Αυτός ήταν ο μύθος της οπερέτας. Η οποία ανεβάστηκε στην Κατοχή, σαιζόν 1943-44, συγκεκριμένα Οκτώβριο του 1943, στο Θέατρο «Κυβέλης» από μεγαλο μουσικό θίασο άσων. Ειδικά συγκροτημένο για να παίξουν οπερέτες κι επιθεωρήσεις. Οι αδελφές ΚΑΛΟΥΤΑ ήταν επικεφαλής, η ΑΝΝΑ, που ως πιο βαμπ, θα έπαιζε την κοκότα, κι η ΜΑΡΙΑ που είχε τη «γλύκα» -ενώ η Αννα είχε την «τσαχπινιά», όπως έλεγε ένα τραγουδάκι της εποχής αφιερωμένο σε αυτές, κι ο τραγουδιστής ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΙΑΤΑΚΗΣ θα έκανε το νεαρό επίδοξο τενόρο. Ποιοι ήταν οι άλλοι; Στο θίασο; Η Εθνική Ελλαδος Μουσικού Θεάτρου: Οι θρύλοι ΜΑΥΡΕΑΣ, ΚΟΚΚΙΝΗΣ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, ΜΑΝΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ-αστερι!- κι ο ηθοποιός της πρόζας ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ. Η επιτυχία χάλασε κόσμο.
Κάποια χρόνια αργότερα, μετα την επί της οθόνης «διάσωση» της εικόνας του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑ, της ΜΙΡΑΝΤΑΣ, του ΟΡΕΣΤΗ ΜΑΚΡΗ (η ΚΥΒΕΛΗ ήρθε αργότερα με την «Αγνωστο») έρχεται η σειρά της ΑΝΝΑΣ ΚΑΛΟΥΤΑ, την οποία ο Φίνος θέλει να απαθανατίσει όχι ως επιθεωρησιακή αλλά ως βαμπ, ως «βεντέτα» της σκηνης , ως αυτό που έβγαζε η Αννα Καλουτά και το διατυμπάνιζε κι η ίδια με περισσή υπερηφανεια: Βεντέτα!!
Και σε αυτή την επιθυμία, έρχεται ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ, του φερνει την παλιά οπερέτα με σκοπό να την μετατρέψουν σε δράμα, σε ένα ρόλο που υποσχεται όλα όσα επιθυμούνται για την μοναδικότητα της Καλουτα, σε αυτό το σημείο. Χανει βέβαια την κωμικότητα της. Όμως , κι ο Φίνος αλλά ειδικά ο Σακελλάριος, επειδή το είχαμε κουβεντιάσει, είναι υπό την επιρροή αυτού που συνέβη πριν δέκα χρόνια στην Αμερική με την ΤΖΙΝΤΖΕΡ ΡΟΤΖΕΡΣ, που από σουπερ χορευτική παρτενέρ του Φρέντ Ασταιρ τη μετετρεψαν σε κάτι που η ίδια επιθυμούσε, σε δραματική ηθοποιό και μάλιστα πήρε ΟΣΚΑΡ σε δραματικό ρόλο, στο «Kitty Foyle» (ελλ τιτλος «Το δράμα μιας γυναίκας»)σε σεναριο ΝΤΑΛΤΟΝ ΤΡΑΜΠΟ. Και θέλησαν να κάνουν το εδώ ομόλογο με την ΚΑΛΟΥΤΑ.
Και προχωρούν με τη σούπερ διανομή ώστε να στηθεί το έργο ως κινηματογραφικό δράμα: Απέναντι στη ντάμα Καλουτά βάζουν τη Νο 1 ενζενυ της εταιρίας ΣΜΑΡΟΥΛΑ ΓΙΟΥΛΗ, η οποία τον προηγούμενο χρόνο έχει κάνει εισπρακτικό θρίαμβο πρωτιας στου Φίνου, με το ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ. Στη μέση, άντρας ποθών και ποθούμενος, αυτός που ένα χρόνο πριν, έγινε πρωταγωνιστής εν μια νυκτί στο θίασο Κατερίνας κι έδειξε ότι είναι ανυπολογιστος για ρόλους εραστών, τόσο των ωριμων κυριών (όπως η Κατερίνα) όσο και των νεαρών ,των ενζενυ, όπως η Ελλη Λαμπέτη στο θεατρικό που τον είχε αναδειξει κι επιβάλει , στη «Φθινοπωρινή παλίρροια» της Δαφνη Ντυ Μωριέ. Τωρα αναλαμβανουν αντίστοιχα η Καλουτά κι η Σμαρουλα κι ο Αλεξανδράκης παίρνει και την κινηματογραφική εμβαπτιση και πλεον γίνεται σταρ όχι μόνο της Σκηνής αλλά και της Οθόνης.
