Ο ΝΤΑΜΙΕΝ ΣΑΖΕΛ επιβεβαιώνει ότι είναι χαρισματικό άτομο, με ταλέντο και γνώση πάνω στο αντικείμενο , πατάει στον σεναριακό εαυτό του αλλά εκείνον που προβάλει και τον αφήνει λεύτερο να κάνει αγγέλους είναι τον σκηνοθετικό εαυτό του.
Τι είναι αυτή η «Βαβυλώνα»; Είναι ένα έργο πάνω στο Χόλυγουντ της δεκαετίας του 20 και πάνω στην αλλαγή του περάσματος από τον βουβό κινηματογράφο στον ομιλούντα με διάθεση σάτιρας, κριτικής, νοσταλγίας-αν θέλετε, και με αποφυγή κάθε γραφικότητας στο να το ξεφτιλίσουμε -να τελειώνουμε δηλαδή, και συγχρόνως με ένα τρομερό αυτοέλεγχο πάνω στο γκροτέσκο, το οποίο παρακολουθεί από κάποια απόσταση, κάποιες φορές πάει να το πλησιάσει, ενίοτε και να του χτυπήσει την πόρτα αλλά πάντοτε την τελευταία στιγμή συγκρατείται και δεν αφήνει να τον πάρει από κάτω.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη βαθύτατη γνώση του ταλαντούχου αυτού ανθρώπου, του Σαζέλ, που είναι και τόσο νέος ώστε και κάποιοι να τον ζηλεύουν , έχει απόλυτη συγκρότηση της ταινίας μέσα στο μυαλό του κι αυτό είναι ολοφάνερο στο αποτέλεσμα- δεν είμαι μέσα στο μυαλό του. Ως Εργοκεντρικός άλλωστε πως θα μπορούσα να είμαι. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που μαρτυρεί ότι αυτό το έργο δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχει συγκρότηση. Αν ο σκηνοθέτης-κάτι που διδάσκουν και στις Σχολές- δεν έχει «δει» προηγουμένως όλη την ταινία, πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Βοηθά έτσι και τους στενούς συνεργάτες, κυρίως τον διευθυντή φωτογραφίας αλλά και τον υπεύθυνο σκηνογραφικής διεύθυνσης για να του ορίσει και το χρώμα. Εδώ, το μόνο άτομο που δεν ανήκεi στη μόνιμη ομάδα είναι η υπεύθυνη σκηνογραφικής διεύθυνσης, η ΦΛΟΡΕΝΣΙΑ ΜΑΡΤΙΝ. Και φαίνεται από τη χρωματική εισήγηση η οποία προέρχεται από τη δουλειά της στην «Πίτσα γλυκόριζα» του Πολ Τομας Αντερσον και δίνει οπτική αυτοτέλεια στην ταινία, στο να μη μοιάζει με προηγούμενες του Σαζέλ, κυρίως ομοίως στο να αποφύγει κάθε αισθητική σύγκριση ή παραλληλισμό με το «Κάποτε στο Χόλυγουντ» του Ταραντίνο με το οποίο συγγενεύει περισσότερο από άλλες ταινίες που πάνε να του αποδώσουν. Με την Φλορένσια Μαρτιν το καταφέρνει απολύτως. Εδώ έχουμε ένα Λος Αντζελες από την …ανάποδη. Όταν ως πόλη αναπτύσσεται…Και το επίκεντρο της ανάπτυξης είναι κυρίως οι τοποθεσίες των γυρισμάτων όπου στήνεται το Χόλυγουντ και κάποιοι εσωτερικοί χώροι που φιλοξενούν τα πάρτυ και κάνουν το θαύμα τους τα set ενώ οι προσόψεις υποδηλώνουν την καταγωγή, την προέλευση των κτηρίων κι αυτό που θα πούμε στο μέλλον «αρχιτεκτονική Λος Αντζελες». Αλλα αυτό πολύ αμυδρά, για αυτό και λέω ότι υποδηλώνει περισσότερο και λιγότερο αναπαριστά.
