Το κείμενο το γράφω σε Ενεστώτα διότι υπάρχει περίπτωση να μεταφερθεί στο Θέατρο «Μαρία Κάλας» , στην πρώην Λυρική της οδού Ακαδημίας στην Αθήνα. Με sold-out πως να κατεβάσεις έργο;
Με παρακινεί η εκτίμηση προς το αποτέλεσμα διότι δεν ανήκω στο θεατρικό στρατόπεδο που θέλει τον σκηνοθέτη πάνω από τον συγγραφέα. Αυτό δεν το θέλω ούτε στο σινεμά τον σκηνοθέτη να παρακάμπτει το σενάριο. Πόσο μάλλον στο θέατρο. Διότι είμαι ιδεολογικά τοποθετημένος στον ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ, στο ΕΡΓΟ
Από κει και πέρα, όμως, Εργοκεντρισμός, δεν σημαίνει εμμονή, αντιθέτως παρακινεί, στα εργοκεντρικά πάντα πλαίσια, να παρακολουθείς τις μεθόδους προσέγγισης ενός έργου. Κι όταν το έργο είναι ΕΚΕΙ, ε, τότε αισθάνεσαι ότι η «στυλίστικη» παράσταση μπορεί να σε εμπλούτισε, να σου άνοιξε κι άλλο τους ορίζοντες.
Τέτοια περίπτωση είναι το ανέβασμα του έργου του Αλμπη από τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΥΙΛΣΟΝ. Ο οποίος Γουίλσον φυσικά και ΔΕΝ είναι ένας απατεώνας που βάζει κάτω τα έργα και τα «ανασκολοπίζει», από την άλλη, όμως, η προσέγγιση του είναι κατά βάση αισθητική κι αυτό κάποιους τους ξενίζει. Θα με ενοχλούσε και μένα, επαναλαμβάνω, αν είχε πειραχτεί το έργο. Τώρα τολμώ να πω ότι απόλαυσα μια παράσταση με όλο μου το είναι, μια παράσταση χωρίς διάλειμμα, μια παράσταση έργου που το έχω δει ανεβασμένο στις κλασικές συνθήκες, τόσο στο Λονδίνο, την πρώτη φορά, με ερμηνεύτρια την ΜΑΓΚΥ ΣΜΙΘ στο ρόλο της 90χρονης, όσο και στην Αθήνα, όταν το είχε ανεβάσει η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ στο θέατρο «Αθηνών» με σκηνοθέτη τον ΑΝΔΡΕΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ και συν- ερμηνεύτριες την ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗ και τη ΖΩΗ ΛΑΣΚΑΡΗ.
Καταρχάς να πω ότι είναι ένα έργο που έχω λατρέψει, και γενικότερα το θέατρο του Αλμπη, αυτό το συνδυασμό καλής δομής και παραλόγου, κι εδώ θεωρώ ότι έγραψε ένα εκπληκτικό κομμάτι. Στο οποίο προσωπικά βρίσκω επιρροές από δυο συγγραφείς που λατρεύω, τον ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ και τον ΕΥΓΕΝΙΟ Ο’ΝΗΛ. Κι ο Αλμπη μπορεί να μην έχει ιδέα για αυτό , να έχει συμβεί ασυνείδητα…
Το θέμα είναι από πλευράς δομής, το πως μας παρουσιάζει στο ξεκίνημα τις τρεις γυναίκες και πως σταδιακά, μεθοδικά και δομικά απεργάζεται τη συνένωση σε ένα, την απόλυτη ταυτοποίηση. Οσο κι αν είναι γνωστό έργο σε κάποιους, μπορεί να μην είναι σε κάποιους άλλους. Συνεπώς θέλει μια προσοχή στην «έκθεση» της υπόθεσης διότι ο θεατής οφείλει στον εαυτό του το πνευματικής αξίας (κι όχι αστυνομικής…) ξάφνιασμα που τον περιμένει.
Τρεις γυναίκες, διαφορετικών ηλικιών, κι ένας νεαρός που αν και «βουβό» πρόσωπο , δίνει συχνά, πυκνά και καίρια το παρόν, και την περίπτωση του την αφηγούνται οι γυναίκες.
