Είναι που ιδεολογικά αντιστρατεύομαι τις συγκρίσεις, ωστόσο δεν θα αποφύγω τον πειρασμό. Όπως ο Μεγαλοφυής Τζωρτζ Μπερναρντ Σω, πήρε κάποια στιγμή τον Μύθο του Πυγμαλίωνα κι έφτιαξε το δικό του έργο οδηγώντας τη «Γαλάτεια» του Μύθου στη Γυναίκα, στην ανακάλυψη από μεριάς της της Γυναίκας, έτσι και σε αυτό το φιλμ του Λάνθιμου, ξεκινάμε από τον μύθο του Φρανκεστάιν και του τέρατος κι…αφήστε που καταλήγουμε και πως προχωράμε στη διαδρομή μας.
Βεβαίως και προηγείται ένα βιβλίο στο οποίο βασίζεται, του ΑΛΑΣΝΤΑΙΡ ΓΚΡΕΪ, κι από κει ο σκηνοθέτης Λάνθιμος έχει αντλήσει κι επεξεργαστεί το υλικό του εμπιστευόμενος τη μετατροπή της σκέψης σε πράξη στον ΤΟΝΥ ΜΑΚΝΑΜΑΡΑ, τον σεναριογράφο, που τους ΄΄εδεσε η επιτυχία της «Ευνοούμενης».
Οπου στην περίπτωση του, το «υλικό του» δεν είναι μόνο αφηγηματικό και νοηματικό αλλά και κινηματογραφικό, αισθητικό και πόσα παράταιρα καταφερνει να τα κάνει να συνυπάρξουν κι όλα αυτά με απόλυτη αρμονία.
Μια κοπέλα λοιπόν που κόντεψε να πεθάνει, σώθηκε χάρη στο Δρ. Φρανκεστάιν της- όχι τον κανονικό- ο οποίος ενώ την πήγαιναν για νεκρή, αφαίρεσε τον εγκέφαλο του μωρου που κυοφορούσε, το έβαλε σε αυτήν και την έκανε καινούργια, μια άλλη..Μόνο που δεν δουλεύειο οργανσμός απολύτως κανονικά, έχει ακόμα δρομο μπροστά της στο να μαθει να μιλά, να μάθει να ολοκληρωνει φράσεις, να κινείται σαν κανονικός άνθρωπος, να σκέπτεται…για το ποια είναι δεν γεννάται θέμα.. Ο Φρανκεστάιν-Πυγμαλίων την έχει υπό τον έλεγχο του κι ένας επιστημονικός συνεργάτης του θα τη ζητήσει και σε γάμο κάτω από μια πολύ ιδιάζουσα συνθήκη περί γάμου. Και κάπου εκεί θα αρχίσει λίγο λιγο το μυαλό της να δουλεύει . Και θα ζητήσει να φυγει ταξίδι με ένα γκόμενο (όχι με τον μνηστήρα) μέχρι να ολοκληρώσει…Και το ταξίδι αυτό θα είναι οι ανατροπές, οι καθάρσεις, οι συνειδητοποιήσεις,οι αυτογνωσίες, οι επιστροφές, οι ανατροπές, η ολοκλήρωση κι η αποθέωση.
Αυτά που συμβαίνουν κι ο τρόπος με τον οποίο μας τα δείχνει ο Γιώργος Λάνθιμος είναι μια διαρκής ανακάλυψη, μια διαρκής καινοτομία. Στα πάντα. Καταρχάς το έργο δηλώνεται ως «κωμωδία». Και είναι κωμωδία αλλά πως; Ως τρόπος προβολής κι αντιμετώπισης καταστάσεων, οι καταστάσεις αντιμετωπίζονται κι επεξεργάζονται με τον τρόπο της κωμωδίας. Όχι όμως της ξεκαρδιστικής αλλά της ιλαρής, εκείνης του μειδιάματος. Συγχρόνως, μέσα στην κωμωδία περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν στην υπογραφή του κι είναι η ΔΙΟΓΚΩΣΗ. Είτε λέγεται γκροτέσκο είτε λέγεται παράλογο, κι αυτό μεταφέρεται και στην αισθητική. Είναι έργο εποχής αλλά τα σκηνικά που είναι μέρος της ευφυίας του έργου και της ευφυούς σκηνοθεσίας (ΣΟΝΑ ΧΕΘ, ΤΖΕΗΜΣ ΠΡΑΪΣ συνυπογράφουν στα ντεκόρ και στη σκηνογραφική διεύθυνση) , δεν έχει σχέση με αυτό που ξέρουμε περι σκηνικού εποχής. Είναι το period όπως το αντιλαμβάνεται ο Λάνθιμος. Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει, το πως αντιλαμβάνεται την αναπαράσταση ενός χώρου. Συγχρόνως έχουμε τη φωτογραφία όπου πλέον η χρήση των ευρυγώνιων φακών γίνεται μέρος της υπογραφής Λάνθιμου κι ο σταθερός γνώστης ΡΟΜΠΙ ΡΑΫΑΝ που θαυματούργησε στην «Ευνοουμενη» έρχεται ξανά να κάνει πράξη τη σκηνοθετική αντίληψη με τους ευρυγώνιους .