Ο Βούλγαρος Στέφαν Κομαντάρεφ, που το σκηνοθέτησε, δείχνει, όμως, ότι είναι και καλός σκηνοθέτης. Διότι επέλεξε αυτό που κατά την κρίση του ήταν το πλέον ενδεδειγμένο για ύφος της ταινίας: Την προβολή και προώθηση του σεναρίου.
Επειδή πολλές φορές γίνεται λόγος για σκηνοθέτες ή για σκηνοθεσίες και πολλοί είναι που δεν ξέρουν τι εννοούν.
Αξίζει να προσέξουν την ταινία κι οι Ελληνες σκηνοθέτες κι οι Ελληνες κριτικοί που διαμορφώνουν γνώμη και παρασύρουν φοβισμένους κι ημιτελείς νέους στο τι είναι το σινεμά, κι ας δούν πως έχει δουλέψει ο Βούλγαρος.
Ξεκινά από το ότι κάτι θέλει να πει. Το «θέλω να πω» στο σινεμά μεταφράζεται στο ότι ψάχνω το σενάριο για το θέμα που θέλω να μιλήσω ή αποφασίζω να κάνω ταινία ένα σενάριο που έπεσε στα χέρια μου και μου άρεσε φερειπείν για το θέμα του. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι καλά και ντε ο σκηνοθέτης ήθελε γι αυτό το θέμα να μιλήσει. Επειδή διαβάζουμε κάμποσα τέτοια που δεν άπτονται της κινηματογραφικής πραγματικότητας, ακόμα και για έργα καταξιωμένα, όπως ο «Γατόπαρδος», «Ο κήπος των Φίντσι Κοντίνι», «Ο πιανίστας» κα.
Ο Κομαντάρεφ έχει δύο σεναριογράφους επισήμως με creditsστους τίτλους της ταινίας και προσθέτει και τον εαυτό του. Προφανώς, να εννοεί τη συνεισφορά του στο σενάριο με το «ντεκουπάζ», το οποίο μπορεί και καλύπτει και το 70ο/ο της σκηνοθεσίας σε κάποιες περιπτώσεις.
Το σενάριο, λοιπόν, είναι εδώ το μεγάλο όπλο κι είναι σπουδαίο διότι εξετάζει ένα θέμα από όλες τις μεριές. Και δεν φοβάται τίποτα. Ξέρει ότι πρέπει να μιλήσουν οι χαρακτήρες ώστε να ολοκληρωθούν και να διαμορφωθούν κι αυτά που θα πει ο χαρακτήρας, και τα οποία πιθανόν κάποιους να τους ενοχλήσουν, γνωρίζει (ο Κομαντάρεφ εννοώ) πως αυτά τα λέει ο χαρακτήρας κι όχι ο σκηνοθέτης- ούτε καν ο συγγραφέας (οι σεναριογράφοι στη συγκεκριμένη περίπτωση)
Η υπόθεση έχει ως εξής: Σε ένα χωριό, κάπου στο τριεθνές μεθοριακό σημείο Βουλγαρίας-Ελλάδας-Τουρκίας ζει ο ήρωας. Είναι καλοδιατηρημένος μεσόκοπος, θα λέγαμε, αφού έχει κι ένα γιό στα όρια εφηβείας –ενηλικίωσης. Βρίσκεται σε ένδεια. Ένα δάνειο που πήρε για το σπίτι αδυνατεί να το αποπληρώσει. Θα του το πάρουν. Εχει χάσει τη γυναίκα του, το πώς και το γιατί το μαθαίνουμε σταδιακά με την εξέλιξη του έργου και νιώθουμε τις επιπτώσεις της απώλειας τόσο στον ίδιο όσο και στο γιό, όταν το έργο ολοκληρώνεται,
Σε αυτή, λοιπόν, την κατάσταση τον πλησιάζει κάποιος από τα παλιά. Μια ύποπτη μούρη, κάποτε διοικητής του στο βουλγάρικο στρατό, στα κομμουνιστικά χρόνια. Του προτείνει δουλειά. Με μία νταλίκα, θα περνά από τα άγνωστα περάσματα, μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες που θέλουν να διαφύγουν λαθραία και να μην τους πάρουν χαμπάρι οι φρουροί των συνόρων.
Ανάμεσα στους δύο άντρες, τον ήρωα δηλαδή και τον πρώην διοικητή του, υπάρχει αμοιβαία αντιπάθεια και κάποτε, με αφορμή ένα ωραία γραμμένο ξέσπασμα σε μια σκηνή οικογενειακού γλεντιού, θα εκραγεί. Κι ο γιός θα μάθει την αλήθεια για το παρελθόν του πατέρα και για τον τωρινό του ρόλο καθώς και κρυμμένα μυστικά.
Πραγματικά, σε αυτό το σημείο, που είναι η οριζόμενη σκηνή ανατροπής, το τελευταίο switch, όπως λένε κι οι Αμερικάνοι, η σκηνή δηλαδή που θα σε περάσει από τη «σύγκρουση» στη «λύση», και συμβαίνει πριν μπούμε στο τελευταίο 20λεπτο με ημίωρο, είναι ο τελευταίος «έλεγχος» της ταινίας από σεναριακή άποψη. Στο που θα οδηγήσει τη σχέση πατέρα και γιού μετά από αυτό το κομβικό σεναριακό σημείο. Και μόνο το γεγονός ότι διαρκώς σου δίνει ερεθίσματα για τη διαρκή παρακολούθηση, αρκεί. Πόσο μάλλον όταν και για το τέλος, σε βάζει σε μια τελευταία αγωνία, στο που το οδηγεί και πως αντιλαμβάνεται την κάθαρση. Όταν τελειώνει, καταλαβαίνεις πόσο πολύ εναρμονίστηκε το φινάλε με όλο το προηγούμενο φιλμ κι ανατρέχεις στις προηγούμενες λεπτομέρειες για να διαπιστώσεις πόσο σοφά ήταν δουλεμένο.
Επιπλέον, δεν υπάρχει χαρακτήρας που να έχει μείνει ανεπεξέργαστος, ακόμα κι εκείνοι που έχουν περιορισμένη παρουσία. Είναι όλοι τους ολοκληρωμένοι. Και βέβαια κάνει , αυτό που δεν θα τολμούσε να κάνει ελληνική ταινία επειδή θα φοβόταν ο σκηνοθέτης τους κριτικούς και τα τσιτάτα της εποχής: Να βάλει στο στόμα του άλλοτε μεγαλοστελέχους του Κόμματος που τώρα ζει σαν ρεμάλι για τους άλλους, μέθυσος και διακινητής ανθρώπων, σχεδόν δουλέμπορος, να πει πράγματα που και τον χαρακτήρα ολοκληρώνουν κι επεξηγούν αλλά δίνουν και στίγμα περί μετανάστευσης, τόσο για αυτούς που έρχονται όσο και για εκείνους που εγκαταλείπουν τη χώρα τους και φεύγουν. Κι έτσι όπως τον παίζει ο Μίκι Μανόλοβιτς, καταλαβαίνουμε και το πώς ο ηθοποιός μπορεί να κατανοεί πλήρως τον χαρακτήρα που υποδύεται, να τον καταλαβαίνει από την πλευρά του στο πως θα χρειαστεί να τον αποδώσει. Ο Μίκι Μανόλοβιτς με την ερμηνεία του δηλώνει πως ο ρόλος που του παραδόθηκε από το σενάριο δεν είναι ο ρόλος ενός στεγνού κακού αλλά ο ρόλος ενός ανθρώπου σύνθετου- τουλάχιστον έτσι τον κατανόησε κι έτσι τον ερμήνευσε κι από ό, τι φαίνεται είχε την απόλυτα σύμφωνη γνώμη του σκηνοθέτη.
Τα λέω όλα αυτά, επειδή πρόσφατα είδαμε την ελληνική ταινία «Οχθες» , με θέμα εμπνευσμένο από την ίδια πηγή, που, όμως, δεν είχε κανενός τέτοιου τύπου σφαιρικότητα. Είχε μόνο την καλοσύνη του ήρωα- με ωραίο, βέβαια, τρόπο. Εξού και την επαίνεσα. Για κάτι, όμως, που, εκ των υστέρων μπορεί να αποδειχτεί και «λίγο».
Στο «Πέρασμα» βλέπουμε την απόλυτη πληρότητα.
Η σκηνοθεσία που υιοθέτησε ο Στέφαν Κομαντάρεφ ήταν να προβάλει αυτό το υπέροχο σενάριο. Γι αυτό και πιστεύω ότι η συν-υπογραφή στο σενάριο έχει μάλλον να κάνει με το ντεκουπάζ που δίνει αέρα στην αφήγηση ώστε να γίνεται το σενάριο όλο και πιο ενδιαφέρον ως δράση άρα και παρακολούθηση, ώστε να μπορεί να μπεί κι ο μοντέρ στη συνέχεια, και να δώσει τη ροή που διακριτικά κι επιμελέστατα προετοίμασε ο σκηνοθέτης.