Θα ξεκινήσω, όμως, από το σημείο που σταμάτησα όλες τις προηγούμενες φορές, από το ότι τελικά ο Νίκος Καρβέλας δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τη ροκ όπερα καθώς και την όπερα, τουλάχιστον από πλευράς δομής. Να τη γνωρίζει μάλιστα καλύτερα από κάποιους επικριτές του που κατηγορούν το λιμπρέτο, το κείμενο δηλαδή, για …μελοδραματισμό.
Προφανώς και δεν γνωρίζουν από πού κρατάει αυτή η λέξη, η λέξη μελόδραμα. Τι είναι το μελόδραμα; Η όπερα είναι. Με καταστάσεις υπερβολικές, τραβηγμένες στα άκρα που θα δώσουν στη μουσική πεδίο να εισβάλει και να δράσει και να ανεβάσει με κορώνες τραγουδιστικές την υπερβολή των όσων συμβαίνουν.
Ωστόσο, ο υπογράφων έχει να κάνει μια κριτική στο κείμενο, όχι όμως για τη «μελοδραματική» υπερβολή και για το «φωσκολικό» (ναι το άκουσα κι αυτό –και μιλάνε για όπερα …) σενάριο (ας μάθουν, επίσης, ότι το σενάριο είναι ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ όρος) αλλά για ένα κενό στο στήσιμο του μύθου, το οποίο ως θεατή με μπέρδεψε και μέχρι το τέλος περίμενα κάτι άλλο που θα με οδηγούσε στη λύση. Τι ήταν αυτό; Από πού κι ως που, οι θετοί γονείς του νεαρού έχουν εβραικά σύμβολα στο σπίτι τους; Περίμενα εξήγηση στην πλοκή μια κι η θετή μάνα αποκαλύπτεται ότι είναι αδελφή του Ες-Ες ο οποίος ταλαιπωρούσε την ηρωίδα. Και ετοιμαζόμουν για grande αποκάλυψη ή έστω για κάποια αιτιολόγηση, για μια εξήγηση. Δεν συνέβη τίποτε τέτοιο. Τα εβραικά σύμβολα, που δεν αναφέρονταν ούτε στο κείμενο, μου στέρησαν ένα μέρος της σωστής παρακολούθησης, διότι πιάστηκα από αυτά και προσανατολίστηκα στο να ακούσω άλλα.
Πως κι έγινε αυτό, δεν έχω καταλάβει.
Από εκεί και πέρα… κι οι τρείς που πιθανόν να ενέχονται», ο συγγραφέας Καρβέλας, ο σκηνοθέτης Κακλέας κι ο σκηνογράφος Μανώλης Παντελιδάκης, έχουν κάνει εκπληκτική δουλειά ο καθένας στον τομέα του κι όλοι μαζί στο σύνολο που ήταν αυτή η πραγματική υπέροχη παράσταση.
Δεν είμαι σε θέση να το αναλύσω μουσικά διότι δεν έχω τις ειδικές περί μουσικής γνώσεις.
Θεατρικά, όμως, μιλώντας κι εννοώ πάνω στο είδος που λέγεται «ροκ-όπερα». τολμώ να πω ότι είδα τον Νίκο Καρβέλα να μην επαναπαύεται σε μοτίβα από τις προηγούμενες παραστάσεις παρά να ανοίγεται και σε άλλα μουσικά μονοπάτια, που να ανεβάζουν με τη μουσική τον πήχη όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον. Η ροκ άρια (ναι, χρησιμοποιώ οπερετικό όρο) της «Ηρωίνης» ήταν ένας τέτοιος σταθμός για μένα κι εδώ παίρνω την ευκαιρία να παινέσω το νεαρό Αιμιλιανό Σταματάκη, που την ερμήνευσε, για τον τρόπο που την ερμήνευσε, όχι μόνο αυτήν αλλά κι ό, τι περιλάμβανε το μέρος του και μέσα σε αυτά είναι κι η σκηνική του ανάδειξη. Ένα λανσάρισμα που είχα καιρό να δω στην ελληνική σκηνή.
Όπως επίσης θα σταθώ και σε ένα άλλο μουσικό κομμάτι, που αναδεικνύει την απαιτούμενη θεατρικότητα κι είναι εκείνο της απελπισίας που ερμηνεύει ο Θανάσης Αλευράς, που είναι κι από τα μεγάλα συν της παράστασης, τον οποίο επίσης ξεχώρισα ιδιαίτερα. Ηταν μια τέλεια μουσική σκηνή για να αναδειχθεί ηθοποιός κι ο Θανάσης Αλευράς, όχι μόνο σε αυτήν αλλά σε ολόκληρη την παράσταση , έδειξε ότι είναι υπολογίσιμη δύναμη. Εχει ωραία φωνή, είναι εξαιρετικός ηθοποιός, έχει αίσθηση του κωμικού μέτρου, γνωρίζει να βάλει υπό έλεγχο την ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ δραματική υπερβολή, έχει παρουσία, η φυσιογνωμία του αλλάζει από σκηνή σε σκηνή. Τη βραδιά μάλιστα που πήγα είχε εμφανιστεί στη σκηνή πριν από την παράσταση για να διαβάσει ένα κείμενο για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου κι ήταν ένας άλλος, έτσι όπως πρέπει να είναι ένας πραγματικός ηθοποιός στην κάθε του εκδήλωση, είτε προλογίζει είτε παίζει κι ανάλογα με το τι παίζει στην κάθε σκηνή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που σε σκηνοθεσία του Κακλέα αναδεικνύονται ηθοποιοί.
