Ξεκινά σαν παιχνίδι σκηνικό και καθοδόν, καθώς πλέκεται η ιστορία αρχίζει να θυμίζει και το «Sleuth» . Μόνο που το συγκεκριμένο δεν είναι αστυνομικό και το υποτιθέμενο «Sleuth»λόγω των δυο ανδρών που μονομαχούν παίρνει άλλη μορφή. Τώρα τι μορφή παίρνει.. Το θέμα είναι ότι, θα τολμούσα να πω, κρατά τον «αστυνομικό» χαρακτήρα, χωρίς να είναι ούτε καθ’ υποψίαν αστυνομικό, αλλά το κάνει λόγω του σασπένς, των ανατροπών και των εκπλήξεων. Κι ότι ακόμα κι αυτά που αρχίζουμε να υποπτευόμαστε, καθώς προχωρά το έργο, ανατρέπονται κι αυτά, δεν επαληθεύονται ..αλλού κρύβεται το μυστικό. Τώρα, κάποιων βέβαια οι υποψίες μπορεί και να επαληθευθούν αλλά ο συγγραφέας δεν έχει δώσει τέτοιου είδους πάτημα και τα κλειδιά προς την κατεύθυνση που το οδηγεί, είναι μηδαμινά. Ενας συγγραφέας, μοναχικός, μονόχνοτος αλλά και Νομπελίστας που ζει κάπου στη Νορβηγία, σε μια ερημιά, αποκομμένη από τη στεριά που επικοινωνεί μέσω βάρκας, δέχεται την επίσκεψη ενός δημοσιογράφου. Ο συγγραφέας έχει πάρει το Νόμπελ αλλά η συμπεριφορά του γενικώς είναι ο ορισμός του μισανθρωπισμού. Το ίδιο θα κάνει και με το δημοσιογράφο, ο οποίος ήρθε να του πάρει τη συνέντευξη, αλλά οι προσβολές πέφτουν απανωτά και κάποια στιγμή κι ο δημοσιογράφος είναι έτοιμος να φύγει. Όμως, κάθε τόσο το αναβάλλει κι η συνέντευξη που δεν γίνεται , συνεχίζεται. Κι αυτό επειδή, μέσα από όλη αυτή την προστριβή πέφτουν και κάποιες ατάκες που μπορεί να κρύβουν πληροφορία. Κι ο δημοσιογράφος θα κάνει το παιχνίδι του. Κι η μία πληροφορία θα φέρνει την άλλη πληροφορία και κάθε πληροφορία θα είναι και μια ανατροπή των όσων μέχρι εκείνη τη στιγμή… Πόσες ανατροπές μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος; Ο θεατής; Ακριβώς όσες μπορεί να αντέξει η ζωή που του τις σερβίρει..
Εννοείται πως δεν θα πω τίποτε παραπάνω για την υπόθεση, θα περιοριστώ στα γύρω από την υπόθεση. Θα μιλήσω για ένα συγγραφέα του οποίου θαύμασα τη συγγραφική αρχιτεκτονική, την ικανότητα της ατάκας, την ελληνική της απόδοση από την ΕΥΑ ΚΟΤΑΝΙΔΗ και τα στρώματα ανθρώπινης ουσίας, που ενυπάρχουν στους χαρακτήρες και κάθε στρώμα κρύβει από κάτω ένα επόμενο.
Όταν αρχίζουν να φανερώνονται τα τραύματα, εκεί να δείτε τι γίνεται. Κι επειδή ο τρόπος με τον οποίο φανερώνονται αφορά σε γράψιμο, σε υπόθεση, σε εξέλιξη… Και σε δυο ρόλους, επίσης, που κρύβουν μέσα τους δε ξέρω πόσα επίπεδα, , ε, εκεί έχασα το μέτρημα.
Δυο ρόλοι σπουδαίοι. Θα είμαι προσεκτικός στο τί θα πω για αυτούς διότι δεν πρέπει να προδοθεί κανένα μυστικό και να χαλάσει η απόλαυση του θεατή ή να μην ξεκινήσει καν.
Θα πω για τον ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΖΟ ότι τον βρήκα εξαιρετικά ανανεωμένο, κάτοχο των ρόλων που έχει παίξει στην πολυετή καριέρα και τον έχουν διαμορφώσει, ναι, κάτοχο αυτής της διαμόρφωσης που γεννιέται μέσα από την τριβή, τη δημιουργία, την ποικιλία των ειδών και το γεγονός πως δεν στάθμευσε, εδώ φανερώνεται με εξαιρετικό τρόπο. Διότι δεν παριστάνει τον κωμικό που θέλει να παίζει δράμα συχνά – πυκνά, δεν ξέρω πιά αν μετά από τόσους δραματικούς ρόλους μπορείς να τον περιορίζεις στον χαρακτηρισμό «κωμικός». Θα μιλήσω για ώριμο ηθοποιό για το πως ήξερε να εμπλουτίζει δραματικά τα κωμικά του σημεία και πως να υποσκάπτει κωμικά το σοβάρεμα. Και πως τα εγκατέλειψε όλα αυτά όταν στο τέλος ο ρόλος πρόβαλε τη δραματική του αποκλειστικότητα. Ήταν άψογος, άψογα και τα περάσματα, άψογη κι η χρήση της βροντερής φωνής του κι ο καταπιεσμένος ερωτισμός του μονόχνοτου, έκανε στο τέλος μια υπέρβαση που οδήγησε στη συγκίνηση.
