Ξεκίνησα με την αναφορά του ονόματος του σκηνοθέτη επειδή πάντα, όταν το ακούμε θα έρχεται στο νου μας το «Old boy» και το είδος που εκπροσώπησε.
Σε αυτό το είδος ανήκει κι η «ΑΠΟΦΑΣΗ ΦΥΓΗΣ» αλλά σε παραλλαγή, στη διάθεση να πάει παρα πέρα.. Πάνω στο είδος κι όχι πάνω στη βία. Αν και η βία στα κορεάτικα φιλμ αρχίζει να γίνεται και λίγο μύθος κι αυτό οφείλεται στο ότι εκεί παράγουν θρίλερ της βίας…Δεν φτάνει όμως η βία τους αυτή σε όλα τους τα έργα, τουλάχιστον με την αποκρουστική έννοια….. Η «ΑΠΟΦΑΣΗ ΦΥΓΗΣ» κατατάσσεται στο ψυχολογικό, αστυνομικό, το οποίο εδώ δέχεται και μια πολύ ισχυρή ερωτική ένεση και στο δεύτερο μέρος τολμώ να πω ότι το ερωτικό κομμάτι, για την ακρίβεια το αισθηματικό (διότι πολλοί με το «ερωτικό» εννοούν το σεξουαλικό, από τον ¨ερωτισμό»), είναι πιό ενδιαφέρον από το αστυνομικό που δείχνει να μένει στάσιμο ή να επαναλαμβάνεται. Ενώ στο πρώτο μισό μας έχει αρπάξει από τα μούτρα. Με έναν αστυνομικό που αναλαμβάνει την υπόθεση ενός ύποπτου θανάτου, ενός άνδρα που γκρεμίστηκε από ένα ύψωμα αλλά υπάρχουν πολλά κενά τα οποία πρέπει να διερευνήσει η Αστυνομία. Και το σημαντικότερο όλων είναι η γυναίκα του νεκρού, η χήρα, η οποία στα μάτια του αστυνομικού που ο σκηνοθέτης τα κάνει και μάτια του θεατή, φαίνεται αρκετά αινιγματική, έτσι όπως είναι οι ηρωίδες στα φιλμ νουάρ, όχι όμως ως περίβλημα, μυστηριώδης ,ξανθιά με τσιγάρο και τέτοια αλλά ως ανθρώπινη ύπαρξη που κουβαλά τα δικά της.
Ο αστυνομικός που διεξάγει την έρευνα είναι κι αυτός τύπος με δικές του διαταραχές, με σοβαρά προβλήματα αϋπνίας που έχουν κάπου πίσω τις ρίζες τους κι η χήρα με τη σειρά της είναι μια ξένη, δεν είναι Κορεάτισα, είναι Κινέζα, η οποία σύμφωνα με το σενάριο και με τους διαλόγους μιλά πολύ καλά τα κορεάτικα κι αυτό είναι ένα στοιχείο που πάει να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο του χαρακτήρα, περί του πως νιώθει, και που κάνει την περίπτωση της απέναντι στον μυστηριώδη θάνατο του συζύγου της, ακόμα πιο περίπλοκη.
Το κομμάτι αυτό θαρρώ κι έλκυσε περισσότερο τον σκηνοθέτη Παρκ Τσαν Γουκ, τουλάχιστον όπως βλέπω στην ταινία. Επειδή όμως προέρχεται από το «Oldboy» ποιητοκεντρικά («ποιητοκεντρισμός» είναι το αντίθετο του «Εργοκεντρισμού», σημαίνει ότι παρακολουθούμε τι κάνει ο ποιητής δημιουργός αντι να παρακολουθούμε τι κάνει και τι λεει το έργο)πάνε λοιπόν ποιητοκεντρικά και auter-ίστικα να τον εντάξουν στο Χίτσκοκ, αυτό τον άμοιρο τον Χίτσκοκ που τον έχουν ταράξει οι δήθεν θαυμαστές του, όπως κι οι άλλοι (ή μάλλον οι «άλλες») της «Περσόνα» του Μπέργκμαν, του …άλλα λογια να αγαπιόμαστε.