Οι άλλοι συνεργάτες , οι μόνιμοι, κάνουν τα θαύμα τους, η ΜΑΙΡΗ ΖΟΦΡΕΣ στα Κοστούμια η οποία υποδεικνύει τη δεκαετία του 20 παρα την αναπαριστά άμεσα ή γραφικά, ο ΛΙΝΟΥΣ ΣΑΝΓΚΡΕΝ στη Φωτογραφία στο πως φιλμάρει την αισθητική της σκηνογράφου και πως κινεί τις κάμερες και πως χρησιμοποιεί τους φακούς ώστε να βοηθήσει τον μοντέρ ΤΟΜ ΚΡΟΣ να δένει τα πλάνα και να κάνει την ταινία να μη σταματά καθόλου, χωρίς να σε ζαλίζει ή σε κουράζει, αντίθετα σε έχει διαρκώς «ηλεκτρισμένο» να παρακολουθείς και να μην καταλαβαίνεις την ώρα.
Βέβαια, από τους μόνιμους και σταθερούς συνεργάτες εκεί που θα αποδώσω ξεχωριστά διαπιστευτήρια είναι στον συνθέτη, στον ΤΖΑΣΤΙΝ ΧΟΡΓΟΥΙΤΣ. Αυτός δείχνει ότι με τον σκηνοθέτη ή καταλαβαίνονται απόλυτα ή ότι μιλάνε την ίδια γλώσσα, σε όλες τις συνεργασίες, στο «La La Land» τα μάλα κι εδώ απεριόριστα.. Η μουσική έχει μια δική της πρωτοτυπία πάνω στην έννοια περι κινηματογραφικής μουσικής , στα μοτίβα, σε αυτά που αναμειγνύει, στα ορχηστρικά, στην τζαζ της μεγάλης ορχήστρας και στον σκηνοθέτη Σαζέλ, ο οποίος τη μουσική που είναι για να παιχθεί μέσα στις σκηνές την μετατρέπει κατά ένα τρόπο σε μουσική υπόκρουση της ταινίας..Ολη η μουσική κι η μουσική της δράσης έχει εντονότατη την αίσθηση της «ορχήστρας».. Σαν να συντονίζονται τα όργανα με τις λήψεις. Σαν να αλληλο-εξαρτώνται .
Η υπόθεση ποια είναι; Κεντρικός ήρωας-αφορμή για να μας πει την ιστορία είναι ο νεαρός Μεξικάνος που έχει έρθει στο Χόλυγουντ για βοηθητικά επαγγέλματα στο χώρο της παραγωγής και θα έχει εξέλιξη αλλά κι ανατροπές. Τον παίζει ο συμπαθέστατος ΝΤΙΕΓΚΟ ΚΑΛΒΑ
Τα βασικά πρόσωπα είναι η επίδοξη σταρ που την παίζει εξαιρετικά σε άπειρες αποχρώσεις και με ενέργεια η ΜΑΡΓΚΟ ΡΟΜΠΙ κι ο σταρ που ακολουθεί την πορεία της πτώσης , σαν να έρχεται από το «Ένα αστέρι γεννιέται» και τον ερμηνεύει ο αληθινά έξοχος και κινηματογραφικότατος κι ωριμότατος ΜΠΡΑΝΤ ΠΙΤ, με μια αβίαστη εκφραστικότητα κλασικού κινηματογραφικού ηθοποιού.. Πόσο μου θύμισε τον Γκάρυ Κούπερ όταν ανεβαίνει τη σκάλα για να κάνει το γκραν-φινάλε του.
Κι οι υπόλοιποι της διανομής, η ΤΖΗΝ ΣΜΑΡΤ για παράδειγμα..
Γενικά, όπως όλη η ταινία υποδεικνύει το Χόλυγουντ του 20, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους χαρακτήρες που όλοι θυμίζουν κάτι μα κανείς δεν παίζει το υπαρκτό πρόσωπο που πιθανόν ο ρόλος να θυμίζει.
Η ευφυία κι η γνώση του Σαζέλ φαίνονται έκτυπα στο πω χειρίζεται εξαρχής την αναφορά στο «Τραγουδώντας στη βροχή» που έχει να κάνει πολύ με την εποχή και πως σιγά σιγα το ολοκληρώνει, κι η ΑΠΟΘΕΩΣΗ είναι το ΦΙΝΑΛΕ. Αυτό το φινάλε θα μπορούσαν να το δείχνουν κάθε χρόνο στα Οσκαρ αντί να μπαίνουν στον κόπο να φτιάχνουν κάθε χροννιά μονταζάκια. Σαφώς κι από εκεί είναι επηρεασμένο, κάτι τέτοιο θυμίζει το οποίο όμως το δένει με τους σύγχρονους καιρούς, τους αντικινηματογραφικούς, τους οποίους, όμως, παγιδεύει με ενός τύπου ένταξη στον κινηματογράφο και στο διηνεκές του.