Μόνο που τη συγκίνηση την είχε πυρπολήσει πρώτος ο ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΔΑΔΑΚΑΡΙΔΗΣΣ. Ο οποίος έπαιζε υπέροχο τένις με το Μπέζο και κάποια στιγμή, όταν τα γυρίζει, όταν του τα γυρίζει, τότε πλέον ο ρόλος αποκτά μια άλλη κατεύθυνση κάποιες στιγμές γίνεται και αμυδρά απειλητικός αλλά όταν οι αποκαλύψεις πέφτουν αλύπητα, ο Δαδακαρίδης μας τραβά ένα ξέσπασμα του ήρωα του, που ομολογώ δημοσίως ότι έφυγε στην πλατεία, ακριβώς όπως όταν ανοίγει η αυλαία κι έρχεται ένα πρώτο κρύο κύμα από τη Σκηνή, έτσι ακριβώς έφυγε από τη Σκηνή το συγκινητικό, συγκινησιακό γύρισμα του Δαδακαρίδη κι ήρθε κι άγγιξε τα καθίσματα στην πλατεία, τα οποία παραδόθηκαν άνευ όρων.
Υπάρχει και μια κοπέλα στην υπόθεση, η ΣΟΦΙΑ ΠΑΝΑΓΟΥ επί Σκηνής, που δεν ξέρεις πόσο μπορεί να είναι από το συγγραφέα, πόσο από εύρημα της σκηνοθεσίας να μας τη στήσει εκεί μπροστά μας. Αυτά που συμβαίνουν σε κάνουν να αναρωτιέσαι και για τα δυο
Δεν ξέρω σε αυτή τη συν-σκηνοθεσία που αρχίζει ο Τσαφούλιας, που σταματά ο Δαδακαρίδης, ή το ανάποδο, εγώ πάντως τον ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ τον «είδα». Ειδα το ρυθμό του κινηματογραφικού μοντάζ στο ρυθμό της παράστασης, είδα τους ηθοποιούς να κάνουν μεταξύ τους ένα παιχνίδι κλίματος από εκείνα που ξέρει να στήνει ο Σωτήρης και να βάζει τους ηθοποιούς μέσα, κι όταν αυτό επιτυγχάνεται ο ρυθμός δεν χάνει λάδια ποτέ.
Το θέμα είναι ότι φεύγεις γεμάτος και δεν έχεις καταλάβει τη διάρκεια. Και παίζεται και χωρίς διάλειμμα. Εκεί, μέσα σε αυτά, έχω «δει» εγω τον Τσαφούλια.
Το σκηνικό του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΜΑΝΗ έβγαινε μεσα από τις σελίδες του κειμένου και της ιδιότητας του ήρωα- συγγραφέα. Τα δε κοστούμια, ειδικά αυτά που φοράει ο Μπέζος, το ένα δηλαδή ως βασικό, ναι φτιάχνει ολοκληρωμένη εικόνα αυτού του Νομπελίστα , ρούχα Νομπελίστα μονόχνοτου και σνομπ στο καθιστικό του σπιτιού (ΑΓΙΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ)
Και μια πληροφορία για το κλείσιμο: Είναι το έργο που έπαιξε στο Παρίσι ο ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ, στη δεκαετία 90 (1996, για την ακρίβεια), όταν για μια φορά του ήρθε να κάνει θέατρο, τσαντισμένος από καταστάσεις στο σινεμά. Και πήρε και πολύ καλές κριτικές. Και μετά την παράσταση τον έβλεπα κι αυτόν συνέχεια μπροστά μου. Ο Μπέζος θαρρείς κι είχε μελετήσει την τσαντίλα του Ντελόν και την είχε κάνει δική του. Εχει πολύ τσαντίλα ο ρόλος μέχρις ενός σημείου, μετά μας τον ρημάζει τον μισάνθρωπο.
Να, αυτά είναι τα σημεία που το σινεμά υπερτερεί του θέατρου, επειδή διασώζει. Θα τον είχαμε δει τωρα τον Ντελόν κι εμείς. Από την άλλη το θεατρο υπερτερεί έναντι του σινεμά στην αμεσότητα κι όταν είναι τέτοιος ο Λόγος , τότε, …τότε θέλει να ανέβει κι ο Αλαιν Ντελον στη Σκηνή. Και το αποτολμά.
ΥΓ Με τον Φρανσίς Υστερ το είχε παίξει ο Αλαίν.