Μήπως δεν αξίζουν συγχαρητήρια ο Γιάννης Σαμσιάρης που κατέχει το άθλημα όσο λίγοι, η Τάνια Τρύπη που τα κατάφερε και σε αυτό το είδος; Η να αφήσω τον Ιβάν Σβιτάιλο, που έπαιξε τον Ρώσο εισβολέα στην αρχή της παράστασης και ήταν μαγευτικός;. Τον συνόδεψαν οι Αρης Πλασκοβίτης και Νικόλας Ραπτάκης- να τους αναφέρω κι αυτούς που είχαν τόση ενέργεια.
Μόνο τον Νικόλαο Καραγκιαούρη, που είχα θαυμάσει στους «Δαίμονες» δεν ευχαριστήθηκα εδώ, όχι διότι έφταιξε ο καλλιτέχνης αλλά επειδή ο ρόλος που του ανατέθηκε ήταν «λίγος» σε σχέση με τις φωνητικές ικανότητες του και με την επί σκηνής συμμετοχή του. Σε αυτό το λίγο, όμως, πρόσθεσε το δικό του «συν».
Ο Μανώλης Παντελιδάκης με τις σκηνογραφίες του μας μετέφερε κάπου μεταξύ Broadway και WestEnd (στα καλύτερα τους!) και μέσα στα ταμπλώ του εντάχθηκε κι η Ντένη Βαχλιώτη , του γνωστού μυθικού σογιού που βγάζει Ντένες, Θεώνες κι ενδυματολόγους, με τα κοστούμια της. Εκεί μέσα εντάσσονται κι οι φωτισμοί που γίνονται κι αυτοί μέρος της σκηνογραφίας από τους «αριστείς» από ό, τι φάνηκε, που τους ανέλαβαν.
!9 άτομα μέτρησα στην ορχήστρα- αυτό και μόνο κάτι θα πρέπει να λέει για τη μουσική ποιότητα σε ζωντανή εκτέλεση. Τον Αλ Πρίφτη που διεύθυνε, ας τον «αναλύσουν» οι αρμόδιοι , εγώ απλώς τον θαύμαζα και μου αποσπούσε και το μάτι για να δω πως διευθύνει αυτό τον κόσμο, αυτό τον ήχο, εκεί που η μουσική εξελισσόταν σε ομοβροντία ήχων και μελωδιών.
Αφησα τελευταία την ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ. Θα δανειστώ αποδίδοντας και την πατρότητα, τον σχολιασμό ενός φίλου, που είχε δει την παράσταση πριν από μένα, του οδοντίατρου Θοδωρή Λασκαρίδη. «ΣΚΗΝΙΚΟ ΗΘΟΣ» ήταν ο χαρακτηρισμός του για τη Βίσση. Τόσο πολύ με καλύπτει το σχόλιο του ώστε το μεταφέρω στο κείμενο μου, το υιοθετώ πλήρως κι εξηγώ. Αυτό που είδα στη Βίσση δεν ήταν μόνο η φωνή της που την άκουσα να αντέχει μετά από 42 χρόνια τραγουδιστικής καριέρας- αναλογιζόμαστε τι σημαίνει 42 χρόνια τραγουδιστής; Και χωρίς διακοπή. Λίγο σεβασμός. Την βρήκα να αντέχει και συγχρόνως να έχει καλλιεργηθεί προς τα πάνω, σε αυτό το είδος με το οποίο εκπλήσσει το κοινό τα τελευταία χρόνια. Εννοώ τις ροκ όπερες. Συγχρόνως, τη βρήκα και ένα βήμα μπροστά ως ηθοποιό, όχι μόνο στο ποστάρισμα της φωνής, στη δραματικότητα όταν χρειαζόταν αλλά και στο σώμα-ΕΠΑΙΖΕ! Το ΣΚΗΝΙΚΟ ΗΘΟΣ φάνηκε από το πώς σύνθεσε όλο αυτό, όλα αυτά, από το πώς έδωσε χώρο στο νεαρό ανακαλυπτόμενο Αιμιλιανό Σταματάκη, όπως κάνουν οι grandeπρωταγωνίστριες όταν αναδεικνύεται δίπλα τους κάποιος. Και κυρίως στην απουσία κάθε βεντετισμού επί σκηνής.