Αυτό είναι το αληθινό γεγονός!
Ξεκινάμε από το όνομα της, από το επίθετο Νάϋαντ που αναφέρεται στις «Ναϋάδες, τις υδάτινες θεότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας- εδώ θα κάνω και μια άλλου τύπου παρατήρηση. Πως στα αγγλικά και τις λοιπές γλώσσες τις Ναϋάδες τις μεταγράφουν με y, γνωστό ως y-greck (γαλλικά), y-greco (ιταλικά), y-griego(ισπανικά) , εδώ, όμως, στη χώρα και τη γλώσσα των Ναϋάδων, το ελληνικό Ύψιλον έχει ισοπεδωθεί κι εξαφανιστεί υπέρ του ιώτα. Όταν οι παγκόσμιες γλώσσες το λένε «Υ Ελληνικό».
Και προχωρώ.
Με βάση αυτό το όνομα την ανάθρεψαν την ηρωίδα, σαν να της ήταν καρμικό, βγήκε στην κολύμβηση, κάποια στιγμή τα παράτησε κι ύστερα από 30 χρόνια-επαναλαμβάνω τον πρόλογο- αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρο της. Επιβαρυμένη πια ηλικιακά, όμως από την άλλη η ψυχή φαίνεται πως δεν ησύχαζε, την έπνιγε ο ανοιχτός λογαριασμός. Κι αποφασίζει να το πραγματοποιήσει. Τη στηρίζει, όταν πλέον παίρνει την αμετάκλητη απόφαση, η σύντροφος της και προπονήτρια της, αν και στο προσωπικό, ομοφυλοφιλικό κομμάτι δεν δίνεται έμφαση, κανενός τύπου.
Και παρακολουθούμε την προσπάθεια και τον αγώνα μέχρι η Ναϋάδα να τα καταφέρει.
Αυτό!
Πολύ ενδιαφέρουσα η περίπτωση, περιέχει σθένος, αποφασιστικότητα, επιμονή και χιλιες δυο ανθρώπινες αρετές που μπορούν να λειτουργήσουν ως παραδείγματα για τους αλλους ανθρώπους.
Αν ήταν ντοκυμαντέρ, θα εκπλήρωνε το σκοπό του καλύτερα. Με την έννοια ότι οι δυο σκηνοθέτες, ζεύγος ,όπως διάβασα, και στην πραγματική ζωή, ο ΤΖΙΜΥ ΤΣΙΝ κι η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΣΑΫ ΒΑΣΑΡΧΕΛΙ προέρχονται από το χώρο του ντοκυμαντέρ κι αυτό φαίνεται.
Στη σεναριακή παρέμβαση είναι το πρόβλημα που έχει επίπτωση στην ταινία κι αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το γνωστό πρόβλημα όταν ένα βιογραφούμενο πρόσωπο βρίσκεται εν ζωή. Πόσο μάλλον όταν διαβάζουμε και το όνομα του στους τίτλους, στη συγκεκριμμένη περίπτωση στο βιβλίο που έγραψε η ίδια η ηρωίδα και είναι αυτό που μεταφέρεται στην οθόνη. Και προφανώς το βιβλίο αφορά στη συνολική της πορεία κι εμπειρία πάνω στο θέμα, και προφανώς η συμφωνία όταν αγοράστηκαν τα δικαιώματα ήταν ότι αυτό δεν θα πειραχτεί, δεν θα παραποιηθεί, θα μείνει ως όχι κι από κει και πέρα θα προσαρμοστεί στους κανόνες μόνο της κινηματογραφικής διάρκειας. Πραγματικά η περίπτωση ακουμπά στους ανθρώπους, ωστόσο η ταινία δεν ακουμπά ανάλογα. Υπάρχουν κανόνες του πως όχι μόνο μετατρέπεται σε σενάριο μια έντυπη βιογραφία αλλά και μια περίπτωση που μπορεί και να μην είναι δημοσιευμένη. Υπάρχει το πείσμα της ηρωίδας, υπάρχει η συντροφικότητα της συντρόφου, υπάρχει το θέμα που αν και υπαρκτό γεγονός όντως ομοιάζει προς larger than life, προς πράξη, για να το πούμε κι αριστοτελικά, «και ΣΠΟΥΔΑΙΑ και ΤΕΛΕΙΑ» (το «τέλεια» με την έννοια της «ολοκληρωμένης»), του λείπει, όμως, η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΚΟΤΗΤΑ στην ΑΝΤΙΛΗΨΗ. Στην ΠΕΡΙ ΣΕΝΑΡΙΟΥ αντίληψη. Λείπουν τα στοιχεία από τα οποία θα έβγαινε μια παράλληλη πλοκή, λείπει η δόμηση η οποία ακολουθεί, κι από αυτή την άποψη το πάει σωστα, τους κανόνες του ντοκουμέντου, λείπουν ο εσωτερικές συγκρούσεις της ηρωίδας και το πως αποφάσισε μετά 30 χρόνια να ακολουθήσει στα 60 της το παρακινδυνευμένο του ονείρου (διότι είναι συγκλονιστική απόφαση, δεν είναι μια οποιαδήποτε απόφαση), λείπουν γενικά οι λεγόμενες σεναριακές αφορμές, δεν μαθαίνουμε πολλά για τη σχέση των δυο γυναικών πέρα απ΄τη δήλωση ότι έχουν μια κανονική σχέση, δεν αποκτούν ζωντάνια οι άνθρωποι, τη ζωντάνια την αποκτά το περιστατικό κι εξ αυτού γίνονται σημαντικοί κι οι άνθρωποι.