Συγχρόνως και το σκηνικό σε κάποια σημεία του θαρρείς και στήνεται κι αυτό με τη λογική ότι θα ποζάρει σε φακό ευρυγώνιο. Τα κοστούμια ακολουθούν αυτή τη γραμμή της σκηνογραφικής διεύθυνσης, δηλαδή είναι κοστούμια εποχής που περισσότερο εντάσσονται κι αυτά στο κλίμα Λάνθιμου παρα στο εποχής όπως το ξέραμε. Εξου κι αυτή τη φορά δεν εχει πάρει για ενδυματολόγο την Σάντυ Πάουελ, η οποία στην «Ευνοούμενη» για σκηνοθετικούς λόγους είχε ακολουθήσει τη γραμμή εποχής, τώρα έχει την ΧΟΛΥ ΓΟΥΟΝΤΙΝΓΚΤΟΝ με την «εντολή» να κάνει τα κοστούμια εποχής, σε πνευμα παράλογο , χωρίς όμως υπογραμμίσεις . Ποιο είναι αυτό; Η διόγκωση του παραλογου που λέγαμε πιο πάνω, το γκροτέσκο της δικής του κοπής, όλα αυτά να συμβάλουν σε ένα κόσμο φανταστικό κι ως ένα βαθμό υπαρκτό.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ, που είναι κι ο μόνος Ελληνας με τον οποίο ο Λάνθιμος συνεργάζεται σταθερά, έχει «κόψει» μια ταινία των δύο ωρών και κάτι, που σε κάνει να μην καταλαβαίνεις πότε πέρασε ο χρόνος, να κυλά σαν νεράκι. ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, αυτό που μου δίδαξαν και μένα οι μεγάλοι δάσκαλοι, για να μπορώ να καταλαβαίνω, όχι για να γίνω μοντέρ. Ο Μαυροψαρίδης είναι μια ειδική περιπτωση κατατοπισμένου κινηματογραφικά ανθρώπου γνωρίζει τα βαθιά μυστικά όχι απλώς του Μοντάζ αλλά και του του ΠΩΣ γίνεται ένα εργο. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εντυπωσιασμού στο μοντάζ, ΟΛΑ λειτουργουν αλλά χωρις να φαίνονται
Το άλλο που θέλω να πιστώσω στον Λάνθιμο και σε αυτή την παγκόσμια αναγνώριση που γεύεται, είναι και στην ΗΘΟΠΟΙΑ. Στη σχέση με τους Ηθοποιούς. Διαρκώς διακρίνονται Ηθοποιοί στις ταινίες του. Κι έχω την αίσθηση ότι οφείλεται στο ότι δεν ανήκει σε εκείνους τους πολλούς σκηνοθέτες , ακόμα και καλούς, ακόμα και κορυφαίους, που έχουν ως γραμμή πλεύσης στην ηθοποιία, την λεγόμενη «σκηνοθεσία του αποτελέσματος», δηλαδή κάτι έτοιμο εξαρχής κι οι ηθοποιοί να το εφαρμόσουν με το ζόρι κι ας μη λειτουργεί. Ο Λάνθιμος δείχνει ότι έχει ένα τρόπο να τους βάζει στο κλίμα που θέλουν χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό. Όταν στην «Ευνοούμενη» επειδή ήταν «κοστουμέ» κάποιοι νόμιζαν για να τον υποτιμήσουν- εγχώριοι εννοείται ότι μιμείται τον…Κιουμπρικ- Κύριε Ελέησον!!- οι ηθοποιοί του έδιναν συνεντευξεις κι έλεγαν με τι τρόπο τους είχε βαλει σε κλίμα και σε ποιό κλίμα. Και το κλίμα στο οποίο τους είχε βάλει ήταν να δουν τρεις ΚΩΜΩΔΙΕΣ: Τη «γυναικα με τη λεοπάρδαλη» του Χωκς, το «Μια τρελλή, τρελλή καταδίωξη» του Μπογκνταβτς που ηταν θαυμαστης του Χωκς κι είχε δηλωσει την κωμωδία αυτή ως φόρο τιμής σε εκείνον και το «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» το δικό μας, σύμφωνα με τις ενδειξεις. Που είδατε τον "Μπάρυ Λύντον" ; Από το κοστούμι νόμισαν ‘ότι φτιάχτηκε….. σκηνοθεσια. Ενώ ο Λάνθιμος, με τον έμμεσα σιωπηλό τρόπο τος έβαζε στο κλίμα με τρεις κωμωδίες όπου το αστείο αγγίζει το παράλογο. Κι ληθελε οι ηθοποιοί να δούν τους ρόλος και μέσα από το κωμικό παράλογο με απωθέωση τη δημιουργία της Ολίβια Κόλμαν που έπαιξε τη βασίλισσα ως σοφιστικέ Πάστα Φλώρα..Εκεί ήταν η δημιουργία, Ποιος Κιούμπρικ; .Τετοιες περιπτώσεις στο ελληνικό θέατρο ήταν ο Μίνως Βολανάκης κι ο Ανδρέας Βουτσνάς. Ο Βολανάκης τους μιλούσε για εντελώς άσχετα πράγματα, εντελώς εκτός έργου κι όταν τέλειωναν οι ηθοποιοί είχαν κατανοήσει απόλυτα τι να παίξουν και πως να παίξουν. Τον Βουτσινά τον έχω πετύχει σε πρόβα να βάζει τη Ζωή Λάσκαρη να πεί μια σκηνή σαν να την απεύθύνει στη μεγαλη της κόρη και μετα, το ίδιο κείμενο πως θα το έλεγε στη μικρότερη. Για να τη βάλει σε αποχρώσεις και στα πολλαπλά πρόσωπα πυ μπορεί να ρύβει ένας ρόλος..
