Το έργο που μας αφορά, έχει τέτοια αφετηρία. Καλοκαίρι του 1957 , ανεβάζεται στην Καλλιθέα, αν δεν κάνω λάθος στο «Παλλάδιο» που ήταν και γνωστό θερινό σινεμά. Η Καλλιθέα ήταν από τις καλές συνοικιακές πιάτσες. Θιασάρχης η ΑΝΝΑ ΛΩΡΗ. Μια εξαιρετική ηθοποιός, η οποία για την ιστορία ήταν κι η πρώτη σύζυγος του ΜΑΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΗ, σε νεανικό γάμο , τη δεκαετία ’30. Η οποία Αννα Λώρη είχε παίξει και βασικούς ρόλους στους θιάσους της Κοτοπούλη και της Κατερίνας, , οργανώθηκε στην Κατοχή στο ΕΑΜ, ενεπλάκη στη συνέχεια στα Δεκεμβριανά και σε διάφορα άλλα, στα κεντρικά θέατρα της Αθήνας έπαψαν να την καλούν, κι εκείνη βρήκε καταφυγή ως πρωταγωνίστρια αλλά και θιασάρχης σε συνοικιακά θέατρα. Κάποιοι τη φωναζαν και σε περιοδείες, την είχα δει με τη ΒΙΛΜΑ ΚΥΡΟΥ στο «8 γυναίκες κατηγορούνται» όταν είχε βγει σε περιοδεία κι η Αννα Λώρη έπαιζε την γκουβερνάντα των κοριτσιών. Και στην πολύ παιδική μου ηλικια , μου είχε κάνει εντυπωση ως καλοβαλμένη κυρία, ως αντιπροσωπευτική γκουβερνάντα, περιποιημένη στη Σκηνή, με ευγενείς τρόπους.
Κι ενώ πολλοί συνοικιακοί θίασοι συνήθιζαν τις επαναλήψεις των κεντρικών θεάτρων, εδώ ο ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΜΑΤΣΑ με τον ΚΩΣΤΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟ, της έδωσαν ΠΡΕΜΙΕΡΑ ολοκαίνουργιου έργου τους. Λεγόταν «ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΩ».Ηταν ένα αστικό δράμα, επηρεασμένο από τα γαλλικό θέατρο του 19ου αιώνα κι αρχές 20ού, κυρίως από συγγραφείς όπως ο ΑΝΡΥ ΜΠΑΤΑΪΓ κι ο ΑΝΡΥ ΜΠΕΡΝΣΤΑΪΝ, που τροφδότησαν το ελληνικό θέατρο με μελό κομψοτεχνήματα κι η επιρροή τους ήταν τεράστια.
Ο Μάτσας κι ο Ασημακόπουλος , καταρτισμένοι θεατρικά αμφότεροι και μελετητές του γαλλικού θεάτρου, όπως κι άλλοι συγγραφείς εκείνης της εποχής, έγραψαν ένα έργο τέτοιο, το οποίο ήταν πέρα από τα όρια της συνοικίας. Μια γυναίκα, ευτυχισμένη στο γάμο της, διαπιστώνει ότι πάσχει από καρκίνο. Το κρατεί κρυφό από τον άντρα της, παρόλο ότι τα συμπτώματα γίνονται όλο και πιο εμφανή και «συνεργός» της στην απόκρυψη είναι ο γιατρός, οικογενειακός φίλος και κρυφά ερωτευμένος με την ηρωίδα. Για να μην κανει δυστυχισμένο το συζυγο αλλά και το παιδάκι τους, με την έλευση του Μοιραίου, που δεν θα αργήσει, όπως δείχνουν οι εξετάσεις, στήνει ένα ερωτικό σκηνικό ανάμεσα στο σύζυγο της και τη γραμματέα του ώστε όταν φύγει να υπάρχει αποκούμπι.
Το έργο στηριζόταν πολύ στην ψυχολογία της ηρωίδας και αν ρωτούσαμε να μας απαντήσουν μονολεκτικά ποιο είναι το θέμα του έργου, θα μας απαντούσαν : «Η ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ»
Και ξαφνικά γίνεται μια επιτυχία στην Καλλιθέα, που δεν περιορίζεται στα όρια του Δήμου αλλά απλώνεται η αύρα της κι η φήμη φτάνει ως το κέντρο της Αθήνας, τις κεντρικές πιάτσες και τα ξενυχτάδικα που μαζεύονται οι ηθοποιοί μετά τις παραστάσεις και λένε τα νέα της ημέρας…Και πλέον, στις συζητήσεις, το θέμα της Καλλιθέας, το «τώρα που θα φυγω», η Αννα Λωρη κι η συγγραφική δυάδα Μάτσας -Ασημακόπουλος μπαίνουν στις καθημερινές συζητήσεις κι η φήμη φτάνει ως τα γραφεία του ΦΙΝΟΥ. Οργανώνεται αποστολή αρμοδίων της εταιρείας που κατεβαίνουν ως την Καλλιθέα κι ο Φίνος αγοράζει τα δικαιώματα. Με πρώτο σκεπτικό ότι είναι ένα αστικό έργο που ξετρέλανε ρη συνοικία. Αρα, αν γίνει ταινία παρα το δραματικό του πράγματος, θα έχει επιτυχία εξασφαλισμένη και στη β’ προβολή κι όχι μόνο στο κέντρο της Αθήνας.
Κι αφού είναι επιρροή της γαλλικής θεατρικής σχολής, το ρόλο θα τον δώσει σε μεγάλη θεατρική ερμηνεύτρια, στην ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗ. Με την οποία τον συνδέει ο θρίαμβος από την «ΑΓΝΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ» του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΑΒΕΛΛΑ.
Την ανάθεση την κάνει στον ΟΡΕΣΤΗ ΛΑΣΚΟ. Για να το σκηνοθετήσει. Κι εδώ υπάρχει θριαμβική σύνδεση από προηγούμενα, υπάρχει η «ΑΓΝΩΣΤΟΣ» με την Κυβέλη. Εκείνη ήταν απευθείας γαλλικό θέατρο προσαρμοσμένο, ετούτο είναι γαλλικής επιρροής γραμμένο από Ελληνες γνώστες. Ως κινηματογραφικός τίτλος του ορίζεται : «ΑΝΤΙΟ ΖΩΗ». Ισως αυτό να ήταν λάθος, το έκανε να ακούγεται ακόμα πιο πεσιμιστικό από το «Τωρα που θα φύγω»….
Κι ο Λάσκος το δομεί αλά «Αγνωστος». Μια πρώτη υπέρβαση γίνεται στη διανομή, όπου ο ρόλος του συζύγου του ερωτευμένου, που η γυναίκα του κάτι του κρύβει , κι αυτος παραμένει πιστός ενώ ξεκινά κι η πολιορκία της γραμματέως, είναι εντελώς ρόλος «Γιώργου Παππά», ενός αστού κυρίου, όμοιος αρκετά με το ρόλο που είχε παίξει ο αλησμόνητος στον «Ανθρωπο του τραίνου». Παππάς όμως πιά δεν υπάρχει κι ο ρόλος ανατίθεται στον ΓΙΩΡΓΟ ΦΟΥΝΤΑ-γι αυτο και μίλησα για υπέρβαση. Ο οποίος Φούντας εμφανίζεται ξαφνικά σε ρόλο σουπερ αστικό, με κοστούμια εύπορου κυρίου, και σκηνογραφικά σε ένα περιβάλλον ασυνήθιστο για τν τύπου που του είχαν φτιάξει ή και για την ιδιοσυγκρασία. Κι ο Φούντας τα βγάζει πέρα με το παραπάνω. Διότι προτάσσει το συναίσθημα και τα άλλα γίνονται απλώς «αξεσουάρ» κι αυτό ήταν μια νίκη προσωπική του, όπως και του Λάσκου, πως μπορούσε να παίξει κι άλλα πράγματα. Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ θα επιλεγει για το ρόλο του οικογενειακού φίλου, «έτοιμος» από την «Αγνωστο», δεν κοπίασε εδώ ο Λάσκος για το ποιος θα παρει το ρόλο ενώ για τη γραμματέα τον αφησε ο Φίνος να βάλει την αγαπημένη του ΜΠΕΑΤΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, την παρεξηγημένη Μπεάτα Ασημακοπουλου, η οποία και σε κάποιους δραματικούς ρόλους τα καταφερνε αλλά ήταν καλή και στην κωμωδία κι αυτό αποδείχτηκε όταν ο θίασος Αναλυτή-Ρηγόπουλου την έβαλαν αντικατασταση της Κατερίνας Χέλμη στο θεατρικο «Αγαπη μου Ουάουα» και για τα υπόλοιπα έξη χρόνια του θριαμβου , το ρόλο τον κράτησε η Μπεάτα κάνοντας επιτυχία ως κομεντιέν.
Ενπάση περιπτώσει εδώ βγαίνει ξανθιά και υπό το κλασάτο περιβάλλον της Φίνος Φιλμ, εντάσσεται πλήρως στο σύνολο.
Υπάρχουν κι οι θαυμάσιες καρατερίστες, η ΤΖΟΛΥ ΓΑΡΜΠΗ ως υπηρέτρια και ξεχωριστά η ΡΙΤΑ ΜΟΥΣΟΥΡΗ, η οποία δίνει κωμικό τόνο στην αριστοκράτισσα κουτσομπόλα αλλά και πως με αβίαστο τρόπο το φτάνει στο δράμα όταν έρχεται η στιγμη που το απαιτεί.
Ο ΤΑΚΗΣ ΜΩΡΑΚΗΣ , όπως και στην «Αγνωστο» επιστρατεύεται για δραματική μουσική με βιολιά κι ορχήστρα αλλά αυτή τη φορά τραγουδίστρια δεν έχει τη Μάγια Μελάγια, έχει τη ΝΑΝΤΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΠΟΥΛΟΥ, τη δική του αγαπημένη κι επίσημη πλέον μουσα του, ισαμε το τέλος. Και της γράφει ένα τραγουδι το οποίο μπαίνει σε πολύ καίριο σημείο της ταινίας κι είναι αυτό που λέμε, απολύτως κινηματογραφικό.
Ο δε ΝΙΚΟΣ ΔΜΟΠΟΥΛΟΣ έχει φύγει πλέον από τη λέσχη των βοηθών κι έχει γίνει επίσημος ΔΙΕΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΓΡΑΦΙΑΣ της Φίνος Φιλμ και φωτίζει την ταινία όπως ακριβως στα αστικά δράματα του Χόλυγουντ, που προβάλλουν και την ωραιότητα του ντεκόρ.
Φυσικά και θα κλείσω με την ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗ , με την ευγένεια, το κύρος, τη θεατρική της παιδεία, την κινηματογραφική ενσυναίσθηση της κι εκείνη τη φωνή και την άρθρωση και με όλο το υπέροχο παράστημα, μία grand-dame, σε ένα ρόλο που στη Γαλλία θα είχαν φωνάξει τη Ντανιέλ Νταριέ ή τη Μισέλ Μοργκάν και στο Χόλυγουντ την Τζέην Γουάιμαν ή την Αιρήν Νταν, αν την ηθελαν πιο μητρική.
Ωστόσο, η ταινία, σε αντίθεση με το θεατρικό που είχε κάνει σουξέ στη συνοικία, την περιφέρεια δεν την κέρδισε. Το κύρος και τα εισιτήρια περιορίστηκαν στην Α’ προβολή. Κι είναι ένα παράδειγμά για το πόσο διαφορετικά λειτουργούν οι νόρμες ανάμεσα στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Το θεατρικό κοινό της συνοικίας ενθουσιάστηκε διότι είχε πάει στο «ΘΕΑΤΡΟ» κεαι γέμιζε το στόμα του καθώς το ανέφερε όπου αισθάνθηκε ανεβασμένο με κάτι δραματικό-άρα σοβαρό ενώ το ίδιο κοινό ως κοινό του συνοικιακού σινεμά στενοχωρήθηκε με την υπόθεση και του έπεσε και πολύ «αστικό» για τα γράδα του