Εκαναν δύο φουστανέλες με την Βαλάκου, το «Κρυστάλλω» και το «Φλογέρα κι αίμα» που ήταν ακριβώς ένα φροντιστήριο πάνω στο γουέστερν. Και το έκαναν και κανονικά, χωρίς φουστανέλα, με την «ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» που το πήγαν και στη Βενετία , το οποίο υπογράφει εκεί ο Φώσκολος με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ, που δεν το κράτησε για πολύ, εκεί έδειξαν ότι είχαν προχωρήσει ο ένας ως σεναριογράφος του είδους κι ο έτερος ως σκηνοθετική πραγμάτωση του είδους, κι η αποθέωση της συνεργασίας ήρθε με «ΤΟ ΧΩΜΑ ΒΑΦΤΗΚΕ ΚΟΚΚΙΝΟ»
Ο Νίκος Φώσκολος με το γουέστερν θέλησε να ξεκινήσει να γίνεται σκηνοθέτης, κι έκανε δύο όλα κι όλα, τα οποία όμως άφησαν άριστες εντυπώσεις. Ένα με κοινωνική αναφορά, το «ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΠΙΣΩ», με τον Κώστα Καζάκο και τον Αγγελο Αντωνόπουλο- γκαρυκουπερέικο σε περιεχόμενο, κι ένα με ερωτικό στοιχείο, το «ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΙΜΑ»
Το «ΑΓΑΠΗ ΚΙ ΑΙΜΑ» που το γύρισαν κι έγχρωμο -τα «έσκασε» ο Φίνος χοντρά τα χιλιάρικα- ήταν άλλου τύπου, ήταν πιο κοντά στη «Μονομαχία στον ήλιο». Το «στορυ» έχει ως αφετηρία το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» , με τις δυο οικογένειες που έχουν χρόνια μίσος και τις χωρίζει το ποτάμι, στη Θεσσαλία επί τσιφλικάδων (στην Κωπαίδα είναι γυρισμένο)- το σενάριο την περιοχή δεν την προσδιορίζει ονομαστικά-, η κόρη από τη μια οικογένεια κι ο γιός από την άλλη, περνούν μια μέρα το ποτάμι κι ..ερωτεύονται.. Ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα, όμως το τερματίζουν στο φινάλε της πρώτης πράξης. Όταν από τη δεση περνάμε στη σύγκρουση. Όταν φτάνει η βραδιά των αρραβώνων που παρα τις έντονες αντιδράσεις και των δυο οικογενειών αποφασίζεται η ένωση των γόνων αλλά… βάφεται στο αίμα.
Και τότε ξεκινά ένα μακελειό κανονικό, ένας πόλεμος ξεκληρίσματος εκατέρωθεν, ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα γίνονται εχθροί και το μετατρέπουν σε … «μονομαχία στον ηλιο», όπως η Τζένιφερ Τζωνς με τον Γκρέγκορυ Πεκ, αν κι εδώ το μίσος είναι μονόπλευρο, η Καρέζη είναι αυτή που μισεί διότι τους δικούς της κατέσφαξαν οι της άλλης οικογένειας ενώ ο Καζάκος προσπαθεί να την συνετίσει αλλά το μίσος έχει χάσει τον έλεγχο.
Εχει πολλή περιπέτεια το έργο και πράγματι βλέπουμε πως δουλεύει τον κώδικα κι ενώ ο Φώσκολος είναι γενικά της κοινωνικής αναφοράς, με όποιο τρόπο κι αν το κάνει, εδώ την έχει αποφύγει. Το κρατάει αυστηρά και προσεκτικά μέσα στις δυο φαμίλιες… Δεν το θέλει να πάει αλλού..
Οπου ο θεατής γνωρίζει τι έχει συμβεί, στην αρχή μερικώς αλλά τόσο ώστε να λειτουργεί σαν τραγική ειρωνεία για το μίσος που βγάζει η Καρέζη , η «Φώνη του Γέρακα», όπως τη λένε στο έργο, και τα εμπόδια που βάζει ο άξιος Φώσκολος μέχρι να φτάσουν οι αποκαλύψεις και στα δικά της αυτιά…Αφού, όμως έχουν ξεκληριστεί δύο οικογένειες… Οσο κι αν η ίδια θέλει να πιστεύει σεναριακά πως είναι «αθώα»… Τι άλλο θα ήθελε για να είναι ένοχη;
Στους συνεργάτες, μεγαλουργούν ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ, που κι αυτός είχε κάνει τις δικές του μελέτες, ως μουσικός, πάνω στο είδος, και μάλιστα στις πρώτες απόπειρες με το δίδυμο Γεωργιάδης-Φώσκολος, μουσικός ήταν ο Καπνίσης (στο «Χώμα» δεν ήταν ,είχε αναλάβει ο Πλέσσας, ο οποίος, για την ιστορία, εκλήθη και για τη μουσική του πρώτου γουέστερν που σκηνοθέτησε ο Φώσκολος του «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» και πήρε και το Βραβείο στο Φεστιβαλ Θεσσαλονίκης) κι ο ΚΑΡΛ ΧΑΙΝΤΖ ΧΟΥΜΕΛ. Ο Καπνίσης και τι δεν κάνει με την ορχήστρα!! Και τι ωραίο θέμα που έχει βρει για να συνοδέψει την πρώτη συνάντηση Καρέζη-Καζάκου όταν αποφασίζουν να διαβούν τη διαχωριστική γραμμή. Το θεματάκι αυτό το κρατά στην άκρη διότι θα του ξαναχρειαστεί….. ΚΑΡΛ ΧΑΙΝΤΣ ΧΟΥΜΕΛ ο Γερμανός διευθυντής φωτογραφίας, που τον είχε φέρει ο Φίνος για την Τζένη, στο «ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ» κι έκανε μια ονειρεμένη απόδοση του κρητικού φωτός, εδώ πιάνει το "ορεινό φως",το «ορεινό χρώμα», το φως όταν έχει φέξει αλλά ΜΟΛΙΣ ΈΧΕΙ ΦΕΞΕΙ ολοσχερώς- όχι το αχνοφέγγισμα.
