Ο Μάικλ Μαν δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «σκηνοθέτης ηθοποιών», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει και καλές ερμηνείες σε ταινίες του. Ο Μαν είναι «σκηνοθέτης του αποτελέσματος», όπως πολλοί σκηνοθέτες, και καλοί μέσα σε αυτούς, ακόμα και μεγάλοι , που όμως δεν γνωρίζουν από ηθοποιία ή δεν την έχουν στα πρώτιστα προς επεξεργασία εργαλεία τους. Με τη «σκηνοθεσία του αποτελέσματος» υπάρχει κάτι έτοιμο στο μυαλό του σκηνοθέτη και προς τα εκεί επιχειρεί να στρέψει τα πράγματα. Η ηθοποιία, όμως, έχει τους δικούς όρους και νόμους. Αν στους ηθοποιούς δεν αφεθεί χώρος από τον σκηνοθέτη ώστε να δουλέψουν τα μεταξύ τους, να ακούν ο ένας τον άλλο, ο ένας τη φωνή του άλλου και να προσαρμόζει και τη δική του στον τρόπο του συμπαίκτη που κι εκείνος θα κάνει το ιδιο με τη σειρά του κι έτσι θα φτιάξουν αυτή την καταταλαιπωρημένη λέξη «χημεία». ‘Ο Ντράιβερ δεν ξέρει πως ακριβώς να παίξει τον Ιταλό, το ίδιο πρόβλημα είχε αντιμετωπίσει και στον «Οίκο Γκούτσι» διότι κι ο Ρίντλεη Σκοτ είναι σκηνοθέτης σκαμπανεβασμάτων, όπως κι ο Μαν, και στην ηθοποιία δεν έχει το πρώτιστο αν κι έχουν αναδειχθεί ηθοποιοί σε ταινίες του. Το πρόβλημα με τον Ντράιβερ είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις οι σκηνοθέτες τον βάζουν να παίξει τον «Ιταλό». Ο Ντράιβερ είναι ηθοποιός εσωτερικής ιδιοσυγκρασίας, πάει να πιάσει εσωτερικά το πνεύμα του χαρακτήρα αλλά από τη σκηνοθεσία φαίνεται ότι έχει δοθεί το σύνθημα πως παίζει Ιταλό. ΟΙ «σκηνοθέτες του αποτελέσματος» θα είναι ευχαριστημένοι μόνο αν παίξει τον «Ιταλό», αυτός το παλεύει, θέλει να τον παίξει όχι ως Ιταλό αλλά ως κάτι άλλο αλλά τι;, δεν βοηθιέται σε χημεία από συμπαίκτες, και δεν βγάζει το ποθούμενο.
Βέβαια, αν το σενάριο δεν δίνει πατήματα στο ρόλο, τότε και να μη σου ζητήσουν τον Ϊταλό» αλλά τον χαρακτήρα, πάλι θα πέσεις σε ύφαλο. Στην Πενέλοπε Κρουζ από την άλλη, το να παίξει ην Ιταλίδα είναι εύκολο ζητούμενο, είναι κοντά στην κουλτούρα της ,τόσο την πολιτισμική όσο και την ιδιοσυγκρασιακή. Όταν όμως ο σκηνοθέτης περιμένει εξαρχής το «αποτέλεσμα» και τίποτε άλλο, δεν θα μπορέσει να κάνει ένωση με το συμπρωταγωνιστή και θα φαίνεται σαν να παριστάνει την Ιταλίδα διότι κι ο συμπρωταγωνιστής, χωρίς την ανάλογη δουλειά, την αφήνει ακάλυπτη. «Παίξε το σαν Ιταλίδα» είναι λάθος οδηγία από μόνη της. Το «Ιταλίδα» καλείται να το βρει η ηθοποιός όταν ψάχνοντας τον ρόλο ανακαλύπτει ότι είναι στοιχείο που σε κάτι την εξυπηρετεί.
