Διότι στην περίπτωση του «Σεναριογράφος-_Σκηνοθέτης» έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που θα πω παρακάτω κι είναι διαφορετικό από το «Σκηνοθέτης-Σεναριογράφος», όπου σε αυτή την περίπτωση η αφετηρία είναι σκηνοθετική και το σενάριο χρησιμεύει σχεδόν ως πρόσχημα και μόνο. Σε όλο τον κόσμο, όμως, πλην Ελλάδας, οι βασικές κινηματογραφικές σπουδές είναι πάνω στο Σενάριο και στην Παραγωγή. Σενάριο σπουδάζουν, σενάριο μαθαίνουν και μέσα από το σενάριο προχωρούν και στα υπόλοιπα.
Το σενάριο, σε αυτή την περίπτωση, είναι το τι έχεις να πεις, αν έχεις κάτι να πεις. Και μέσα από εκεί, ξεκινάς με το ΠΩΣ θα το πεις. Πρώτα σεναριακά και κατόπιν πως θα το σκηνοθετήσεις αυτό που έγραψες, ξέροντας το υλικό σου κι ακολουθώντας τις διαθέσεις σου.
Πάμε λοιπόν να δούμε το «Τυχερό αστέρι» και πως ορίζεται. Καταρχάς, αυτό το εύρημα περί της βρεφοδόχου, λένε ότι δεν υπάρχει, ότι είναι συγγραφική έμπνευση. Στην Ελλάδα, εμ δεν ξέρουν από σενάρια, ίσως ακριβώς επειδή δεν ξέρουν, μπορεί να εξαντλούνταν στο ότι αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν όπως τα διαβάζουμε σε παρατηρήσεις και σχόλια.
Το πρώτο ζητούμενο λοιπόν σε ένα συγγραφικο-σεναριακό εύρημα, δεν είναι αν υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά πως το χρησιμοποιούμε. Και στο τι ιστορία φτιάχνουμε γύρω από αυτό. Διότι το γράψιμο κι οι Τέχνες γενικότερα, θέλουν και φαντασία. Δεν είναι καταγραφή ρεπορτάζ.
Στη Μπουσάν λοιπόν, της Νοτίου Κορέας, έξω από μια εκκλησία , ένα βροχερό βράδυ, μία κοπέλα αφήνει το νεογέννητο μωρό της, εκεί όπου υπάρχει βρεφοδόχος κι όπου δύο συμπαθείς τύποι, παίρνουν τα μωρά και τα εμπορεύονται.
Πριν προχωρήσει η ιστορία, ο σεναριογράφος που σκηνοθετεί το έργο του, με τα στοιχεία του σεναρίου όπως θα το οδηγήσει παρακάτω, μας φτιάχνει κι ανάλογη ατμόσφαιρα με τη συνεργασία του διευθυντή φωτογραφίας , όπου όλα ξεκινούν σε βροχερό βράδυ, κι η νυχτα είναι αρκετά σκοτεινή.. Κι υπάρχει ένα αυτοκίνητο με δυο γυναίκες κάπου πιο πέρα, που παρακολουθεί. Εισαγωγή ατμόσφαιρας, μυστηρίου, περιέργειας. Κι η κοπέλα που γέννησε το εγκαταλελειμμένο , εμφανίζεται στους δυο τύπους και ζητεί…συμμετοχή. Στο εμπόριο. Για την τύχη του παιδιού της.
Ολο αυτό, εξωκινηματογραφικά, έχει ξεκινήσει με το πρόβλημα του εμπορίου βρεφών. Όταν ένα θέμα κοινωνικό το θέλουμε για ταινία πρέπει να του βρούμε ιστορία, να του βρούμε χαρακτήρες κι ένα εύρημα το οποίο να το κάνει άξιο για να γίνει ταινία κι όχι μια σκέτη καταγραφή πραγματικότητας που δεν έχει καμιά καλλιτεχνική αξία.
Με βαση λοιπόν αυτό το κοινωνικό πρόβλημα ακολουθεί εκείνο που δίδασκε ο Φελίνι στο Centro Sperimentale Di Cinematografia , στη Ρώμη: Τα θέματα θα τα αντλείτε από τα μονόστηλα των εφημερίδων, από τις μικρές ειδήσεις. Σε αυτές κρύβεται πάντα κάποιο κοινωνικό ζήτημα κι από κεί θα αντλείτε έμπνευση και θα επιστρατεύετε τη φαντασία.
Η κοπέλα λοιπόν θα «τακιμιάσει» με τους δυο «εμπόρους» , θα ξεκινήσουν ατέλειωτες διαδρομές για εξεύρεση γονέων, το στοιχείο του θέματος εμποτίζεται και με περιπέτεια, συνεχώς διαπιστώνονται κλειδιά και βέβαια κάπου καταλήγει όπου κατά την κατάληξη έχουν βγάλει πλήρη αιτιολόγηση όλοι οι χαρακτήρες, για ποιο λόγο κάνουν τούτο, για ποιο λόγο έκαναν το άλλο, όλοι θα εμπλακούν στην περίπτωση, στην κορύφωση, και στην κάθαρση.
Το έργο ολοκληρώνεται , ο Χιρογκάζου Κορε-εντα ξέρει ποιοι συνεργάτες θα του δώσουν την κινηματογραφικότητα που χρειάζεται στο να σκηνοθετήσει ο ιδιος το σενάριο του, η φωτογραφία μετά τη νυχτερινή έναρξη, μας βάζει στη συνέχεια στο φως, σε ένα πολύ ωραίο φως και στις συνθέσεις όταν ο χρόνος κι ο χώρος ζητούν εσωτερικές περιγραφές κι ατμόσφαιρες. Το δε μοντάζ ακολουθεί τη γραφή του σεναρίου η οποία βρίθει σύντομων σκηνών (όταν ο σεναριογράφος δηλαδή έχει κινηματογραφική αντίληψη αυτού που γράφει μια και θα το σκηνοθετήσει ο ίδιος),και κάπου στη μέση όταν πάει η ιστορία κάπως να πλατειάσει, με το να επαναλαμβάνει ορισμένα πράγματα, διότι είναι κοντά στην ολοκλήρωση, στη «Λύση», όπως λέμε την «τρίτη πράξη» αλλά θέλει λίγο να την καθυστερήσει, μπορεί αυτό το μοντάζ και καλύπτει τα κενά, που ένα μάτι έμπειρο τα έχει διαπιστώσει.
Η ΓΕΥΣΗ είναι ενός ευχάριστου έργου που παρακολουθείται άνετα δυο ώρες για να το ευχαριστηθεί κοινό κι ας προορίζεται, λόγω καταγωγής, στις καλλιτεχνικές αίθουσες, η δε ΕΠΙΓΕΥΣΗ είναι ενός έργου με κοινωνική ουσία μέσα από την ευχάριστη παρακολούθηση. Σου αφήνει κάτι τέτοιο, φεύγοντας