Αν κι είμαστε πιά στο τέλος εποχής, ο Φίνος είναι άρρωστος κι αργοπεθαίνει και σε ακριβώς παρόμοια κατάσταση βρίσκεται κι ο κινηματογράφος, αυτός που ονομάστηκε σε μια φάση «παλιός» , επειδή φοβόνταν να του προσδώσουν αυτό που του άρμοζε , «ΚΛΑΣΙΚΟΣ».
Ωστόσο, μέσα στην ένδεια, επιμένουν. Και κάνουν αυτή την ταινία η οποία δεν είναι απλώς παράτολμη, κάπου βάζουν και το κεφάλι τους στον «ντορβά» .
Η ταινία ξεκινά να γυρίζεται επί Χούντας. Και ποιάς Χούντας; Του Ιωαννίδη. Της τελευταίας φάσης που ήταν κι η σκληρότερη. Αλλωστε ένας αστικός μύθος που μπορεί να είναι και πραγματικότητα λέει πως τον νεαρό παρτενέρ ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΥΡΗ, ο ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟς τον είδε σκαρφαλωμένο στα κάγκελα του Πολυτεχνείου και πήγε και του έπιασε την κουβέντα.. Η ταινία κάπου διέκοψε, ολοκληρώθηκε στο καλοκαίρι αλλά όταν παίχθηκε ήταν Μάρτης του 1975 και Χούντα πιά δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο ένα ανεξήγητο κι ακατάληπτο μένος εναντίον του ελληνικού κινηματογράφου και μια τάση διασυρμού της Φίνος Φιλμ ως «κατεστημένης» το οποίο ξεκινούσε από τα Φεστιβάλ.
Δεν δούλευαν πιά οι ελληνικές ταινίες στα σινεμά, δεν έκαναν εισιτήρια κι εκεί που φοβόνταν καταστροφή και συνέπειες από τη Χούντα για το περιεχόμενο της ταινίας, η καταστροφή τους ήρθε από αλλού..
Ευτυχώς όμως υπάρχει ο Εργοκεντρισμός, υπάρχει η Αριστοτελική Θεωρία με την οποία γίνονται τα έργα κι όταν οι μόδες κι κατασκευασμένοι φανατισμοί μαζί με τις κατασκευασμένες θεωρίες καταρρίπτονται, τα έργα μένουν και τότε γίνεται η δουλειά σωστά. Απλά έχουν φύγει πικραμένοι κάποιοι άνθρωποι τους, κάποιοι από εκείνους που τα έκαναν.
Σκεφτείτε λοιπόν τι παράτολμο σχέδιο ήταν αυτό ,όπου ο Ντίνος Δημόπουλος ορέγεται μια αλληγορική σάτιρα με τους Αμερικανούς ως εισβολείς, μέσω 6ου Στόλου και την ηρωίδα τα Βασούλα ως εκπορνευόμενη τους, ως συμβολική εκπορνευόμενη Ελλάδα παραδομένη στους Αμερικάνους και στις ορέξεις τους.
Ένα αφελές κοριτσάκι, κάπου σαν να κατάγεται από το αντιστασιακό πουτανάκι του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο «Βίβα Ασπασία» (άλλο έργο που έφαγε μύδρους, σε άλλη εποχή- από στοχοποιήσεις καλά πηγαίναμε ανέκαθεν) η οποία ζει με ένα αλαφροΐσκιωτο παππού κι ένας ξάδελφος την έχει βγάλει στο κλαρί κι είναι ο επίσημος νταβατζής της.
