Με πρώτη και κυριότερη τη σειρά MISSION IMPOSSIBLE, που μου τη θύμισε έντονα, ειδικά το Νο 4 εκείνης, που έχει πολλές ομοιότητες με το Νο 7 τούτου. Ειδικά, το κομμάτι στο Ντουμπάι είχε πολύ έντονα την υπενθύμιση εκείνου και μάλιστα το «Mission Impossible 4» έπαιζε τη σκηνή του ουρανοξύστη με ανθρώπους κι όχι με αυτοκίνητα που πετούν στον αέρα και τρυπούν τα κτίρια σαν κι εκείνα τα αεροπλάνα των Δίδυμων Πύργων..
Απλώς, έρχεται μια στιγμή που η συσσωρευμένη αγανάκτηση εναντίον μιάς σχολής κριτικής που ταλάνισε τους κινηματογραφόφιλους για καιρό, φτάνει στα όρια της κι αναζητεί ευκαιρία να εκδηλωθεί. Το «Μαχητές των δρόμων Νο 7» επιλέχθηκε από τους ανθρώπους κι όχι από τη Μοίρα, να είναι η ταινία αυτή.
Το καταλαβαίνω, το συμμερίζομαι, διατηρώ, όμως, και τις ενστάσεις μου.
Με την έννοια ότι ανήκω προσωπικά σε μια άλλη «σχολή», και πιθανόν αυτή η σχολή να έχει για δάσκαλο και μαθητή μόνο εμένα, αυτό δεν το ξέρω, στην οποία ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ. Όλα τα έργα του κινηματογράφου είναι δικά μας παιδιά αλλά δεν τα αγαπούμε όλα τα παιδιά το ίδιο. Αγαπούμε εκείνα που μας αρέσουν. Εδώ, όμως, εκφράζω την πρώτη ένσταση διότι άλλο το «δεν αγαπώ το ίδιο» κι άλλο το «αδικώ».
Η «αδικία» ξεκινά από την κριτική που ως τα τώρα είχε την αποκλειστικότητα των μέσων, των ΜΜΕ εννοώ, κι έκανε ό, τι ήθελε. Η μάλλον, ό, τι είχαν αποφασίσει κάποια «ιερατεία». Για να γίνεις αποδεκτός έπρεπε να υποκύπτεις στα κελεύσματα αυτών των ιερατείων. Διαφορετικά σε αντιμετώπιζαν όπως οι δανειστές την ελληνική κυβέρνηση την τρέχουσα.
Η κατεστημένη κριτική αναγνώριζε μόνο τη θεωρία του auteur κι από αυτήν στένευε κι άλλο τους ορίζοντες κι απαξίωνε τα ΕΙΔΗ.
Η αγανάκτηση, λοιπόν, που εκδηλώθηκε με αφορμή το «Μαχητές των δρόμων Νο 7» δεν μπορεί παρά να με βρίσκει σύμφωνο. Ως κριτικός μιλάω που υπερασπίζεται το σινεμά των ΕΙΔΩΝ και το προτιμά από το σινεμά του auteur, όταν το τελευταίο είναι περισσότερο auteur και λιγότερο σινεμά.
Ως προς την ταινία, όμως, που επιλέχθηκε για να εκδηλωθεί το ξέσπασμα της αγανάκτησης θα διατυπώσω κάποιες, όχι ακριβώς αντιρρήσεις ως προς την ποιότητα τις ταινίας αλλά ως προς το «γιατί αυτήν;»
Βεβαίως κι αναγνωρίζω ένα ενδιαφέρον στοιχείο, μιλώντας πλέον καθαρώς κινηματογραφικά, που αφορά στη σημερινή στρατηγική του Χόλυγουντ, που αφορά στα sequels. Και η οποία ορίζει πως τα blockbuster είναι ΕΙΔΟΣ και πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σινεμά, διότι είναι σινεμά, κι όχι ως αποσυνάγωγα που δεν ταιριάζουν στη θεωρία του auteur. Διότι ο πραγματικός auteur είναι ο καλός ή ο μεγάλος σκηνοθέτης. Κι αυτός αναδεικνύεται μέσα από τα είδη. To «Μαχητές των δρόμων Νο 7» φέρνει την καινοτομία πώς να μην κοροιδεύουμε τα sequels διότι προδίδεται- κάτι που το έχω ξαναγράψει- δική μας τεμπελιά επειδή δεν είμαστε εμείς σε θέση να κάνουμε κριτική στο σινεμά των ειδών διότι για να κάνεις κριτική σε αυτό πρέπει να ξέρεις πολύ καλά σινεμά. Με τη θεωρία του auteur αρχίζεις και μιλάς δήθεν για το τι θέλει να πει ο auteur, λες κι εσύ το ξέρεις, κατόπιν περνάς στην ανάλυση των ιδεολογημάτων που είτε διαθέτει η ταινία είτε τα κατασκευάζεις μόνος σου κι έτσι μπορείς να καταλήξεις να βγάλεις «αριστούργημα» κάτι που απλά δεν βλέπεται.
