Τι αναρωτήθηκα; Μα όταν δεν την έχουν δει ποτέ άνθρωποι που εργάζονται για το σινεμά είτε κάνοντας είτε γράφοντας κι όταν δεν την έχουν δει ούτε θεατές (Πώς να ΤΗ ΔΟΥΝ ΤΗ ΒΟΥΒΗ ΤΟΥ 1932;) κι όταν δεν σε ακολουθούν για ποτό διότι πολύ σωστά το θεωρούν υποχρέωση τους να έχουν μια γνώμη για την ταινία, ε, τότε ΠΩΣ ΔΙΑΟΛΟ ΑΥΤΗ Η ΤΑΙΝΙΑ ΨΗΦΙΣΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 20 ΚΑΛΥΤΕΕΡΕΣ ΤΩΝ 100 ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ; Και τελικά ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΨΗΦΙΣΤΗΚΕ;
Εδώ πάμε για μια άλλη «δεύτερη αλήθεια» μια και το έργο «100 χρόνια ελληνικός κινηματογράφος» εξελίσσεται σε… αστυνομικό, σαν το φιλμ της Μπίαρ. Χωρίς να είναι. Αλλά όπως και στο έργο της Δανής υπάρχει τελικά και φόνος, έτσι κι εδώ πρέπει να υπάρχει κάποιος ένοχος που όλο και συγκεντρώνει πάνω του τις υποψίες για τον «φόνο» του ελληνικού κινηματογράφου.
Φυσικά κι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν «εκτελέστηκε» τώρα αλλά πριν από 20 χρόνια και βάλε , όταν το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης μετετράπη σε «διεθνές» κι έστειλε το ελληνικό σινεμά άκλαυτο στα πρώτα εκείνα μνημόνια που άλλαζαν τον κινηματογραφικό χάρτη της Θεσσαλονίκης.
Και τώρα, που αποφάσισαν να κάνουν το «μνημόσυνο» σκέφτηκαν αυτού του είδους την «τελετή»: Μια αυθαίρετη επιλογή των ταινιών εκείνων που δείχνουν τη φεστιβαλοποίηση του ελληνικού κινηματογράφου κι όχι όσα εκείνος παρήγαγε (οι εξαιρέσεις, εννοείται, πως πάντα υπάρχουν για να τηρείται ή και να ανατρέπεται ο κανόνας). Το κριτήριο είναι σαφές κι ολοφάνερο.
Κι η φεστιβαλοποίηση δεν έχει να κάνει ΠΟΥΘΕΝΑ με το σινεμά των ειδών αλλά με το σινεμά των auteur, εξού κι η φεστιβαλοποίηση, όπου διάλεξαν εκείνους κι εκείνα που μπορούν να «φεστιβαλιαστούν» (κατά το «τσουβαλιαστούν’)
Σαν να ήθελε αυτός ο άγνωστος μέχρι στιγμής ένοχος που συγκεντρώνει τις υποψίες να παίξει ένα παιχνίδι ισορροπιών ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενες φατρίες που μερικοί, όταν θέλουν να μιλήσουν πιο κινηματογραφικά, τις αποκαλούν και «συμμορίες».
Και βέβαια είναι λογικό να λείπουν από αυτές τις φατρίες οι σκηνοθέτες εκείνοι που έκαναν ταινίες και δεν έπαιρναν χαμπάρι από φεστιβαλικές ομάδες. Ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Αλέκος Σακελλάριος (η σειρά είναι αλφαβητική).
Μόνο που τώρα προστέθηκε κι ένα ακόμα όνομα , ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ. Κι εδώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον απέταξαν. Κάποτε, όταν υποτιμούσαν ΣΥΣΣΩΜΟ τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά τον Γρηγορίου τον έβαζαν στη μεριά των ευνοημένων από τις φατρίες. Με αποτέλεσμα , εξαιτίας αυτής της άνισης μεταχείρισης, να τον παρεξηγήσουν κάποιοι, ένας από αυτούς κι εγώ, ώστε ωριμάζοντας να συνειδητοποιήσω το νεανικό λάθος ότι παρασύρθηκα από την άνιση μεταχείριση και να υποτιμήσω ταινίες του εκλεκτές, το «ΑΔΕΛΦΟΣ ΑΝΝΑ», το «ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ», το «ΝΟ ΜΙΣΤΕΡ ΤΖΟΝΣΟΝ», το «Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΑΘΩΟΥ» αλλά και τη μαστοριά του σε ταινίες λιγότερο φιλόδοξες, πάντως μαστόρικες-το επαναλαμβάνω. Τη μόνη που δεν είχα υποτιμήσει ποτέ ήταν ο «ΔΙΩΓΜΟΣ». Για την οποία είχε τιμηθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1964 με το βραβείο σκηνοθεσίας ο ίδιος ενώ το φιλμ είχε τιμηθεί επίσης με το βραβείο καλύτερης ταινίας και με το βραβείο σεναρίου (του εξαίρετου Ελληνα σεναριογράφου Πάνου Κοντέλη)..
Στην περίπτωση Γρηγορίου μπορώ να αναφωνήσω το «MEACULPA» μου αλλά και να βγώ τώρα να υπερασπιστώ το έργο του και να «καταγγείλω» και τη δική του απουσία, την απουσία των ταινιών του (για να είμαι ακριβής και πάντα εργοκεντρικός) από αυτά τα περίφημα «100 ΧΡΟΝΙΑ» της «κοινωνικής σαπίλας» που δεν είχαν δει οι κινηματογραφιστές και το κοινό εξού κι έτρεχαν στη βραδυνή (ΣΣ, αρνούμαι το «βραδυνή» να το γράψω με ιώτα σε πείσμα του laptop που μου το υποδεικνύει «κοκκινίζοντας», όχι πάντως από ντροπή) προβολή του Σαββάτου ενώ σε αυτούς «χρέωσαν» το ότι «ψηφίστηκε»..