Πρώτα να ξεκινήσω για αυτούς που προορίζεται να ενθουσιάσει. Αυτοί είναι οι φίλοι των έργων της Αγκαθα Κρίστι και δη των θεατρικών της. Στα οποία θεατρικά της η υπογράμμιση ακραίων καταστάσεων κι ο τρόπος με τον οποίο τίθεται κι αναπτύσσεται το αίνιγμα, διανθίζεται κι από δόσεις χιούμορ, κυρίως έτσι το εισπράττει ο θεατής τους που πραγματικά ξεκουράζεται σε αυτά τα έργα. Και το συγκεκριμένο είναι φύσει και θέσει τέτοιο, όχι μόνο ως είδος αλλά κι ως υπόθεση.
Διότι η υπόθεση στρέφεται γύρω από τη θεατρική σταδιοδρομία του έργου της Αγκαθα «ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ» μα και με το έργο καθαυτό.
Συγχρόνως, θα ενθουσιάσει το κοινό που γοητεύεται και μαγεύεται από το θέατρο, από τη συνθήκη του, τα παρασκήνια του
Και βέβαια υπακούει σε ένα είδος που τα τελευταία χρόνια έχει προσφέρει κάποια ωραιότατα δείγματα , όπως το «Στα μαχαίρια» που προτάθηκε και για Οσκαρ Σεναρίου (πρωτοτύπου κι όχι από θεατρικό- έχει σημασία) κι ο «Καλός ψεύτης» με τον Ιαν Μακ Κέλεν και την Ελεν Μίρεν και τώρα τούτο εδώ.
Είναι πολύ σοφιστικέ και συγχρόνως πολύ ανάλαφρο το «ΚΟΙΤΑ ΤΟΥΣ ΠΩΣ ΤΡΕΧΟΥΝ», έχει επιρροές από πολλά πράγματα κι είναι καλό να το δουν προσεκτικά όσοι το δουν επειδή στην Ελλάδα η χαμηλή αυτοεκτίμηση κάνει τον Ελληνα καχύποπτο απέναντι στο ελληνικό έργο και λόγω σουσουδισμού δεν του επιτρέπει να δει τι γίνεται στο εγγλέζικο.
Στο συγκεκριμένο εγγλέζικο έχουμε ένα παιχνίδι του συγγραφέα ΜΑΡΚ ΤΣΑΠΕΛ πάνω στης Αγκαθα την «Ποντικοπαγίδα». Η υπόθεση διαδραματίζεται στο 1953, όταν το έργο της Μεγάλης γιορτάζει τις πρώτες 100 παραστάσεις του. Με έξυπνο τρόπο μας δίνει την πληροφορία που χρειαζόμαστε, ότι το συμβόλαιο όριζε πως θα δοθούν τα δικαιώματα για κινηματογραφική μεταφορά μόλις κατέβει από το West End…Μόνο που το έργο ΔΕΝ κατέβηκε ΠΟΤΕ κι είναι εκεί ΑΚΟΜΑ!!!.Ως η μακροβιότερη παράσταση, ρεκόρ Γκίνες, διέκοψε μόνο στην περίοδο της πανδημίας όταν έκλεισαν υποχρεωτικώς τα θέατρα.. Και συνέχισε όταν ξανάνοιξαν Παίχθηκε σε όλο τον κόσμο, στην Ελλάδα υπήρξε μεγάλη επιτυχία του Δημήτρη Παπαμιχαηλ που το ανέβασε τρεις φορές, δυο στην Αθήνα και μία σε περιοδεία, αργότερα και του Στράτου Τζώρτζογλου, στην Αγγλία το ρόλο του αστυνομικού που είναι ο κεντρικός ήρωας κι αυτός που διεξάγει την ερευνά για τον κατά συρροή δολοφόνο που κυκλοφορεί στα χιονισμένα ορεινά, τον έπαιζε ένας νεαρός τοτε Ρίτσαρντ Αττένμπορω, που είναι και ρόλος στην ταινία και τον κρατεί ο ΧΑΡΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, πιάνοντας ένα στοιχείο του ηθοποιού εκείνου κι ένα φευγαλέο υπαινιγμό περί του ρόλου του ηθοποιού στην «Ποντικοπαγίδα». Που, όμως, εδώ είναι και μια από τις ανατροπές του διαρκούς παιχνιδιού.