Ναι, λοιπόν, με το συγκεκριμένο φιλμ, υποχρεούμαστε να παρακολουθούμε με σοβαρότητα και συνέπεια την κάθε «συνέχεια» κι όχι να την απορρίπτουμε προκαταβολικώς «ωχ αδερφέ, ένα ακόμα sequel, έλεος πιά!» διότι μπορεί στο Νο 7 να επιφυλάσσεται η έκπληξη.
Ναι, έχουμε έκπληξη εδώ με την έννοια ότι βλέπουμε μια περιπετειάρα, στην οποία δεν συμβαίνει τίποτα το πειστικό με τους όρους του ρεαλισμού ή του νατουραλισμού. Αν είναι δυνατόν να κόβουμε και να ράβουμε την Τέχνη πάνω σε ένα και μόνο πατρόν. Τότε είμαστε άχρηστοι για κριτικοί. Από την άλλη, αυτό περι «πειστικότητας» ισχύει για όλα τα είδη. Απλώς, συντελείται με διαφορετικό τρόπο. Άλλη η πειστικότητα σε ένα έργο του ρεαλισμού, άλλη σε ένα φανταστικό, διαφορετική στον Τζέιμς Μποντ κι αλλιώτικη στο μιούζικαλ.
ΠΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΠΕΙΘΟΜΕΘΑ (να και το δασκαλίστικο!) πως αυτό που βλέπουμε εκείνη τη στιγμή, μας έχει κάνει η ταινία να το δεχτούμε. Μας έχει βάλει στο κλίμα της, στους όρους της, στο παιχνίδι της.
Στο «Μαχητές των δρόμων Νο 7» , στη μεγάλη κι εντυπωσιακή σκηνή του Ντουμπάι με τον ουρανοξύστη και τα αυτοκίνητα, μου έκανε εντύπωση πως ο πιτσιρικάς που καθόταν μπροστά μου γύρισε κι είπε στον μπαμπά του «μα τι βλακείες είναι αυτές!». Τον πιτσιρικά δεν τον έπεισε ως αλήθεια το παιζόμενο, όμως, έμεινε και καρφωμένος στο πανί. Ισως να έχει μάθει από τους γονείς του και να το ακούει μέσα στο σπίτι το περί αληθοφάνειας και το πως ο καθένας το σερβίρει. Διότι κι οι γονείς του από κάποιον κριτικό θα τα διάβασαν που γράφει στην εφημερίδα που αγοράζουν.
Λέω λοιπόν του πιτσιρικά κι από εδώ, που του το είπα και στο διάλειμμα, στο σινεμά, που πιάσαμε κουβέντα με τον μπαμπά του, ότι ζητούμενο της ταινίας αυτής είναι να μας συναρπάσει με τη δράση της. Δεν επιχειρεί καθόλου να μας πείσει ότι αυτά μπορούν να συμβούν όχι στην έξω ζωή αλλά κι εδώ ακόμα που τα χαζεύουμε και τα απολαμβάνουμε.
Οι «Μαχητές των δρόμων Νο 7» συναρπάζουν και γι αυτό τους γούσταρα. Από την άλλη, δεν θα υποκλιθώ ότι είδα το αριστούργημα του είδους για τον εξής απλό λόγο πως ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ έχουμε όταν ένα έργο, ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ είδους, φτάνει το είδος στην ΑΡΤΙΩΣΗ. Οι «Μαχητές των δρόμων 7» δεν είναι «Τιτανικός»! Είναι όμως ψυχαγωγία, είναι σινεμαδιά, είναι αυτό για το οποίο πάμε σινεμά κι απευθύνεται σε μας που λατρεύουμε το ΣΙΝΕΜΑ κι όχι στους άλλους που συγκαταβατικά τους αρέσει μόνο το «καλό σινεμά».
Το ΚΑΛΟ και το ΚΑΚΟ ΣΙΝΕΜΑ είναι ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, δεν είναι ΕΙΔΟΣ.