Όλα σε τουτο εδώ το φιλμ έγιναν. Και φυσικά για το ρόλο του ευυπόληπτου κυρίου που έχει για κοκότα του την Καλουτά , πήραν τον ΛΑΜΠΡΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑ. Ο οποίος ήταν ιδανικός για ρόλους ωριμου εραστή, τον είδαμε και στις άλλες ταινίες, ήταν ομως ζευγαρι και στη ζωή με την Καλουτά κι είχαν κάνει τον προηγούμενο χειμωνα το δικό τους θρίαμβο στο «Rex"» με το «Μ’αγαπά δεν μ’αγαπα» και μία μεγαλειωδη περιοδεία στην Πόλη.
Με αυτά τα υλικα προχωρούν το κτίσιμο και βέβαια ο ευφυής Σακελλάριος, γνωρίζει ότι η μουσική και τα τραγούδια έχουν να παίξουν ρόλο. Ναι μεν δεν θα το κάνουν οπερέτα όπως στο θέατρο, όμως ο ήρωας παραμένει ο μουσικός του αρχικού κι η ιστορία του ρομαντική και χώρος τα κέντρα που τραγουδάει όπου στηνεται η πλοκή άρα..άρα..άρα..Σε βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο η ΜΟΥΣΙΚΗ. Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ. Κι αναλαμβάνει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΟΥΓΙΟΥΛ. Και γράφει μια σειρά από τραγούδια , έχει και τον μπάρμπα Αλέκο από δίπλα, τα οποία είναι μέσα στη μελωδία αλλά και την ατμόσφαιρα της υπόθεσης.
Κι από αυτά βγαίνει ένα (χωρις τα άλλα να υστερούν στο παραμικρό) αλλά αυτό το ΕΝΑ τραγουδιέται μέχρι σήμερα διότι είναι τόσο μελωδικό και τόσο κινηματογραφικό και μπαίνει στη σκηνή που θα σπάει ο πάγος της αμαρτίας: «ΑΣ’ΤΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ ΣΟΥ» για τότε και για πάντα. Οι στίχοι είναι ολόκληρη υπόθεση. Κι η μελωδία το ωραιoτερο ελληνικό κινηματογραφικό βαλσάκι πριν ελθει ο Χατζιδάκις και γραψει τα «χαμένα όνειρα», πάλι του μπαρμπα -Αλέκου. Βρε με αυτό τον άνθρωπο. Ki o ΦΩΤΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ, ο μεγας τροβαδουρος της εποχής, δανείζει τη θεία φωνή του στο θείο πρόσωπο του ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ
Τη φωτιστική γοητεία του εγχειρήματος την αναλαμβάνει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΡΥΔΗΣ ΦΟΥΞ. Και κάνει κάτι close -up στην ΚΑΛΟΥΤΑ , που θα τα ζήλευε η Τζίντζερ Ρότζερς στο δικό της δραματικό. Στους φωτισμούς όμως του Καρύδη θα ζητήσω να προσέξετε και το το φυσικό ντεκορ, το μέρος. Είναι αυτό που θα μας ταξιδέψει στο ΧΘΕΣ που είναι η ταινία: Η Εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου που είναι εμβληματική ως κτίσμα, μας κάνει να καταλάβουμε ότι αυτή είναι η Γλυφάδα, ότι έτσι ήταν η Γλυφάδα, εκείνο το καλοκαίρι του 1950 που γυρίστηκε το φιλμ. Άλλη χώρα, άλλη ηπειρος,, πραγματικά άλλες εποχές.
Και στη διανομή που αστραφτουν ο ΣΤΟΛΙΓΚΑΣ, ο ΓΚΙΩΝΑΚΗΣ, ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ κι η ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ ως σπιτονοικυρα(σύντομος ρόλος) θα σας ζητήσω να προσέξετε τη φίλη της Καλουτά, τη Φλώρα. Είναι η ΛΙΑΝΑ ΒΙΤΣΩΡΗ, κόρη του εμβληματικού Τροτσκιστή (όχι απλώς «τροτσκιστή» αλλά προσωπικού φιλου του Τρότσκυ που μονο αυτόν συνάντησε ο άσπονδος του Στάλιν, στη σκαλα που έκανε το βαπορι στον Πειραιά, κατευθυνόμενο από ή προς Κωνσταντινούπολη)- και της Νίτσας , κατοπινής ΤΣΑΓΑΝΕΑ. ΗνΛιάνα Βιτσώρη είναι κι η γυναίκα του Γιώργου Οικονομίδη, είναι αυτή για την οποία έγραψε το «Μα εγω αγαπώ τη Λιάνα», αυτή είναι η ΛΙΑΝΑ.
Το έργο φυσικά και βγήκε «Ακατάλληλο», όχι μόνο επειδή η ηρωίδα είναι κοκότα αλλά και για τις θέσεις που παίρνει το έργο μέσω αυτής κι είναι πολύ προχωρημένες για την Ελλάδα του 1951.