Στην πραγματικότητα, όταν γυρίζεται το έργο η Τρούμπα έχει πάψει να υφίσταται εδώ κι 7 χρόνια. Το έργο δεν ορίζει χρόνος ωστόσο με έναν επιδέξιο τρόπου κάπου μπλέκει την Τρούμπα με την Γλυφάδα, εκεί που ήταν η Βάση η Αμερικάνικη, στο Ελληνικό για την ακρίβεια και στην παραλία προς Γλυφάδα ήταν διάφορα μαγαζιά, κέντρα και prive club, που πήγαιναν Αμερικάνοι αξιωματικοί…
Με αυτό το σεναριακό τρόπο γίνεται η σκηνή της σύγκρουσης των φοιτητών με την Αστυνομία που διαδηλώνουν για να φύγουν οι Βάσεις από την περιοχή τους καιβασικά από την Ελλάδα, η αστυνομική βία, όμως, έχει νεκρό φοιτητή ενω τους άλλους διαδηλωτες τους παιρνει στο κυνήγι(εδώ ανακατεύω σκοπίμως τα ..πρωθύστερα, για λογους γραφής και σασπενς παρακολούθησης..θα δείτε..), εκεί θα βρεθεί η Βασούλα, σχολώντας από το καμπαρέ, κάπως ανρθόδοξα θα γίνει η γνωριμία με τον φοιτητή και θα τον περιμαζέψει σπίτι της για να μην τον πιάσει η Ασφάλεια
ΑΥΤΑ ΕΧΟΥΝ ΓΥΡΙΣΤΕΙ ΕΠΙ ΧΟΥΝΤΑΣ!!!!!!. Καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάμε; Τι θα γινόταν αν έβγαινε επί Χούντας και δεν την είχε προλάβει η Μεταπολίτευση;
Η Βασούλα θα κρύψει τον φοιτητή αλλά η επαφή μαζί του θα έχει άλλου τύπου ..συνέπειες. Ο Πυγμαλίων θα αφυπνίσει την Γαλάτεια, ο Μπέρναρντ Σω θα καμαρώνει για ις παρακαταθήκες του καθηγητη Χίγγινς και της Ελάιζα Ντούλιτλ,, το «Γεννημένη χθες» του Γκάρσον Κάνιν δείχνει ότι δεν ήταν ένα τυχαίο έργο που έγινε απλώς για να πάρει Οσκαρ και Τόνυ η Τζούντι Χολινταιη και για να κάνουν επιτυχία στην Ελλάδα η Κατερίνα και μετά η Καρέζη αλλά είχε ουσίες αφύπνισης, κι η Βασούλα, ως κληρονόμος των αφυπνισθέντων αρχίζει να μαθαίνει , να συνειδητοποιεί και να συνειδητοποιείται και μαζί με όλα τα άλλα να ανακαλύπτει ΚΑΙ τη ΓΥΝΑΙΚΑ. Κι εδώ το έργο παίρνει μια άλλη τροπή όπου ο τόνος κι ο ρυθμός είναι περισσότερο της σάτιρας παρά του έργου καταγωγίων το οποίο ο Δημόπουλος επιχειρεί σθεναρά να αφήσει απέξω και να το κάνει να λειτουργήσει σαν ιλαρή πολιτική αλληγορία . Με το πως το κλιμακώνει, προς τα που το οδηγεί και με εκείνο το υπερ-ευρηματικό φιναλε της διπλής μεταγωγής γύρω από την Ψυττάλεια..
Δεν λέω άλλα, θελω να το απολαύσει ο θεατής που δεν το γνωρίζει μια και δεν είναι από αυτά που παίζονται συχνά.
Η ΝΟΡΑ ΒΑΛΣΑΜΗ είχε κάθε λόγο να αισθάνεται περήφανη για αυτή την ταινία κι η περηφάνεια της για την ίδια, για το φιλμ και για το ρόλο υπερέβαινε τη δυσαρέσκεια ή την πικρία της πραγματικότητας που δεν είχε επιτρέψει στο έργο να ανθίσει. Είτε έβγαινε με το ένα καθεστώς, είτε βγήκε τελικά με το άλλο.
Η Νόρα αποδεικνύει όλα τα προσόντα για να κρατήσει έργο, το είχε δείξει και στην κομεντί «ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ», το άλλο καθαρά δικό της πρωταγωνιστικό, όμως εκείνο ήταν και μια ανάλαφρη φάση. Το «ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΚΙ ΟΙ ΒΑΣΟΥΛΑ» είναι πιο δύσκολο, πιό ζόρικο, πιο απαιτητικό. Κι η Νόρα ανταποκρίνεται στο 100 0/ο. Κι ως όμορφη, κι ως ενζενύ, κι ως χαζοπρεπές τσουλάκι, κι ως κορίτσι που αφυπνίζεται, κι ως άτομο που συνειδητοποιείται, κι ως άτομο που δεν διστάζει να φτάσει και στα άκρα.