Εξου και μου είχε πει η Καρέζη , η οποία θεωρούσε το «Αγάαπη κι αίμα» μαζί με το «Κοντσέρτο για πολυβόλα», τις δυο πιο αγαπημένες από τις δικές της ταινίες -μετά έβαζε τις «Λατερνες» κι ύστερα τις τρεις κλασικές κωμωδίες της ("Δις διευθυντης", "Τρελή οικογένεια", "Τζενη Τζενη"), πως εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 1967 ήταν το πιο μαρτυρικό αλλά και το πιό ωραίο. Το πιο ωραίο επειδή ο έρωτας με τον Καζάκο ειχε πάρει φωτιά αλλά κάτω από ποιές συνθήκες; Εκείνη έπαιζε στο θέατρο το «Ενας ιππότης για τη Βασούλα» , στο «Αττικόν» της οδού Κοδριγκτώνος, εκεί που είναι σήμερα το ΙΕΚ ΑΚΜΗ, οι διπλές παραστάσεις τότε έδιναν κι έπαιρναν , τέλειωνε μετά τις 12, ερχόταν και την έπαιρνε το αυτοκίνητο του Φίνου, και πήγαιναν στην Κωπαίδα. Κι οι δρόμοι δεν ήταν οι σημερινοί..Για να προλάβουν να βαφτουν, να ντυθούν, να προβάρουν τη σκηνή, ώστε να αρχίσουν οι ετοιμασίες του στησίματος κι όταν ο ήλιος θα είναι στη θέση που τον θέλει ο διευθυντης φωτογραφίας, να αρχίσουν να γυρίζουν…Και τέλειωναν ,το αυτοκίνητο την πήγαινε απευθείας στο θέατρο και μετα τα μεσάνυχτα η ιστορία επαναλαμβανόταν. Επί δύο μήνες, μου είχε πει, κοιμόταν στο αυτοκίνητο του Φίνου, στο πήγαινε έλα στην Κωπαίδα. Ηταν όμως ερωτευμένη κι είχε και γεμάτο θέατρο… Και της άρεσε κι η ταινία για την οποία ταλαιπωρείτο. Βλέποντας τις εικόνες μπορούμε να φανταστουμε τις διαστάσεις αυτής της πληροφορίας, να πρέπει να φωτίσεις και να κρατας τους χρόνους και την ομοιογένεια…Και τι τραβάγαν οι ηθοποιοί μας εκείνα τα χρόνια, κι οι σούπερ σταρ.. Πάντως τον Κάρλ Χάιντζ Χουμελ , η Καρέζη τον έβαλε όρο μαζί με τον Ντίνο Δημόπουλο και τον Κώστα Καπνίση όταν αποφάσισε να φύγει από του Φίνου και να πάει στην Καραγιάννης-Καρατζόπουλος για το «Μια γυναίκα στην Αντίσταση»
Το «ρεπεράζ» , η εξεύρεση των χωρων δηλαδή, είναι εξαιρετικό, ΜΑΡΚΟΣ ΖΕΡΒΑΣ τους είχε επιστρατεύσει όλους να τρέχουν..
Και μια διανομή "φινέικη» από την οποία ξεχωρίζει σε αυτή την ταινία ο ΛΑΚΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ στο ρόλο του βίαιου κι ερωτικα πληγωμένου επιστάτη, που του άνοιξε το δρόμο , ο Φώσκολος τον έβγαλε με το μουσι, και του έδωσε την σκληράδα της απόλυτης γοητείας που τον οδηγησε στα επόμενα.
Κι υπάρχει κι ένα πλάνο, εκείνο του ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ που έρχεται στον αρραβώνα αλλα από την μπαλκονόπορτα κι είναι ακριβώς επηρεασμένο αλλά και διδαγμένο από το «ΜΑΤΩΜΕΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» (The big country) του Γουίλιαμ Γουάιλερ , είναι η μεγαλη σκηνή του ΜΠΕΡΛ ΑΙΒΣ που του χάρισε το Oscar β’ ρολου το 1959.
Η ταινία φυσικά και κρίθηκε «Ακατάλληή δι’ ανηλίκους», βγήκε στις αίθουσες την Καθαρά Δευτέρα του 1968, πήγαμε να το δούμε οικογενειακώς στο Πασαλιμάνι, στο «Ολύμπιον» και ..φαγαμε πόρτα. Και πήγαμε μετά κι είδαμε το «Για μια τρυπια δραχμή» με τον Παράβα, ηταν το μόνο κατάλληλο που παιζόταν.. Εγω έβλεπα τον Παραβα και το μυαλό αναθεμάτιζε για μια ακόμα φορα τα «ακατάλληλα» που υπήρξαν διαρκης απειλή στην παιδική μου ηλικία, και προσπαθούσε να φανταστεί πως θα ηταν εκείνο που μου στέρησαν..
Την απάντηση την πήρα όταν ενηλικιώθηκα.