Το «Ησυχο κορίτσι», που ο Ιρλανδός σκηνοθέτης ΚΟΛΟΥΜ ΜΠΕΡΕΪΝΤ, ο οποίος έκανε και τη σεναριακή προσαρμογή, το γύρισε στη γλώσσα του, την ιρλανδική (δεν πήγε να επωφεληθεί από την εμπορικότητα των αγγλικών), είναι ένα έργο περιεκτικότατο το οποίο αγγίζει κι ως περιεχόμενο αλλά και βάζει σε κλίμα ως φόρμα. Βασίζεται σε διήγημα (Κλέρ Κήγκαν η συγγραφέας, «Foster» ο τίτλος του διηγήματος) και πολύ θα ήθελα να το είχα διαβάσει για να δω ακριβως πως δούλεψε ο σκηνοθέτης-διασκευαστής, μια κι όπως έχω πληροφορηθεί , είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, ως υποκειμενική αφήγηση της ηρωίδας και ποια γνώση, ποια θεϊκή ΄έμπνευση σου υπαγορεύει αυτή τη διασκευή, την αποφυγή μονολόγων, το να κάνεις το λόγο εικόνα και την σκέψη να την μετατρέψεις σε δράση.
Είναι η ιστορία ενός κοριτσιού, γυρω στα 13, που ζει σε περιβάλλον στενευμένο οικονομικά κι η μητέρα μένει και πάλι έγκυος , κι η οικογένεια αποφασίζει να τη στείλει για ένα διάστημα σε θετούς. Το κορίτσι είναι φοβισμένο, συνεσταλμένο, συμπεριφέρεται προσεκτικά σαν να νιώθει άβολα, σαν να φοβάται μην είναι ανεπιθύμητη…Εδώ είναι το πρώτο κερδισμένο στοίχημα του σκηνοθέτη-διασκευαστή διότι αυτά που σας μεταφέρω κι είναι συναισθήματα του ξεκινήματος της ιστορίας και της πρώτης φάσης, τα έχουμε αισθανθεί, χωρίς να εχει ειπωθεί η παραμικρή κουβέντα. Από κανέναν... Οι θετοί που την έχουν, είναι αντρόγυνο, η «θεία» κι ο «θείος» ας πούμε, και με την ανάλογη καθοδήγηση των ηθοποιών αλλά και με τις παύσεις του μοντάζ και με τον φωτισμό της ατμόσφαιρας της ιρλανδικής εξοχής, μας έχει τσιτωμένους, για λογαριασμό του κοριτσιού, αν κάποια στιγμή θα ξεσπάσουν πάνω της, βασικά ο «θείος», αν θα την προσβάλλουν, αν θα την κακοποιήσουν, αν θα την αντιμετωπίσουν σαν ανεπιθύμητη. Σας μεταφέρω τις αγωνίες του θεατή, χάρη στον τρόπο με τον οποίο έχει κάνει το σενάριο και την σκηνοθεσία, ο ικανός, όπως φαίνεται, Ιρλανδός. Στην τσίτα μη και συμβεί κάτι στο κορίτσι, στη σταδιακή χαλάρωση με τη διαπίστωση της ομαλοποίησης, και σε επόμενη ανασφάλεια περί κάποιου μυστικού που κρύβει αυτό το σπίτι…Στην από εκεί και μετά κλιμάκωση, στην ανατροπή, στην απόλυτη τρυφερότητα και στη γνήσια κι άπλετη συγκίνηση που οδηγεί στο αναπόφευκτο ερώτημα για την περιώνυμη φράση «House is not a home» και για το που ο άνθρωπος νιώθει ασφαλής και με ποιους τρόπους. Το φινάλε της ταινίας είναι άκρως συγκινητικό και καθόλου κραυγαλέο, συγγενεύει από πλευράς συναισθηματικής τρυφερότητας με το βελγικό «Close» και χωρίζει τους συναισθηματικούς θεατές , με ευαισθησίες πάνω σε θέματα εφήβων, είτε αγοριών είτε κοριτσιών, σε δυο στρατόπεδα για το διεθνές Οσκαρ. Ποιοι θα ένα με το ιρλανδικό και ποιοι με το βελγικό;
Υπέροχο το «κορίτσι» με το μελαγχολικό προσωπάκι, η ΚΑΘΡΙΝ ΚΛΙΝΤΣ- πιτσιρίκα 12 ετών, υπέροχοι κι οι «θετοί», αφενός η «θεία» (η υπέροχη ΚΑΡΙ ΚΡΟΟΥΛΙ) με το ζεστό τρόπο της ( ο σκηνοθέτης της αποφεύγει τα πολλά κοντινά για να μην το υπερ-φορτώσει με συναίσθημα έτσι όπως το έχει στήσει και του ξεφύγει προς ανεξέλεγκτες καταστάσεις που δεν θα τις ήθελε) , κι αφετέρου ο «θείος» με τις ωραίες κλιμακώσεις και κρυμμένες ανατροπές του ρόλου (ANTΡIOY MΠENET). Κι οι «γονείς», επίσης, στην αρχή κι στο τέλος, με τα απροσδιόριστα για τη μικρή, συναισθήματα. Εξαιρετικά σκηνοθετημένοι.