ο Μπαρδέμ αγγίζει τη λιτότητα στο ακέραιο χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ τη δεξιοτεχνία . Για αυτό και τον θαυμάζουμε, επειδή ταυτοχρόνως καταφέρνει να είναι και λιτός και δεξιοτέχνης, βιρτουόζος. Κι είναι εντυπωσιακός και πάλι ο τρόπος του πως υπακούει στο μακιγιάζ-μου θύμισε το παλιό του «Η θάλασσα μέσα μου»», τη σχέση μακιγιάζ και ηθοποιίας, εδώ το μακιγιάζ του είναι ένα κι αδιαίρετο, είναι σαν να το έχει φτιάξει ο ίδιος πάνω στο ψάξιμο του ρόλου και δεν έρχεται να υποκαταστήσει την απουσία εξέλιξης του χαρακτήρα, το αντίθετο. .