Οι σκηνές της με τον ΧΡΗΣΤΟ ΖΟΡΜΠΑ είναι εξαιρετικές, ο ίδιος άλλωστε είναι ένας θαυμάσιος ηθοποιός , όπως κι οι σκηνές με τον Αμερικάνο, και με τους δύο Αμερικάνους (θα καταλάβετε..)κι η προσωπική της ένδεια στο γνωριμο «δημοπουλέικο» καρνάγιο, οι σκηνές στη γειτονιά που υπενθυμίζουν τις καταγωγές του Δημόπουλου στα προηγηθέντα έργα του. Κι οι σκηνές του μαγαζιού με τη συμμετοχή του ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΚΕΙΜΊΔΗ επίσης υπογεγραμμένες κι αξίζει να σημειωθεί ο ρόλος της ΕΛΕΝΗς ΘΕΟΦΙΛΟΥ στην οποία δεν είχαν δοθεί πολλές ανάλογες ευκαιρίες. Ιδιαίτερος ρόλος κατασταλαγμένης , κι από τη Μοίρα βγαλμένης, καμπαρετζούς.
Ο ΝΟΤΗΣ ΠΕΡΓΙΑΛΗΣ το είδος αυτό το ξέρει απέξω κι ανακατωτά κι η ΜΑΡΙΑ ΖΑΦΕΙΡΑΚΗ φτιάχνει με σύνεση το πορτραίτο της αριστερής μάνας, ή μάλλον της μάνας με τον αριστερό γιό, που φυσικά δεν υπαινίσσεται ούτε λέξη σχετική διότι η Λογοκρισία είναι εκεί ,παρουσα κι εποπτεύουσα.
Εντύπωση προκάλεσε η περίπτωση του νεαρού, του ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΥΡΗ. Ο οποίος και δεν συνέχισε, αλλά και χάθηκε, το κυριότερο όμως είναι ότι δεν του είχε γίνει καμπάνια από τη Φίνος Φιλμ, καμπάνια πρωταγωνιστικού λανσαρίσματος. Εβγαινε νέος ζεν πρεμιέ και η εταιρία δεν τον είχε προβάλει.
Φυσιογνωμικά είναι 100 ο/ο ο φοιτητής των ημερών εκείνων, τα μαλλιά του, το χτένισμα του, το πουλοβεράκι, το πουκαμισάκι, εκεί του 70 και κάτι πριν τη Μεταπολίτευση.
Και δεν ξέρω γιατί (ίσως επειδή τα έχω ζήσει?) αλλά εκείνη η σκηνή με το διπλό μεταγωγικό προς το φινάλε, είναι τοσο ωραία γυρισμένη, θα το ξαναπώ ΤΟΣΟ ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ δοσμένη, ναι, εκείνα τα μεταγωγικά καράβια που περναγαν την Ψυττάλεια, τα περισσότερα με κατεύθυνση την Αίγινα- τις φυλακές της. ‘Η και πιο μακρινά, για τόπους εξορίας….Κι ο νεαρός Κουρής είναι πολύ αντιπροσωπευτική φυσιογνωμία εκείνων των μεταγωγικών, εκείνης της εποχής…
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΛΥΚΑΣ στο Μοντάζ κ ιο ΝΙΚΟΣ ΓΑΡΔΕΛΗΣ στη Φωτογραφία με τη συμβολή του ΜΑΡΚΟΥ ΖΕΡΒΑ σε χώρους κι …εξαρτήματα βοηθούν τον Δημόπουλο να δώσει ζωή σε αυτο που ξεκίνησε με τον Λάκη Μιχαηλίδη
Τελευταίο άφησα τον ΓΙΩΡΓΟ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟ, ο οποίος κάλυψε την τελευταία έστω και σύντομη φάση της Φίνος Φιλμ, ωστόσο πρόλαβε.. Το τραγούδι «ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΜΟΥ» που λέει η Νόρα, σε στίχους του Ντίνου Δημόπουλου, πόσο όμορφο, πόσο μελωδικό, πόσο μελαγχολικό, τι ωραία στροφή που κάνει από το κουπλέ στο ρεφρέν, τι ενορχήστρωση( Υπογραφη ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ) αλλά και τι ωραία που το ερμηνεύει η Νόρα ακόμα και με το ελεγμένο ή κι εκ προθέσεως σκηνοθετικής ,φάλτσο της. Και πόσο ωραία βέβαια σκηνοθετημένη η σκηνή του τραγουδιού, κάτι που για τον Δημόπουλο είναι κοινός τόπος , είχε μοναδικότητα στο να σκηνοθετεί σκηνές τραγουδιών, έστηνε ολοκληρη κατάσταση μέσα στο κέντρο ή γύρω από τη σχεση των ενδιαφερομένων..