Κάνω το διαχωρισμό περί φεστιβαλικής και κινηματογραφικής εμπειρίας επειδή δεν νομίζω να παλάβωσε κανείς και να νόμισε ότι η Σουζάνε Μπίαρ ήρθε να διαγωνιστεί στη Θεσσαλονίκη. Αφενός διότι το καταστατικό το απαγορεύει μια και στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του εδώ και 23 χρόνια «Διεθνούς» Φεστιβάλ ορίζεται ρητώς ότι συμμετέχουν μόνο σκηνοθέτες πρωτολείων ή έστω- μέχρι εκεί!- δεύτερων έργων κι αφετέρου αν σκηνοθέτες καταξιωμένοι όπως η κορυφαία Δανή φύλαγαν τις ταινίες τους για να τις κάνουν παγκόσμια φεστιβαλική πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της «Νύμφης του Θερμαϊκού», θα έπρεπε να ήμαστε πολύ μεμψίμοιροι για να γκρινιάζουμε.
Βέβαια με τους Ελληνες δεν βρίσκει κανείς άκρη διότι κι έτσι να συνέβαινε πάλι κάτι θα είχαμε να λέμε…. Να το πούμε κι αυτό…!
Όμως, εδώ ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα. Διότι όλοι οι κατά καιρούς διάσημοι που έχουν έλθει, είτε ήταν προσκεκλημένοι με πληρωμένα τα έξοδα, οπότε δηλώνονταν «εκτός συναγωνισμού», είτε οι διανομείς εξασφάλιζαν μια «αβαν-πρεμιέρ» και πρόσφεραν στο Φεστιβάλ ταινία για να την ευχαριστηθούν θεατές. Αυτό, όμως, είναι άλλη υπόθεση, κάθε άλλο παρα φεστιβαλική.
Στην περίπτωση μου λοιπόν το κίνητρο ήταν καθαρώς κινηματογραφικό και καθόλου φεστιβαλικό.
Πήγα λοιπόν στην ταινία και κρεμάστηκα πάνω της σε όλη τη διάρκεια των 107 λεπτών της διάρκειας της. Και πώς να μην κρεμαστώ αφού η ταινία δεν με άφησε να πάρω ανάσα ως θεατή κσι συγχρόνως ως κριτικό με έκανε να θαυμάσω για μια ακόμα φορά το είδος του κινηματογράφου που σπουδάζεται, καλλιεργείται και παράγεται στη Δανία και που είναι ένας κινηματογράφος ο οποίος διδάσκεται σε ΟΛΑ του τα σημεία, σε υψηλό επίπεδο σπουδών, με κύρια έμφαση στο σενάριο και στην παραγωγή. Και με σπουδές πάνω σε κάθε τι που είναι κινηματογράφος. Και που όλα αυτά καταλήγουν στην έννοια σκηνοθεσία. Κι έτσι η Μπίαρ γίνεται auteur μέσα από το σινεμά των ΕΙΔΩΝ.
Κι εδώ το είδος είναι το ΔΡΑΜΑ. Το δράμα που απολαμβάνεται. Και δράττομαι της ευκαιρίας να πω κάτι παράπλευρο. Πως ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ Ο ΘΕΑΤΗΣ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΜΕΡΙΚΟΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΤΗΝ ΨΕΥΔΗ ΑΙΣΘΗΣΗ Πως ΘΕΛΕΙ ΚΩΜΩΔΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ. ΟΧΙ, ΜΕ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΛΥΤΡΩΝΕΤΑΙ, ΜΕ ΑΥΤΟ ΞΕΣΠΑΕΙ. ΜΕ ΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ ΓΕΛΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΞΑΝΑΠΕΦΤΕΙ.