Αυτό λοιπόν το περί συμβολαίου γίνεται σεναριακό στοιχείο στην εδώ ταινία κι αφορά στη δολοφονία του Αμερικάνου σκηνοθέτη που έρχεται για να το κάνει φιλμ αλλά δεν γνωρίζει αυτή τη λεπτομέρεια. Τον εν λόγω σκηνοθέτη παίζει ο ΑΝΤΡΙΕΝ ΜΠΡΟΝΤΥ , ακριβώς με στοιχεία «Grand Budapest Hotel» κυρίως στο αλκοολίκι του κι έτσι πιάνει και το γκροτέσκο στο οποίο διαπιστώνουμε και σκηνοθετική επένδυση. Εννοείται πως δεν πρόκειται για αποκάλυψη μυστικού διότι ο Μπρόντυ δολοφονείται στην αρχή της ταινίας, απλώς με τα flash-back που θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου παίζει συμπρωταγωνιστικά. ΚΙ είναι υπέροχος πράγματι.
Φυσικά η δολοφονία του σκηνοθέτη αρχίζει και γίνεται έργο, γίνεται το «Κοίτα τους πως τρέχουν» και τα δυο πρόσωπα που θα αναλάβουν την υπόθεση, είναι δύο αστυνομικοί όπου ο ένας είναι αυτός που θα αναλάβει την έρευνα, κι είναι τίγκα στις προσωπικές αδυναμίες και τον παίζει μοναδικά ο ΣΑΜ ΡΟΚΓΟΥΕΛ, με διακριτικότητα και προπαντός μ αφαίρεση χωρίς να χάνει τίποτε από την ειρωνεία του ρόλου ..Κι ο άλλος είναι η δόκιμη αστυνομικός όπου στο ρόλο αυτό, ο οποίος είναι κι ωραιότατος ρόλος, βρήκα την ΣΑΟΡΣΙ ΡΟΝΑΝ ως αποκάλυψη κομεντιέν. Μακριά από εκείνη τη «χλωμάδα» των ηρωίδων που την έχουν κάνει γνωστή και τη στέλνουν υποψήφια στα Οσκαρ. Μάλιστα , για αρκετά λεπτά της ώρας αμφέβαλα μήπως και δεν την αναγνώρισα σωστά, μήπως και της έμοιαζε διότι με το μπάσιμο του ρόλου, έδειξε και τη διακριτική κωμικότητα.
Με αυτούς λοιπόν τους δύο αρχίζει και πλέκει ο συγγραφέας τα του φόνου της παρασκηνιακής «ποντικοπαγίδας» με τα τεκταινόμενα στη σκηνή από τα χέρια της Αγκαθα, με το δευτερο φόνο που έρχεται ως λογική συνέχεια του πρώτου και της αστυνομικής γραμμής Αγκαθα (που την ακολουθεί τη γραμμή αυτή αρκετές φορές κι ο δικός μας Γιάννης Μαρής, ότι ένας φόνος φέρνει και δεύτερο σε ένα αστυνομικό έργο), μας υποχρεώνει σε παραλληλισμούς με το έργο της Αγκαθα και μας τους ανατρέπει κι αυτούς. Καταλήγοντας, όμως, σε εκείνο που επέλεξε ο συγγραφέας ως ουσία το οποίο είναι διαφορετικό από εκείνο που λατρεύουμε οι θεατές και μας ξαφνιάζει στο συγκεκριμένο έργο.