Το άλλο πρόσκομμα είναι το ζητούμενο, τόσο της ταινίας όσο και του ήρωα με το βαρύ όνομα, τον θρύλο της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας…Ούτε εδώ. Τι ακριβώς θέλει η ταινία γύρω από αυτόν;
Βέβαια, το χειρότερο για την ταινία θα είναι να πας να την συγκρίνεις με το «Ford v/s Ferrari», επειδή είναι πρόσφατο και παρεμφερές. Εκτός του ότι δεν είναι πρέπον να συγκρίνουμε έργα με άλλα έργα , διότι το κάθε φιλμ έχει την αυτονομία του, δυστυχώς , όμως, σε κάποιες περιπτώσεις, καθίσταται αναπόφευκτο. Η μέρα με τη νύχτα, είναι η διαφορά της μιας (ταινίας) από την άλλη, κι η κατάρριψη για μια ακόμα φορά της θεωρίας του auteur επειδή μερικοί θέλουν να τα εξετάζουν από αυτή τη σκοπιά, κι η σκοπιά έρχεται και τους αδειάζει. Στον Μαικλ Μαν κάνουν τεμενάδες, που δεν δικαιολογούνται τουλάχιστον σε αυτό τον βαθμό, τον Τζέημς Μάνγκολντ τον υποτιμούν…Μόνο που η ταινία του δεύτερου δεν καταδέχεται να συγκριθεί με την ταινία του πρώτου. Πάμε πάλι στον Εργοκεντρισμό ,δηλαδή στο να μάθουμε να βλέπουμε και να κρίνουμε τα έργα ως έργα κι όχι ως δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του σκηνοθέτη που ανάλογα τον βαφτίζουν ή τον χαρακτηρίζουν
Ενώ λοιπόν ξεκίνησα με αντιρρήσεις, θα πω τώρα το εξής. Ότι ο θεατής εαυτός του υπογράφοντος δεν συμφωνούσε σε όλη τη διάρκεια του φιλμ με τα λεγόμενα του κριτικού (εαυτού). Διότι κι ο Ανταμ Ντράιβερ κι η Πενελοπε Κρουζ έχουν τον τρόπο να ελκύουν, και τον έχει κι η ταινία. Πρωτα από όλα με την αισθητική και με όλο αυτό το αναφορικό στις μεγάλες ιταλικέ κουρσάρες, τη «Φεράρι», τη «Λαμποργκίνι», τη «Μαζεράτι», κουρσάρες σταρ, κουρσάρες -γκομενάρες για τους θαυμαστές και τους εραστές, της ταχύτητας και του αυτοκινήτου, γκομενάρες σαν τις Ιταλίδες σταρ του σινεμά, έτσι είναι κι αυτές οι κουρσάρες, λιγώνουν κι ερεθίζουν . «Φεράρι» είναι η Λόρεν κι η «Μαζερατι» η Λολομπριγκίτα; Κι η Μάνγκανο ποια είναι; Η Λαμποργκίνι; Κι η Καρντινάλε ποια κουρσάρα σταρ αντιπροσωπεύει;; Η ταινία έχει πετύχει αυτό το κλίμα γοητείας και σε κάνει και παρακολουθείς την υπόθεση κι επιχειρεί να σε φέρει κοντά στους χαρακτήρες. Την παρακολουθείς.. Μέχρι Να διαπιστώσεις ότι δεν υπάρχει ζητούμενο εσύ την παρακολουθείς κι είσαι και γοητευμένος για όλους τους σχετικούς λόγους. Εδώ, επανερχόμαστε στον Μάικλ Μαν κι εδω λέμε τα θετικά του. Διότι η παρακολούθηση αποδεικνύεται ότι μάλλον είχε να κάνει με τη αφηγηματική ικανότητα του σκηνοθέτη παρα με την ανάλογη γραφή του σεναρίου.
Όμως… Εγω θα σταθώ σε ένα. Ταινία γύρω απ΄την «Ferrari» που θα περιλαμβάνει και σκηνές αγώνων αυτοκινήτων και από μεγάλη παραγωγή κι από σκηνοθέτη που είναι γνώστης ειδικά της περιπέτειας, και τελικά δεν καταφέρνει να προταθεί για Oscar ΗΧΟΥ – αφήνω κατά μέρος το μοντάζ διότι εκεί μπορεί να ΄θελε-και ήθελε!!- κάτι παραπάνω από το σενάριο ώστε να υπάρχει και μια ανθρώπινη αγωνία στην κούρσα- πολύ απλά σημαίνει πως ούτε οι Ηχολήπτες δεν την «προσέλαβαν» έστω για το δικό τους τομέα, σημαίνει ότι της βρήκαν ελλείψεις πάνω σε αυτό που ξεκίναγε να γίνει και δεν έγινε. Και το προσπέρασαν. Ασχολήθηκαν με άλλους ήχους.