Ο Λάνθιμος , αυτό που έχει κάνει εδώ, είναι θεϊκό. Κυρίως με την ΕΜΑ ΣΤΟΟΥΝ. Η οποία περνά από σχολές ολόκληρες της ηθοποιία της, περνώντας την από σταδια, αναλογα της ηρωίδας. Το αρχικό της κομμάτι που εχει και διάρκεια και πρέπει να το πάιξει σαν μαριονέτα, σαν να την κινεί με σπάγκους ο Φρανκεστάιν της, δεν ξέρω αν ηταν επινόηση δική της , πάντως έδειχνε μελέτη στο Κουκλοθέατρο, στο Θεατρο Μαριονετών, σαν να είχε πάει στην Πράγα’ η στο Μόναχο και να είχε μελετήσει πως παίζουν οι μαριονέτες.. Μα ως έτσι παίζει και σιγά ξεδιπλώνεται κι ανθρωπεύει. Όπως και τη φωνή της την έχει κάνει αναλογη. Προτού ωριμάσει μέσα στο σώμα της ο παιδικός εγκέφαλος.Υιοθετεί αρχικά την σωματική συπεριφορά της μαριονέτας και σταδιακά αφαιρεί ωσπου τα πετάει όλα τα ερμηνευτικά απο πάνω της και καταλήγει στην εξαιρετική λιτότητα
Στον ΜΑΡΚ ΡΑΦΑΛΟ κανείς σκηνοθέτης δεν έχει δοκιμάσει πάνω του τέτοια υπέρβαση. Τι του έδειξε, σε τι κλίμα τον έβαλε, εκείνον ή μόνο την Στόουν και μετα οι δυο ηθοποιοι τα ευρήκαν μεταξύ τους χτίζοντας και ανακαλύπτοντας ο ένας τη «φωνή» ¨του άλλου;; Επειδή συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα. Διότι τον Ραφαλο τον έχει ως κακό του έργου να παίζει κωμικά, χωρίς υπογραμμίσεις δε αλλά και με μία κωμικότητα τόσο διακριτική σαν να μη φαίνεται.. Ο ΓΟΥΛΕΜ ΝΤΑΦΟΟΥ, πως αλλάζει τους τόνους του Φρανκεστάιν του καθώς αλλάζουν κι οι καταστάσεις της ηρωίδας αλλά και τι μακιγιάζ είναι αυτό που του έχουν φτιάξει ώστε να δηλώνεται μια μουρη -παζλ από κομμάτια που συνέλεξε…
ΚΙ είναι κι οι άλλοι ηθοποιοί, αυτοί που έχουν συντομότερες συμμετοχές αλλά πόσο ουσιαστικές τις κάνει. Οπως αυτής της θαυμάσιας ΚΑΘΡΗΝ ΧΑΝΤΕΡ που κάνει αυτή την ιδιόρρυθμα γκροτέσκα μαστρωπό του Παρισιού. ‘Η τον ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΑΜΠΟΤ όταν θα τον φέρει συζυγικά στο προσκήνιο ή τον ΡΑΜΥ ΓΙΟΥΣΕΦ στο αβίαστο του μνηστήρα επί του πειράματος… Και βέβαια η παρουσία της ΧΑΝΑ ΣΥΓΚΟΥΛΑ, εύρημα της διανομής που υπογράφεται αό το σκηνοθέτη και μεταβάλλεται σε σκηνοθεσία κι όχι ως ένα απλό πέρασμα
Η δε μουσικη του ΓΕΡΣΚΙΝ ΦΕΝΤΡΙΞ είναι η απόλυτη αντίστιξη.
Όπως βλέπετε έχει ψαχτεί πολύ και σε συνεργάτες.