Κι εκεί πλέον , με όλο αυτό που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη και μεταφέρεται στην Αθήνα, επισημοποιείται το «τσαπλινέσκ» στοιχείο της καλλιτεχνικής προσωπικοτητας του Βέγγου. Ο δραματικός κωμικός, ο ανθρωπάκος και τα βάσανα της ζωής. Μέχρι τότε, ο κόσμος πήγαινε στον Βέγγο αποκλειστικά για να γελάσει και γελούσε ασύστολα…
ΥΓ. Να κάνω όμως και μια διευκρίνιση προς αποφυγή παρερμηνειών. Το ¨τσαπλινέσκ» έχει να κάνει με τον ανθρωπάκο και μόνο. Τον οποίο ο Βέγγος υποδύεται. Στην περίπτωση του Τσάπλιν, και του Μπενίνι αργότερα, ο καλλιτέχνης και ταέγραφε και τα σκηνοθετούσε και τα ερμηνευε. Ο Βέγγος είναι ερμηνευτής στα χερια άλλων. Είναι βασική η διαφορά, θεμελιώδους σημασίας.
Στην επισημοποίηση της δραματικότητας στο κωμικό του Βέγγου έχει προηγηθεί, ένα χρόνο πίσω, ένας θρίαμβος στο θέατρο. Εκεί που ο Βέγγος μέχρι τότε δεν είχε παρουσία. Τουλάχιστον εμφανή. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, όμως, και δεν πρέπει να τον προσπερνάμε όταν αναφερόμαστε στην δραματοποίηση του κωμικού Βεγγου, του γράφει το έργο «Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΤΟΥ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ, που ανεβάζει ο παραγωγός ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΛΙΒΑΔΑΣ στο «Αμιράλ» (σημερινό «Μικρό Χορν») και για να φαινεται στον τιτλο κι η πρωταγωνίστρια , η Σμαρουλα Γιούλη, προστίθεται, μόνο για την πρώτη χρονιά το «…και η ατσίδα» διπλα στον τιτλο .
Με τον «Τρελό του Λουνα Παρκ» θα γινει χαμος,θα ανακαλυφθεί ο Βέγγος στο άλλο επίπεδο, ο Κατσουρίδης θα έρθει και θα κάνει αυτά που είπαμε, κι έπεται συνέχεια ενώ ο Λαζρίδης, του γράφει κι ένα σενάριο κωμωδίας αλλά πληγωμένου, πονεμένου ανθρωπάκου, κι είναι αυτό εδώ: «ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΙΑΣΤΟΣ ΠΑΛΑΒΙΑΡΗΣ».
Ο Φίνος, που τον ήθελε πολύ τον Βέγγο, και τον βοήθησε ΄όταν πήγε να κάνει τον παραγωγό κι έπεσε σε χρέος δυσθεώρητο, με το να του δώσει επίσημη διανομή στις ταινίες του και να τις κυκλοφορεί με το σήμα της εταιρίας.
Στον «Ξένοιαστο παλαβιάρη» τον κάνει επίσημα δικό του και του κάνει και τον πρώτο έγχρωμο Βέγγο!!!! Του στήνει μια παραγωγή ωραιότατη, κρατώντας τα στοιχεία που δίνει το σενάριο και τη σκηνοθεσία την αναλαμβάνει ο ΕΡΡΙΚΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ, ο οποίος μαζί με τον Κατσουρίδη και τον Πανο Γλυκοφρύδη θα είναι οι τρεις κατεξοχήν σκηνοθέτες του ποιοτικού Βέγγου (δεν μιλώ για κατοπινές συμμετοχές στον Αγγελόπουλο ή στο Βούλγαρη, εκεί έχουμε πάει αλλού, εκεί είναι ταινιες «αλλωνών που απλώς συμμετέχει κι ο Βέγγος). Τον οποίο το κοινό φαίνεται πως αποζητά, σαν να αποζηταά αλλαγή των προτύπων, καινούργια πράγματα και προφανώς η «δραματικοποίηση» του Βέγγου άγγιξε τη διάθεση του κόσμου στην εισοδο της δεκαετίας 70, με την κοινωνική αναζήτηση και τον περιορισμό για μεγαλύτερα πράγματα στην Ελλάδα λόγω Χούντας.
Ο «Ξένοιαστος Παλαβιάρης θα τερματίσει 5ος με το «Τι έκανες στον Πολεμο, Θανάση;» νουμερο 1, άρα θα κλεισει τη χρονιά με δυο ταινίες στο top 5, δηλαδή είναι η ταμειακή δύναμη που γεννιέται αλλά μεσα σε θνησιγενείς για την ελληνική κινηματογραφία καταστάσεις, καθώς η τηλεόραση καλπάζει κι οι αίθουσες κλείνουν. Και φεύγει για να πάρει και δεύτερο συνεχόμενο, back to back όπως λένε και στο χωριό μου, βραβειο ερμηνείας στη Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά με ρόλο καθαρόαιμο δραματικό κι όχι κλόουν με εναλλασσόμενο γέλιο-δάκρυ, με το «Θανάση, πάρε το όπλο σου « πάλι του Κατσουρίδη.
