Είναι ένα έργο μίνιμαλ, πολύ μίνιμαλ. Σχεδόν όσο και το δικό μας, τα «Μαγνητικά πεδία» που δεν φτούρησε στα Οσκαρ
Δυο πρόσωπα επί της ουσίας, ένας νεαρός μπαμπάς κι ένα κοριτσάκι. Σε μια ιστορία αναμνήσεων. Την οποία τη ζούμε μέσα από τις εικόνες αναπόλησης του κοριτσιού που πιά έχει γίνει γυναίκα και θυμάται.
Εμείς, όμως, οι θεατές, οι αποδέκτες, ζούμε εκείνη την ανάμνηση.
Όταν το κορίτσι πήγε για πρώτη φορά διακοπές με τον πατέρα της μετά τον χωρισμό του από τη μητέρα της, με την οποία η μικρή ζεί. Και πάνε σε ένα resort της παραθαλάσσιας Τουρκίας. Δεν θυμάμαι να διευκρινίζεται αν είναι Αιγαίο ή Μαυρη Θάλασσα αλλά δεν μας αφορά. Μας ενδιαφέρει απλώς το ότι πήγαν διακοπές σε ένα τόπο μακρινό κι αυτή είναι μια λεπτομέρεια, κι η ταινία είναι γεμάτη τέτοιες λεπτομέρειες που δεν τις προσέχεις και πολύ, είναι όμως αυτές που σιγά σιγα συνθέτουν κάτι κι είναι αυτό το «κάτι», που καταλήγει στο ότι η ταινία αποκτά μια αναγνωρισιμότητα.
Λειτουργεί σαν παζλ αναμνήσεων. Και τις συνθέτει λίγο-λίγο και με κάμερα στο χέρι, με σενάριο που είναι γραμμένο για να σκηνοθετηθεί από κάμερα στο χέρι, να έχει ένα τρέμολο σαν τις μνήμες ή τις αναμνήσεις της μικρής, που κάποτε θα μεγαλώσει…ΚΙ όλο το φιλμ, το βλέπουμε από τη μεριά της. Από το πως η ίδια βλέπει τον πατέρα της. Κι εδώ θα σταθώ στον ηθοποιό, που κάνει τον πατέρα, τον ΠΩΛ ΜΕΣΚΑΛ, ο οποίος είναι νεαρός κι έχει επιλεγει για το ρόλο του πατέρα, του νεαρου πατέρα μικρής κόρης. Εχει ενδιαφέρον το πως παίζει τον ρόλο, υπακούει στα υποκειμενικά της ηρωίδας, στο πως τον βλέπει αυτή, στο πως τον βλέπει η μικρή. Αυτή είναι επίσης μια λεπτομέρεια που ξεκινά σεναριακή και καταλήγει σκηνοθετική διότι είναι καίρια για την ταυτότητα της ταινίας. Κι εισπράττεται κι ως ερμηνευτική.
Αυτά λοιπόν είναι στοιχεία, που δηλώνουν ένα άλλο γράψιμο, πάνω στο θέμα «διακοπές με τον πατέρα» ή στη σχέση «πατερα-κόρης» ή «παιδιού με χωρισμένο γονιό με τον οποίο δεν ζει μαζί». Κάνει μια άλλη προσέγγιση. Εξου κι εκτιμάται ως ντεμπούτο και παίρνει τα εύσημα η δημιουργός του η Σκοτσέζα ΣΑΡΛΟΤ ΟΥΕΛΣ κι εδώ επιβάλλεται να τοποθετηθώ: Ως Εργοκεντρικός, η λέξη ντεμπούτο κι οι διαφορες αναλογες , δεν μου λένε τίποτε στο βαθμό που εγω βλέπω τα έργα ως έργα κι ως έργα τα κρίνω. Πραγμα που σημαίνει ότι το ντεμπούτο ως επιείκεια είναι έξω από μένα . Εδώ αναφέρω τη λέξη επειδή συνοδεύεται από μια καινοτομία γραφής , η οποία γίνεται στοιχείο κριτηρίου κι από την Εργοκεντρική σκοπιά. Διότι, από την άλλη, για να κρίνεις έργο, ή μάλλον για να εξετάσεις και να αξιολογήσεις ένα έργο, χρειάζεται καταρχάς να του έχεις ανακαλύψει την ταυτότητα. Περί τίνος πρόκειται. Και με βάση αυτού που πρόκειται θα προχωρήσεις στην εξεταση, στην αναλυση, στην αξιολόγηση. Σε αυτό που λέμε κριτική και που πολλοί το παρεξηγούν ότι είναι ένα «προνόμιο» που έχει κάποιος και δεν το έχουν οι άλλοι ανθρωποι, να λέει αν του άρεσε το έργο που είδε και να πληρώνεται για αυτό. Όχι, δεν είναι αυτό η κριτική. Κριτική είναι τα στοιχεία που ανέφερα παραπάνω. Αν δεν έχει εντοπίσει το έργο περί ποιου προκειται, δεν μπορείς να του κάνεις κριτική βάσει ενός άλλου έργου, είτε ενός άλλου είδους είτε γενικώς…Κι αν ως θεατής δεν το ορέγεσαι, από τη στιγμή που είσαι κριτικός οφείλεις να αναλύσεις τι είναι η ταινία και πως την κάνουν ο δημιουργός της με τους συνεργάτες του.
Εδώ πάντως το σενάριο, που όπως ανέφερα και πιο πάνω είναι γραμμένο για να σκηνοθετηθεί με κάμερα στο χέρι, έχει προβλέψει αναλογα και για το μοντάζ, στο πως θα γίνει, ώστε να λειτουργεί αυτό το αβέβαιο παζλ, που χτίζει αναμνήσεις μέλλοντος για την ηρωίδα που το έζησε. Και κατακάθισε μέσα της.