Έχουμε δηλαδή ένα συναρπαστικό περιστατικό, όχι ένα εφάμιλλα συναρπαστικό έργο.
Πάνω στο ντοκουμέντο παίζουν τους ρόλου τους οι δυο ερμηνεύτριες κι είναι που λένε κι οι ημιμαθείς περι ερμηνειών «πειστικές». Εχουν αναλάβει με το παίξιμο τους να τις ζωντανέψουν, να τους προσδώσουν χρώματα που υπολείπονται του σεναρίου κι ό,τι δεν αναφέρεται στο σενάριο κατορθώνουν να το υπαινιχθούν εκείνες Με το πως εχουν δουλέψει τη μεταξύ τους ερμηνευτική σχέση. Η ΑΝΕΤ ΜΠΕΝΙΝΓΚ βάζει όλα τα στοιχεία που έχω αναφέρει πιο πάνω στην Ναϋάδα της, η ΤΖΟΝΤΙ ΦΟΣΤΕΡ κάνει ακριβώς το ίδιο στη δικη της προπονήτρια-σύντροφο, τις ερμηνείες τις έχουν αναλάβει οι δυο ηθοποιοί κι έχουν στήσει το μεταξύ τους. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως ενώ στο Σωματείο Μακιγιέρ-Κομμωτών, τα αντίστοιχα επιτεύγματα έχουν προταθεί ξεχωριστά το ένα από το άλλο στην κατηγορία του «σύγχρονου», δεν έχει συμβεί το ίδιο από τους μακιγιέρ-κομμωτές της Ακαδημία που συνέταξαν το αντίστοιχο «short list», τον «βραχυ κατάλογο». Δεν το έχουν μέσα. Εν πρώτοις, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι αποβαίνει υπέρ της Μπένινγκ , μια και για το μακιγιαζ του δικού της ρόλου θα γινόταν συζήτηση κι έχουν αποφανθεί θετικά στο Σωματείο, συντεχνιακώς. Της Φόστερ ο ρόλος δεν εχει μακιγιαρίστικο έρεισμα. Στην περίπτωση της Μπένινγκ αυτό μπορεί να πιστώνεται στην ηθοποιό, στο πως διαχειρίστηκε τον αμακιγιάριστο εαυτό της, στο να φέρνει κοντά στην 61χρονη ηρωίδα… Η ασουλουπωσιά ή η έλλειψη μακιγιαρίσματος που μπορεί να προβάλλουν τις γωνίες ενός ηθοποιού ή την προσαρμογή στο ρόλο, σε πολλές περιπτώσεις πιστώνονται στους ηθοποιούς, όπως ειχε γίνει και στο «Monster» που οι Μακιγιέρ δεν είχαν ασχοληθεί καθόλου με το σουλούπι της Σαρλίζ Θερόν, το είχαν αφήσει στους Ηθοποιούς, να εκτιμηθεί από αυτούς Μην το μπερδεύομε με την ηλικιακή παρακολούθηση εξέλιξης ενός χαρακτήρα και τη συμβολή του μακιγιάζ με αδιόρατες πινελιές.. Κάτι ανάλογο με το «Monster» συμβαίνει κι εδώ, εξού κι ο παραλληλισμός.
Στις κινηματογραφικές αρετές της ταινίας θα προτάξω (πέραν των δυο ερμηνευτριών) τον ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΙΡΑΝΤΑ για το πως φωτογράφησε αυτό το κομμάτι του Ατλαντικού που γίνεται θέατρο δράσης της ηρωίδας, το άριστο «κολυμβητικό» μοντάζ του ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΤΕΛΕΦΣΕΝ, τη μουσική του ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΝΤΕΣΠΛΑ, που όταν της αφήνουν χώρο να παρέμβει τα τραγούδια, τότε επιλέγεται συναίσθημα κι ένα αγώνας για την προσπάθεια.
Ο ΡΙΣ ΥΦΑΝΣ επισης έχει κάνει δουλειά, παραπάνω αξίας από αυτή του σενάριου