Τα λέω λοιπόν όλα αυτά, επειδή συχνά – πυκνά αναφέρομαι στη σημασία που δίνω στον Ενεστώτα χρόνο που γίνηκε ένα έργο, είτε γράφτηκε για λογοτεχνία είτε παραστάθηκε για θέατρο είτε γυριστηκε για σινεμά, διότι τα έργα έχουν ΨΥΧΗ, έχουν ΡΙΖΕΣ, κι αυτό σημαίνει ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ- το έχω ξαναπεί αλλά είναι μια δική μου, ας μου επιτραπεί η λέξη «σχολή», μια προσωπική μου σχολή, στην κριτική εξέταση των έργων. Δεν ασπάζομαι το δόγμα «Ο Χρόνος θα κρίνει», διότι δεν κρίνει ο «Χρονος» αλλά οι άνθρωποι που αποφάσισαν να κρίνουν εκ των υστέρων με κριτήρια του δικου τους ενεστώρα που για το έργο είναι Χρόνος Μέλλων , παραβιάζοντας έτσι και τον ορισμό περί ΧΡΟΝΟΥ- Χρόνος δεν είναι μόνο ο Μελλων, είναι κι ο Ενεστώς. Και μάλιστα ο πρώτος τη τάξει, είναι Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Με τον Βέγγο λοιπόν εδώ, το κοινό πλέον πηγαίνει όχι μόνο να γελάσει αλλά και να συγκινηθεί. Ο ‘Ξένοιαστος παλαβιάρης» του έχει συγκινητική ιστορία, ξεκινά κωμικά με μια σχεδία να θέλει να μεταναστεύσει στην Αμερική, το σχέδιο χαλάει, ψάχνει εδώ για τον επιούσιο και καταλήγει να λυπηθεί αλλά και να ερωτευθεί μια κοπέλα με πρόβλημα υγείας αλλά και με πικρά επακόλυθα για τον ανθρωπάκο που θα κάνει τούμπες για πάρτη της, αλλά…
Ο Φίνος του δίνει για παρτενέρ της ΝΟΡΑ ΒΑΛΣΑΜΗ, δεν υπήρχε ιδεωδέστερη επιλογή για να συνταιριάζονται τα μεγέθη, ο Ερρίκος Θαλασσινός τους συνταίριαξε θαυμάσια αλλά και για τη Νόρα ήταν καλό, για τη διεύρυνση των δικων της δυνατοτήτων, μια ταινία ως παρτενέρ του Βέγγου.
Από κει και πέρα, υπάρχουν τα γερά υποστυλώματα με πρωτο και κύριο τον ΔΙΟΝΥΣΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ, αλλά και τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ και βέβαια όλες εκείνες τις χρήσιμες φυσιογνωμίες αυτων των ταινιών (Τζανετάκος, Ανθόπουλος, Τζιφός, Μεντής, Πλατής, Καλλιβωκας κλπ) και τον ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΛΟΙΟ ως ανταγωνιστή καρδιάς, που να φτιάχνουν τη ζωντανή ατμόσφαιρα που χρειαζόταν αυτου του είδους η ταινία του Βέγγου. Στο μεταξύ νέες δυνάμεις εισέρχονται στου Φίνου και στο ΜΟΝΤΑΖ συναντάμε καινούργιο φυντάνι, τον ΜΠΑΜΠΗ ΑΛΕΠΗ ο οποίος εδώ υπογράφει ένα όχι εύκολο καθήκον. Στα σκηνικά θα σταθώ σε αυτό το λουμπεν περιβάλλον με τις παράγκες ή το άθλιο τύπου λούνα παρκ, στην περιοχή κάπου γυρω από το Γήπεδο Καραισκάκη στο Νέο Φάληρο, τα οποία έστησε ο ΜΑΡΚΟΣ ΖΕΡΒΑΣ, εδω ο παλιός παραμένει- ο Ζέρβας εννοώ και βέβαια στον ΝΙΚΟ ΓΑΡΔΕΛΗ και τις ημερήσιες λήψεις του. Ο ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ, για άλλη μια φορά , μας μαθαίνει για τα «μέτρα», την κάλυψη των κενών, τη συνοδεία κωμικής σκηνής χωρίς να την καις κλπ, κλπ…κι όλ αυτά που μου έμαθε ο Πλέσσας και τα γράφω κάθε χρόνο στα σκαρικά μου αφιερώματα περί Μουσικής.