Το πως ξετυλίγονται οι χαρακτήρες και πως οδηγούνται στην «συνένωση» είναι ένα μάθημα γραφής
Στην παράσταση οφείλω να πιάσω τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΥΙΛΣΟΝ. Και να πω ότι αυτό το έργο ως Εργοκεντρικός κι οπαδός των συγγραφέων το έχω κοιτάξει από αυτή τη μεριά. Ο Ρομπερτ Γουίλσον είναι ένας σκηνοθέτης που θα λέγαμε «εικαστικός» αλλά αν δεν το επεξηγήσουμε λίγο παραπάνω, τον περιορίζουμε και τον αδικούμε. Μέσω της αισθητικής προσεγγίζει το έργο, μιας αισθητικής που έχει να κάνει μεν με το στυλιζάρισμα αλλά περιλαμβάνει κι όλες τις Τέχνες, και μέσα σε αυτές και τη μουσική που τη χρησιμοποιεί είτε ως΄ ήχο είτε κι ως παύση. Υπάρχει μια διόγκωση στα κοστούμια και στο μακιγιάζ, υπάρχει μια αφαίρεση στη σκηνογραφία, υπάρχει όμως και μια υπέροχη μονοχρωμία στα και καλά δήθεν «διογκωμένα» κοστούμια που παραπέμπουν στην όπερα, υπάρχει το αχνό λευκό για τη νεότερη γυναίκα, όχι το λευκό της νύφης μα ένα λευκό πειραγμένο που θα μπορούσε να είναι και του πάγου, θα μπορούσε να μην είναι κι ακριβώς λευκό παρα ένα πολύ πολύ ανοιχτό χρώμα, υπάρχει το κατακόκκινο για την ώριμη γυναίκα, που έχει μέσα της τους ιμέρους αλλά και το αίμα, τη φωτιά, την τιμωρία, κι υπάρχει και το μαύρο για την Τρίτη ηλικία, το κατάμαυρο όπου…το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα… και τα τρία τα υπερασπίζεται η επιλογή υφάσματος για μια τέτοια σκηνική επιβολή.
Υπάρχουν κι οι φωτισμοί φυσικά για να φτιάξουν όλη αυτή την ατμόσφαιρα , την εικαστική-αφαιρετική και πολλά άλλα χαρακτηριστικά επίθετα που μπορεί να βρει ο καθένας.
Κι υπάρχει εναρμόνιση στυλιζαρίσματος στο παίξιμο, στο πως έχουν δουλευτεί οι τρεις γυναίκες, οι τρεις ηθοποιοί που ενσαρκώνουν κι ενσαρκώνονται, κι εδώ παίρνουμε ένα επιπλέον μάθημα από τις λαμπρές ερμηνεύτριες που δείχνουν πόσο καταρτισμένες πάνω στην Τέχνη τους είναι και πως μπορούν να βγάζουν δραματικές ουσίες μέσα από αυτό το στυλιζάρισμα.
Κι έρχεται τώρα κάποιος και ρωτάει; Και τι νόημα είχε να παιχθεί έτσι κι όχι αλλιώς; Απαντώ ότι καταρχάς είναι δικαίωμα η προσέγγιση όταν δεν πειράζει το έργο. Ναι, αλλά γράφτηκε για να παιχθεί έτσι; Μισό λεπτό, να εξηγήσω κάτι. Με το στυλιζάρισμα που επέλεξε ο σκηνοθέτης, χωρίς, επαναλαμβάνω, να πειράξει την ουσία του κειμένου αλλά ούτε και τη δομή του, δεν πήγε τα εμπρός -πίσω, σεβάστηκε απόλυτα το έργο του συγγραφέα κι επειδή το έχω δει τρεις φορές το έργο κι οι προηγούμενες που ήταν λαμπρές παραστάσεις αλλά ήταν πάνω στη στέρεη σκηνική γραμμή, θα πω ότι εδώ του έδωσε επιπλέον ανάγνωση. Αυτό το στυλιζάρισμα, με το οποίο παίζουν οι γυναίκες, θυμίζει έως και το «poor things» του Λάνθιμου. Σαν κούκλες, σαν μαριονέτες, μέσα από το πως τις ήθελαν να είναι, και ή αυτές παρερμήνευσαν ή κι επιδίωξαν.. Ο λόγος τους, όπως ακούγεται στυλιζαρισμένος σε χρωματισμούς, τονισμούς και τρόπο εκφοράς, βγαίνει απολύτως δραματικός πάνω όχι στην ουσία, όπως έκαναν τα ρεαλιστικού τύπου ανεβάσματα του έργου αλλά στην πεμπτουσία των χαρακτήρων που ερμηνεύουν…
Σε αυτό το σημείο περνάμε υποχρεωτικά στις ερμηνεύτριες διότι δίνουν μια πρόσθετη εκδοχή του ταλέντου, της θητείας, του ρεπερτορίου, των μεγάλων ερμηνειών, τώρα και σε τόνους στυλιζαρίσματος. Κι επειδή έχουν φάει τα μεγάλα ρεπερτόρια με το κουτάλι, μπορεί να έχουν ξανακάνει στη θητεία τους ανάλογου τύπου ερμηνείες, εδώ, όμως, συναισθάνθηκα το κάτι διαφορετικό, ότι έπιασαν σε πολύ ψηλό επίπεδο το στυλιζαρισμένο τόνο
Η ΡΕΝΗ ΠΙΤΤΑΚΗ παρουσιάζει ένα ερμηνευτικό μέγεθος τεράστιο και το φοβερό είναι ότι όχι μόνο ανταποκρίνεται σε αυτή την ιδιαιτερότητα της σκηνοθεσίας αλλά το κάνει και με εξαιρετική λιτότητα. Οι αφαιρέσεις της είναι για να πάνε να τη δουν οι σπουδαστές των σχολών, να την αποθηκεύσουν στο μυαλό τους, να δοκιμαστούν στα δικά τους και κάποτε να την ανασύρουν αυτή την ερμηνεία όταν πια θα είναι έτοιμοί να βάλουν μπρος σε προσωπικό επίπεδο την έννοια της αφαίρεσης.
