Τα λεφτά θα βγουν επειδή, εδώ και τρεις πλέον δεκαετίες θεσμοθετήθηκε στις ΗΠΑ ένα target group, που παλιά δεν υπήρχε, και το κοινό αυτό είναι οι αστικοποιημένοι Αφρο-Αμερικάνοι. Για το κοινό αυτό φρόντισαν οι executives που έχουν αναλάβει τα στούντιο και για τους οποίους (για τη νοοτροπία τους δηλαδή και τη νέα στρατηγική τους) έχω γράψει άπειρες φορές. Αυτοί οι executives, που ζητούμενο έχουν μόνο το χρήμα, είναι που ανακάλυψαν κι αυτό το target group. Πως από τη στιγμή που οι Αφρο-Αμερικάνοι έχουν γίνει αυτόνομη κοινωνική κι οικονομική δύναμη, θέλουν κι έργα για τη δική τους ικανοποίηση κι αριθμούν πολλούς ώστε τα έργα να αποδίδουν.
Συγχρόνως, αυτοί οι νέο-γιάπις των στούντιο, σκέφτηκαν πως αυτό μπορεί να σου αποδώσει οικονομικά ως επί το πλείστον με οικογενειακού τύπου έργα διότι έτσι απευθύνεσαι απευθείας στα τέσσερα εισιτήρια της πυρηνικής οικογένειας.
Κι ως οικογενειακά θέματα και θεάματα, μπορούν να προσελκύουν και τους υπόλοιπους, αρκεί το έργο να φέρει ένα τίτλο.
Εργα του παλιού και παλαιότερου Χόλυγουντ ήταν αυτά που αποφάσισαν να μετατρέψουν σε αφρο-αμερικανικά remake και να τους δώσουν μια νέα εμπορική, κι όχι καλλιτεχνική, πνοή. Λέω εμπορική διότι το «Η γυναίκα του επίσκοπου» που έγινε «φτερωτός έρωτας» ή το «Μάντεψε ποιος θάρθει το βράδυ» ήταν για τις μέρες μας ή ξεπερασμένα ώστε να ξαναγυριστούν με λευκούς ηθοποιούς, όπως το πρώτο, είτε είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους όπως το δεύτερο. Και πολλά άλλα… Τα αναφέρω ως ενδεικτικά παραδείγματα.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει τώρα με την «Annie». Αλλωστε είναι ενδεικτικό, αν διαβάσει κανείς τα credits, η παρουσία στην παραγωγή του Γουίλ Σμιθ και της συζύγου του, οι οποίοι στρέφονται επιχειρηματικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Η «Annie» είναι έργο που προσφέρεται προς αυτή την σύλληψη. Μπορεί να αξιοποιήσει, ή και να εκμεταλλευτεί, ονόματα Αφρο-Αμερικανών ηθοποιών που έχουν διακριθεί ή ακουστεί στα τελευταία χρόνια, όπως ο Τζέιμι Φοξ κι η μικρούλα Κεβανζέν Βαλίς, όπως άλλωστε, και τα υπόλοιπα remakes στηρίχτηκαν στην παρουσία πλέον στο χολυγουντιανό στερέωμα ονομάτων Αφρο-Αμερικανών που διακρίθηκαν ακριβώς λόγω των ευκαιριών που έδωσε τούτο το άνοιγμα.
Στην «Annie»δηλαδή δεν βλέπουμε να επιχειρείται μια άλλη ανάγνωση του είδους μιούζικαλ , αντίθετα, θα έλεγα πως αυτό που είδα, από πλευράς μιούζικαλ οδηγεί στην απόλυτη αποστέγνωση.
Δεν έχει καμμία σχέση με εκείνη την παραγωγή του 1982, που είχε σκηνοθετήσει ο Τζον Χιούστον, σε μια απόπειρα δική του να ασχοληθεί κι αυτός, έστω και μια φορά με το είδος. Εδώ να βάλω παρένθεση και να πω ότι στο μεγάλο Χόλυγουντ των μεγάλων σκηνοθετών, που υπηρετήθηκε το σινεμά των ειδών, σχεδόν οι περισσότεροι, δοκίμασαν κάποια στιγμή να κάνουν έστω και μια ταινία πάνω ΚΑΙ σε τούτο το είδος: Ο Τζότζεφ Μάνκιεβιτς έκανε το «Μάγκες και κούκλες», ο Φρεντ Ζίνεμαν την «Οκλαχόμα», ο Γουίλιαμ Γουάιλερ το «Funny Girl», ο Χάουαρντ Χωκς το «οι άντρες προτιμούν τις ξανθές», κάποιοι διακρίθηκαν και με Οσκαρ χωρίς να είναι το είδος τους όπως ο Ρόμπερτ Γουάιζ με το «West Side Story» και την «Μελωδία της ευτυχίας» ή ο Τζορτζ Κιούκορ με το «Ωραία μου κυρία» ή ο Βρετανός Σερ Κάρολ Ρηντ με το «Ολιβερ». Πέρα δηλαδή από εκείνους που ήταν πιο ειδικευμένοι στο μιούζικαλ όπως ο Βιντσέντε Μινέλι. Κάπως έτσι, έστω και καθυστερημένα, αποφάσισε κι ο Τζον Χιούστον να κάνει την «Annie» και κλείνουμε εδώ την παρένθεση.