Κι επειδή πάνε να τον εντάξουν στον Χίτσκοκ, επικαλούνται ποιο; Ποιο άλλο; Το «Vertigo». Μόνο που ως υπόθεση , ως αναζήτηση, ως αστυνομική με πλοκή περισσότερο θυμίζει το «Βασικό ένστικτο» ή το «χρώμα της νύχτας» εκείνο με τον Μπρους Γουίλις και το ωραίο τραγούδι που δεν ήταν πολύ καλό ως φιλμ, κατέληγε σε θολούρα αν κι είχε ενδιαφέρον μυστήριο αλλά η υπόθεση του «απόφαση φυγής» κυρίως με αυτό και με το «ένστικτο» συνταιριάζεται και φυσικά είναι γραμμένη εντελώς διαφορετικά ,είναι γραμμένη για να γίνει ταινία από τον ΠΑΡΚ ΤΣΑΝ ΓΟΥΚ.
Και βέβαια, καλό είναι να προσέξουν οι Ελληνες θεατές σε αυτή την ταινία τι σημαίνει δάνειο, τι σημαίνει επιρροή διότι μαζί με όλα τα άλλα υπάρχει και το «Insomnia». Και το νορβηγικό και το remake του Νόλαν με τον Αλ Πατσίνο. Μια κι έχουν την ευκολία να ειρωνεύονται ανθρώπους ως «αντιγραφείς» επειδή οι ίδιοι δεν ξέρουν τι σημαίνει «επιρροή» και «δάνειο» κι η κακεντρέχεια (με την ημιμάθεια μαζί) φαίνεται όταν τα προσπερνάνε στις ξένες ταινίες ΚΑΙ ΔΗ ΣΤΙΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛΙΚΕΣ όπου αυτά συμβαίνουν εκεί κατά κόρον. Κι είναι κι απολύτως νομότυπα. Και θεωρούνται τότε και σημεία αναφοράς από τους δήθεν
Στη συνύφανση και στη σύζευξη των δυο στοιχειών , του μυστηριώδους και του ερωτικού, παρατηρούνται ανισότητες, ανισομέρειες. Το ερωτικό έχει το ενδιαφέρον αλλά έχει και την επαναληπτικότητα. Το αστυνομικό έχει την αφορμή και την παρακίνηση αλλά έχει και την καθυστέρηση.
Ωστόσο, παρά τις ανισομέρειες και τις ανισόπεδες διαβάσεις από τις οποίες περνά η σκηνοθεσία, ο Παρκ Τσανγκ Γουκ κατορθώνει στο τέλος να φτιάξει ένα υποβλητικό, σχεδόν μαγευτικό, φινάλε στο οποίο το …….. αλλά όχι, δεν θα πω. Ποιος έχει πάρει το πάνω χέρι Για το θεατή . Διότι ως Εργοκεντρικός πρέπει να αφήσω τον θεατή να ανακαλύψει και μόνος του κάτι από το έργο. Κι αυτό είναι το στοιχείο ιντριγκαρίσματος που πρέπει να του το αφήσουμε δικό του. Του θεατή, εννοώ.
Η σχέση φωτογραφίας και σκηνοθεσίας είναι τέτοια που πραγματικά αναρωτιέμαι που τελειώνει η δεύτερη και που αρχίζει η πρώτη. Είναι ένα ερώτημα που πολλές φορές με έχει απασχολήσει σε ποικίλων ειδών έργα και με «καταμπέρδεψε» εδώ στο φινάλε, όπου χάζευα την υποβλητικότητα της φωτογραφίας αλλά από την άλλη σκεφτόμουν ότι αυτό είναι και το κύριο ζητούμενο της σκηνοθεσίας, σαν να στήθηκε η ταινία για να φωτιστεί έτσι το ξέσπασμα στο φινάλε. Φυσικά κι είναι νυχτερινό.
Ο πρωταγωνιστής έχει δυνατότητες για πιο διεθνή πράγματα. Και για ΔΡΑ-ση και για ΔΡΑ-μα. Η πρωταγωνίστρια βγαίνει περισσότερο συμπονετική αλλά είναι κι αυτό μέσα στις προθέσεις της σκηνοθεσίας, έχει να κάνει με κλίμα ή με καθοδήγηση ή και με τα δυο.