Η ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΙΑ, η μεγάλη ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΙΑ, η ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ, εδώ μας έχει κάτι άλλο. Το στυλιζάρισμα της καταρχάς δεν παίζεται. Ο έλεγχος της φωνής, τα ανεβοκατεβάσματα, τα χρώματα, θαρρείς κι έχουν να κάνουν με το κόκκινο του φορέματος αλλά και με μία συντονιστική με το μακιγιάζ και βασικά με την κόμμωση. Πέρα λοιπόν από αυτή, εδώ μας βγάζει κωμικές αποχρώσεις. Χωρίς να παίζει κωμωδία, ακολουθεί το συγκεκριμένο στυλιζάρισμα που την οδηγεί σε κωμικούς τόνους τους οποίους φρενάρει καθώς ανεβοκατεβάζει κλίμακες και μέσα στο ίδιο στυλιζάρισμα μπορεί και βάζει κι αυστηρότητα κι εχθρότητα αλλά κι εχθρικότητα και μας κάνει κατανοητή τη διαφορά των δυο αυτών λέξεων. Πολύ μελετημένες θεατρίνες έχουμε. Ηθοποιούς από κούνια.
Και φτάνω και στην Τρίτη, τη ΛΟΥΚΙΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, η οποία ήταν ακριβώς στο πόστο της, στον απόλυτο συντονισμό με τις δυο μεγαλύτερες της, εκείνη είναι νεότερη αλλά έπαιζε ως μία σαν κι εκείνες, στο ίδιο ύψος, στο ίδιο επίπεδο.
Εγώ θα πω και για το παλικάρι, τον ΑΛΕΞΗ ΦΟΥΣΕΚΗ, εξαιρετικά διδαγμένο προφανώς από τον Ρόμπερτ Γουίλσον, το βουβό πρόσωπο να το κάνει στις εμφανίσεις του εκφραστικά (δύσκολο στο θέατρο, δεν είναι σινεμά να έχει κοντινά πλάνα ) και σωματικά, κινησιολογικά, σημαντικό. Την παρουσία να τη μεταβάλει σε ρόλο, απλά του ρόλου του έλειπε το κείμενο, έπρεπε να παιχθεί βουβά
Τώρα στους επι μέρους συντελεστές, έχω άδικο που στους φωτισμούς, στα σκηνικά και στα κοστούμια τα ονόματα ΜΑΡΤΣΕΛΟ ΛΟΥΜΑΚΑ, ΦΛΑΒΙΟ ΠΕΤΣΟΤΙ, ΦΛΑΒΙΑ ΡΟΥΤΖΕΡΙ , αντίστοιχα, μου διαβάζονται ως ιταλικά; Κι ερμηνεύω έτσι αυτό το απαράμιλλο γούστο, αυτή την υψηλόβαθμη αισθητική; Πέρα όμως από το «ιταλικό» υπάρχει και το….αλλόγλωσσο στις περούκες και στο μακιγιάζ (ΜΑΝΟΥ ΧΑΛΙΓΚΑΝ (τι δουλειά είναι αυτή!!!), και θα πάω και στον Ηχο στον οποίο σταδιακά έχουν αρχίσει και δίνουν σημασία τα δικά μας θέατρα, αυτή εδώ η παράσταση μας έφερε έναν ήχο κάπου από Λονδίνο, Νεα Υόρκη , βάλε και Μόσχα (μια κι είπα «Μόσχα», το Δημοτικό του Πειραιά μου, μου θυμίζει έντονα το «Μπολσόι» της Μόσχας, ειδικά στα θεωρεία..) ΘΟΡΣΤΕΝ ΧΟΠ, αυτός ο ΗΧΟΣ. Και βέβαια, κλείνω με τον Ελληνα οποίος δούλεψε τη μουσική σαν μήτρα αλλά και παράγωγο ήχο, έτσι όπως επιδίωκε το συγκεκριμένο κι απόλυτα ολοκληρωμένο στυλιζάρισμα του Ρομπερτ Γουίλσον, ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ.