Ο σκηνοθετικός τρόπος προσέγγισης της δίκης, που ουσιαστικά καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας, είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο. Σαν να ακολουθεί ακρίβεια ντοκουμέντου εντός δικαστικής αίθουσας, ενώ παράλληλα όλο αυτό το δουλεύει με κοντινά πλάνα κατηγορούμενης, εξεταζόμενων και λοιπών εμπλεκομένων, κυρίως, όμως της κατηγορούμενης αλλά και της γυναίκας που έρχεται να παρακολουθήσει τη δίκη και δεν ξέρουμε ποια ακριβώς από τις δυο θα μπορούσε να ορισθεί ως κεντρική ηρωίδα του δράματος.
Η μαύρη Γαλλία που ως τη δεκαετία 90 σχεδόν ήταν απούσα ,εξαφανισμένη, πλέον δίνει δυναμικά το παρόν της, όπως συνέβη πριν από τη Γαλλία και στην Αμερική κι εδώ έχουμε απόλυτη κυριαρχία.
Απόλυτα κυρίαρχη είναι και στην ιστορία.
Οσο παρακολουθούμε τη δίκη, μέσα από το κινηματογραφικό στήσιμο και λιγότερο μέσα από την υπόθεση, το έργο μας κερδίζει. Όταν μπούμε στην υπόθεση, εκεί , ναι μεν δεν χάνει διότι πως είναι δυνατόν σε ένα δικαστικό έργο να μην κυριαρχεί η υπόθεση, όμως αρχίζει και υπερ-φορτώνει και κάπου σαν να κοντράρεται με τη σκηνοθετική γραμμή που είχε υιοθετηθεί.
Γυναίκα είναι η σκηνοθέτης, Μαύρη Γαλλίδα, η ΑΛΙΣ ΝΤΙΟΠ, η οποία συμμετέχει και στο σενάριο μαζί με δυο συνεργάτιδες, διαβάζουμε και για σεναριακές συμβούλους, προφανώς η Ντιόπ έχει βάλει την κινηματογραφική πινελιά στην αφήγηση.
Το θέμα είναι δυνατό και τύποις γυναικείο αν κι η καθολικότητα είναι σαφής. Μια συγγραφέας , η Ραμά, έρχεται να παρακολουθήσει τη δίκη μιας κοπέλας που κατηγορείται ότι σκότωσε το βρέφος της.
Η υπόθεση εξετάζει το θέμα και τα ενδεχόμενα περί αθώα ή ένοχη, όμως, καθοδόν, στο έργο, στο σενάριο δηλαδή, μπαίνουν νέα στοιχεία τα οποία και στρέφουν το ενδιαφέρον προς το αρχέτυπο της Μήδειας, κυρίως όταν η συγγραφέας αρχίζει να ταράζεται καθώς της ξυπνάνε μνήμες από τη δική της μητέρα.
Εκεί, ξεστρατίζει η σκηνοθεσία από την αρχική επιλογή της, από το αν ήταν η ενδεδειγμένη για το είδος που έχει να αφηγηθεί. Αρχίζουμε και μπαίνουμε στα κατάβαθα, μας βγάζουν λίγο από το κλίμα του δικαστικού δράματος με τη νέου τύπου αφήγηση.
Όμως!!!! Σε αυτό το σημείο χρειάζεται μία προσοχή. Ναι, θα μπορούσε να χρεωθεί ως «αδυναμία» αλλά κυριο λειτούργημα και ζητούμενο στις ταινίες είναι το έργο να καταφέρει να λειτουργήσει. Το ότι από ταινία σκηνοθεσίας μετατρέπεται σε ταινία σεναρίου, για το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι κολάσιμο. Διότι το περιεχόμενο, με τα όσα λέγονται για τις γυναίκες, τις μανάδες, τις κόρες, τις Μηδειες, τις κακοποιητικές, τις κακοποιημένες, το αν κάθε γυναίκα που είναι καρπερή μετατρέπεται αυτομάτως και σε μητέρα και διάφορα τέτοια, είναι που αφήνουν και το στίγμα της ταινίας κι οι θεατές θα έχουν να συζητάνε. Γύρω, όμως, από τη δίκη και το περιεχόμενο της θα στρέφονται οι συζητήσεις.
Η κινηματογραφική απόδοση της δίκης όμως, που ήταν και το ιδιαίτερο και ξεχωριστό κομμάτι, δεν συνυφάνθηκε με ανάλογο τρόπο με το περιεχόμενο. Κι εμποδίζει την ταινία να καταλήξει σε κάτι ξεχωριστό, κάπου τη φρενάρει Είναι από εκείνες τις ταινίες, που συναντάμε κατά καιρούς στο Φεστιβάλ, κι από τα παλιά τα χρόνια, στις οποίες ένας σκηνοθέτης, ανεξαρτήτως γένους, θηλυκού ή αρσενικού, θέλει να τα πεί όλα.
Οι ερμηνεύτριες είναι υπέρ το δέον εκφραστικές , η ΚΑΓΙΖΕ ΚΑΓΚΑΜΕ, που είναι η Ράμα η παρατηρήτρια, η οποία είναι και πολύ όμορφη, κι η ΓΚΟΥΣΛΑΓΚΙ ΜΑΛΑΝΤΑ, η κατηγορούμενη…Με τις εκφράσεις τους στο δικαστήριο έπαιξε πολύ η σκηνοθεσία κι εκεί στήριξε την αλα ντοκουμέντο δικαστική αφήγηση μέσω κοντινών πλάνων.
Μοντάζ Αριστο. Φωτογραφία επίσης. Φοβερή ομοιογένεια δικαστηρίου, αν σκεφτούμε ότι για κάθε πλάνο ο φωτισμός είναι σαν να ξαναστήνετε από την αρχή για να επιτευχθεί η οπτική, φωτιστική, ατμοσφαιρική συνέπεια