Ο Χιούστον έκανε μιούζικαλ για να κάνει μιούζικαλ. Και το έκανε όπως ορίζεται από το είδος. Μετέφερε το Μπροντγουέι στο Χόλυγουντ ,δεν του πέτυχε επακριβώς, πάντως ακολούθησε τον κανόνα. Ηταν όμως και μια δαπανηρή ταινία.
Εδώ το μιούζικαλ παίζει δευτερεύοντα ρόλο αφού το μόνο που κρατάει είναι τα τραγούδια στα οποία δίνει κι ένα χορευτικό ρυθμό. Σκηνοθέτης ο Γουίλ Γκλουκ….
Η εκτέλεση της εντολής είναι μεταφορά στο σήμερα ώστε το έργο να δικαιολογεί , περισσότερο από την παρουσία των Αφρο-Αμερικανών (διότι αν τοποθετείτο στη δεκαετία του 30, όπως όριζε το πρωτότυπο θα ήταν ακόμα πιο αποδοτικό με το ορφανό «νεγράκι» στην εκμετάλευση των χρόνων της οικονομικής κρίσης) στα λιγότερα έξοδα. Στο 2014, στη Νέα Υόρκη, γυρισμένο σε φυσικούς χώρους και σε ντεκόρ που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οποιοδήποτε σενάριο με ουρανοξύστες, δεν θα προυπέθετε ρίσκο.
Με κύριο ενδιαφέρον στην προβολή της ιστορίας. Διότι η «Annie» προσφέρεται για παιδική ψυχαγωγία, έχει τα αρχέτυπα του παραμυθιού, μοιάζει με τον «Ολιβερ Τουίστ» χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει ίχνος από την ποιότητα του διότι δεν την έχει γράψει ο Κάρολος Ντίκενς αλλά «αναχωνεύει» τα αρχέτυπα.
Αυτή, όμως, είναι γενικότερα η μοίρα της «Annie». Οχι μόν ο στο σινεμά αλλά και στο θέατρο, διεθνώς. Όπως λέμε για την ταινία του Χιούστον που πάνω από όλα ήταν ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ καθαρόαιμο, ανεξαρτήτως αν ήταν καλό, μέτριο ή κακό («κακό» δεν θα το λέγαμε με τίποτα), το ίδιο συμβαίνει και με το θεατρικό original.
Η πρώτη παράσταση του στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1981 , στο Κηποθέατρο «Αλίκη» με παραγωγό την Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία δεν έπαιζε (αν και θα μπορούσε να παίξει την…. Annie- λέμε…) παρά έχοντας τα δικαιώματα του μιούζικαλ το ανέβασε ως παραγωγός σε παράσταση επιπέδου ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΙ. Από κει και μετά, όσες φορές ανεβάστηκε, περισσότερο λειτουργεί ως παιδικό θέατρο, κι ας κρατάει τα τραγούδια, παρά ως μιούζικαλ με την έννοια εκείνη. Διότι ποιος επιχειρηματίας θα ρισκάρει να ξανακάνει εκείνες τις παραστάσεις της Αλίκης
Οπότε, από την ταινία τι μένει; Τα κλισέ της παιδικής ταινίας, τα ερμηνευτικά κλισέ περί παιδικών ταινιών και η κάκιστη απόδοση της ορφανοτρόφου από την Κάμερον Ντίαζ η οποία είναι εκτός είδους, κλίματος, εαυτού και σκηνοθετικής φροντίδας.
ΥΓ. Η καλύτερη ορφανοτρόφος, εξ όλων που έχω δεί, είναι η ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΗ ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ στην παράσταση εκείνη του κηποθεάτρου «Αλίκη». Ηταν ένα μάθημα για το πώς μεταβάλεις το καρτούν σε χαρακτήρα έχοντας την ενσυναίσθηση ότι αυτό που παίζεις είναι καρικατούρα και δεν πρέπει να παρεκκλινεις προς άλλες γραμμές. Και συγχρόνως, να την εντάσσεις μέσα σε μιούζικαλ. Οϋτε η Κάρολ Μπερνέτ ήταν στο επίπεδο της Βούρτση.. Η Κάμερον Ντίαζ είναι απλώς εκτός οτιδηποτε.
ΥΓ2. Από τη διανομή της σύγχρονης κινηματογραφικής «Annie» ξεχώρισα τη Ρόουζ Μπερν που παίζει τη συνεργάτιδα του πλούσιου (που δεν το λένε πιά «Κύριο Ουόρμπαξ) και θα μπορούσα επίσης να έχω ξεχωρίσει και τον Μπόμπι Καναβάλε, που μας τον έκανε γνωστό ο Γούντι Αλεν στη «Θλιμμένη Τζάσμιν», αν ο ρόλος δεν ήταν τόσο μικρός. Πρόλαβα, όμως,να τον επισημάνω. Θεωρώ πως αυτοί οι δύο ηθοποιοί, ίσως ακριβώς επειδή δεν είναι Αφρο-Αμερικάνοι αλλά EuropeanAmericans, όπως είναι πλέον η επίσημη ονομασία των λευκών της Αμερικής, δεν έπαιζαν με κλισέ οικογενειακής ταινίας αλλά προσπαθούσαν και κατάφερναν να είναι στο πνεύμα του μιούζικαλ. Η μεν Μπερν με αξιόλογο χορευτικό λίκνισμα , ο Καναβάλε, που δεν είχε μουσικές σκηνές, έπαιζε με την ελαφρότητα του ρόλου πρόζας σε μιούζικαλ.