Κι επανέρχομαι στο έργο. Το οποίο βρίθει διαρκών σεναριακών ανατροπών. Ενας μπάτσος, που απολαμβάνει ήρεμη οικογενειακή ζωή, σε περιβάλλον ανέσεων, πηγαίνει για έρευνα σε ένα χαμόσπιτο μιάς φτωχογειτονιάς όπου ζει ένα πρεζόνι, άρτι αποφυλακισθέν, με την εκδιδόμενη γυναίκα του και με ένα μωρό που το έχουν παρατημένο, πασαλειμμένο με σκατά αφού κανείς δεν βρίσκεται διαθέσιμος να το πλύνει, να του αλλάξει πάνες. Και διαρκώς το ζευγάρι σκοτώνονται στον καυγά εξού κι οι καταγγελίες των γειτόνων κι η άφιξη της Αστυνομίας. Ο μπάτσος, από την άλλη, έχει γυναίκα περιποιημένη κι όμορφη που την αγαπά κι ένα δικό του μωρό που οι γονείς το έχουν στα πούπουλα. Επειδή όμως η ζωή ξημερώνει κατά το πώς γουστάρει, το μωρό του μπάτσου πεθαίνει ξαφνικά ένα βράδυ στον ύπνο του. Η γυναίκα του τρελαίνεται, αρνείται να δεχτεί ότι το παιδί πέθανε, απειλεί τον άντρα της πως αν πάρει το παιδί και πάει να το θάψει , θα αυτοκτονήσει. Ο μπάτσος όχι μόνο παίρνει το παιδί αφού προηγουμένως την ποτίσει με μια χούφτα ηρεμιστικά κι υπνωτικά, αλλά τι κάνει; Πηγαίνει στο σπίτι των πρεζονιών, οι οποίοι βρίσκονται τάβλα από τις ενέσιμες ουσίες, απάγει το δικό τους μωρό, αφού προηγουμένως το πλύνει και το καθαρίσει, κι αφήνει στη θέση του το πεθαμένο δικό του. Την άλλη μέρα στο σπίτι, δεν αποκρύπτει από τη γυναίκα του την αλήθεια, δεν πάει να την ξεγελάσει.
Κι από εδώ αρχίζουν οι σεναριακές περιπλοκές που συνοδεύονται από ανατροπές ώσπου φτάνουμε σε κλιμακώσεις αστυνομικού έργου αν κι η Μπίαρ δεν το σκηνοθετεί σαν να ήταν αστυνομικό έργο αλλά σαν δράμα.
Πολύ γρήγορα , στη μισή ώρα περίπου, της είχα βγάλει το καπέλο διότι με τέτοιο θέμα κι ενώ φοβήθηκε μήπως ΚΑΙ η Δανή τρελάθηκε, παρά την εκτίμηση αλλά και την εμπιστοσύνη που της έχω, και πήγαινε να μας καταβυθίσει σε κανένα ρεαλισμό παιδικής κηδείας όπου , αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα εγκατέλειπα την αίθουσα. Μα η γυναίκα ΞΕΡΕΙ σινεμά και ΚΑΝΟΝΕΣ. Και μας βάζει σε μία πλοκή όπου το αφόρητο περιστατικό, που τονίζω ΔΕΝ το σκηνοθετεί αφόρητα(κι αυτό είναι σκηνοθετική μαγκιά κλάσεως!), γίνεται η αφορμή για να δούμε άλλα πράγματα!
Και κάπου εδώ σταματώ.
Απλώς σας προφητεύω ότι οι «αστεράκηδες» της κριτικής θα του συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Πάολο Βιρτζί, όπου για μια ακόμα φορά οι ξένοι θα απορήσουν. Να είστε προετοιμασμένοι όταν θα δείτε δύο και διόμιση αστεράκια. Μην παρασυρθείτε διότι ο μόνος που έχασε ήταν ο θεατής που δεν πήγε να δει το ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Ο ίδιος θεατής θα είναι και πάλι ο χαμένος που δεν θα δει την ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, επειδή παρασύρθηκε από τα «αστεράκια».
ΥΓ. Μα τι νομίζατε; ¨Ότι ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη για τέσσερις μερούλες, να τσακωθώ με τα «φεστιβαλικά»; Δεν θα άξιζε τον κόπο μήτε και τα έξοδα. Αφού το pantimo.gr με στέλνει να το συστήσω, με αφορμή το Φεστιβάλ, εγώ θα διαλέξω ταινίες να δω κι όχι «εκδηλώσεις».