Η δικαιολογημένη ερώτηση κι απορία είναι η εξής: ΚΙ όποιος δεν ξέρει το συγκεκριμένο έργο και δεν ενδιαφέρεται και για αυτά, έχει λόγο να πάει να το δει; Θα του πει κάτι; Θα τον παρασύρει στο μυστήριο, στο μπέρδεμα, στο αίνιγμα, θα τον βάλει στο «τριπάκι» της επίλυσης και της διαλεύκανσης; Να απαντήσω καθαρά και τίμια; ΚΑΙ ΝΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ.
Προσωπικά ενθουσιάστηκα, σκεπτόμουν στη διάρκεια του κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους που μοιραζόμαστε την ίδια λατρεία για το είδος, σκεφτόμουν όμως τι θα γίνει με τους άλλους που θα με ρωτήσουν…
Το θετικό της, που μπορεί να παρασύρει κι εκείνους που…δεν…, είναι το ότι πρόκειται για παιχνίδι συγγραφικό που γίνεται κινηματογραφικό, κι επειδή ακολουθεί κανόνες παιχνιδιού κι ο τόνος είναι ανάλαφρος μπορεί ως παιχνίδι να συμπαρασύρει. Είναι κι επιμελημένο, είναι όλη η διανομή αρίστη ,είναι εξαιρετική η δουλειά στη φωτογραφία που δίνει κινηματογραφκή ατμόσφαιρα σε σκηνογραφία θεατρικού υπαινιγμού κι είναι κι εξαιρετική φυσικά κι η σκηνογραφική εργασία, ολοφάνερα για λογαριασμό του σκηνοθέτη ΤΟΜ ΤΖΩΡΤΖ, που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι παρακολουθεί κάτι που συμβαίνει σε σκηνή θεάτρου. Παρόλο ότι υπάρχουν εναλλαγές, και το δάνειο του split της κερματισμένης οθόνης , από το κινηματογραφικό παρελθόν, του δίνει λύση σε συγκεκριμμένα σημεία της απομάκρυνσης από τη θεατρική στατικότητα. Την οποία στατικότητα, παρά τις θεατρικές αναφορές και το ίδιο το θέμα, δεν την έχει καθόλου. Αρα ο σκηνοθέτης είναι ψαγμένος.
Επίσης, ας προσέξουν οι εδώ που βγαίνουν κι ειρωνεύονται ανθρώπους και σουσουδίζουν για τους Εγγλέζους, ας προσέξουν λοιπόν το πως οι Εγγλέζοι ακολουθούν τον κανόνα της Τέχνης, πως τα έργα κι οι δημιουργοί εκφράζουν την εποχή τους, την εποχη που γίνονται κι όχι την εποχή του εργου στο οποίο αναφέρονται. Δειτε τους μαυρους ηθοποιούς,που παιζουν ομόχρωμους τους χαρακτήρες σε υποτιθέμενο έργο του 1953, στο Λονδίνο, στα παρασκήνια του θέατρου, του κινηματογράφου, της κοσμικής ζωής. Εδώ το πολιτικώς ορθόν έχει γίνει παραβίαση των πάντων . Αν το έκαναν στην Ελλάδα θα οργίαζαν οι σουσουδιστές με τους σχολιασμούς τους και θα επικαλούντο τους Εγγλέζους τους οποίους προφανώς και δεν παρακολουθούν παρά μόνο επικαλούνται.
Προσωπικά μου κάνει ψεύτικο όλο αυτό με το πολιτικώς ορθόν και τους μαύρους, θυμάμαι και στη «Μαρια Στιούαρτ» την πρόσφατη, διότι είναι σαν μην έχει υπάρξει φυλετικό θέμα ποτέ, σαν να μην κατέκτησαν οι μαύροι τα δικαιώματα τους ύστερα από πάλη κι αγώνα αιώνων.. Σαν να ηταν όλα ωραια και καλά και δεδομένα εξ αρχής.